équipage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

équipage (fr) αρσενικό

  1. το πλήρωμα (ενός πλοίου)
  2. ο εξοπλισμός