ĉagreni

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ĉagreni < ĉagren + -i
ρήμα ĉagreni
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας ĉagrenas ĉagrenanta ĉagrenata
αόριστος ĉagrenis ĉagreninta ĉagrenita
μέλλοντας ĉagrenos ĉagrenonta ĉagrenota
υποθετική ĉagrenus - -
προστακτική ĉagrenu - -

ĉagreni (eo)