οινοπώλις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: οἰνοπῶλις
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οινοπώλις οι οινοπώλιδες
      γενική της οινοπώλιδος
(οινοπώλιδας)
των οινοπωλίδων
(οινοπώλιδων)
    αιτιατική την οινοπώλιδα τις οινοπώλιδες
     κλητική οινοπώλι (οινοπώλις) οινοπώλιδες
Κλίση από τα αρχαία ελληνικά. Οι τύποι γενικής '-ιδας, -'ιδων, στη δημοτική.
Κατηγορία όπως «συνεργάτις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
οινοπώλις < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή οἰνοπῶλις, θηλυκό του αρχαίου οἰνοπώλης

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

οινοπώλις θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. οινοπώλις - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)