çırılçıplak
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- çırılçıplak < (με αναδιπλασιασμό) çı-r(ıl)- + çıplak
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
çırılçıplak (tr)
- (επιτατικό επίθετο) εντελώς γυμνός
- ≈ συνώνυμα: çırçıplak (σπάνιο), dımdızlak, anadan doğma, anadan üryan