Übersetzer

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Übersetzer (de) αρσενικό (θηλυκό Übersetzerin) (des Übersetzers, die Übersetzer)