Μετάβαση στο περιεχόμενο

çalışkan

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]

çalışkan (tr)

  1. εργατικός
    Mehmet zeki ve çalışkan - ο Μωάμεθ είναι έξυπνος και εργατικός