Αιθίοπας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Αιθίοπας < Αιθιοπία
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Αιθίοπας αρσενικό
- (εθνικό όνομα) ο κάτοικος, ή αυτός που κατάγεται από την Αιθιοπία