ανεμισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανεμισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ανεμίζω
Μετοχή
[επεξεργασία]ανεμισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ανεμίζω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανεμισμένος
|