λημματογραφημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λημματογραφημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος λημματογραφώ
Μετοχή[επεξεργασία]
λημματογραφημένος
- που έχει λημματογραφηθεί
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λημματογραφημένος
|