ĝogi
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ρήμα ĝogi | |||
χρόνος | μορφή | ενεργητική μετοχή |
παθητική μετοχή |
---|---|---|---|
ενεστώτας | ĝogas | ĝoganta | ĝogata |
αόριστος | ĝogis | ĝoginta | ĝogita |
μέλλοντας | ĝogos | ĝogonta | ĝogota |
υποθετική | ĝogus | - | - |
προστακτική | ĝogu | - | - |
ĝogi (eo)
- (γυμναστική) τρέχω, κάνω ένα τρεξιματάκι