αλημματογράφητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αλημματογράφητος < α- + λημματογραφώ + -τος
Επίθετο
[επεξεργασία]αλημματογράφητος
- που δεν έχει λημματογραφηθεί
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αλημματογράφητος
|