Äthiopier
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Äthiopier (de) αρσενικό (θηλυκό Äthiopierin)
- (εθνικό όνομα) ο Αιθίοπας
Äthiopier (de) αρσενικό (θηλυκό Äthiopierin)