μπαγκαρισμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μπαγκαρισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος μπαγκάρω < μπαγκ + -άρω < (άμεσο δάνειο) αγγλική bug
Μετοχή
[επεξεργασία]μπαγκαρισμένος
- (διαδικτυακή αργκό, νεολογισμός, ανεπίσημο, πληροφορική) μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος μπαγκάρω
- (για συσκευή, πρόγραμμα κτλ.) που έχει σφάλματα (μπαγκ) και προβλήματα λειτουργίας
- ↪ Όταν βγήκε η εφαρμογή ήταν πολύ μπαγκαρισμένη.
- (για συσκευή, πρόγραμμα κτλ.) που έχει σφάλματα (μπαγκ) και προβλήματα λειτουργίας
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Μετοχές που κλίνονται όπως το 'αγαπημένος' (νέα ελληνικά)
- Μετοχές παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -άρω (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Μετοχές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Διαδικτυακή αργκό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Ανεπίσημοι όροι (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)