στιγματισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στιγματισμός οι στιγματισμοί
      γενική του στιγματισμού των στιγματισμών
    αιτιατική τον στιγματισμό τους στιγματισμούς
     κλητική στιγματισμέ στιγματισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
στιγματισμός < (στιγματίζω) στιγματισ- + -μός[1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

στιγματισμός αρσενικό

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]