Übersetzer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Übersetzer (de) αρσενικό (θηλυκό Übersetzerin) (des Übersetzers, die Übersetzer)