łatwizna
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /watˈfʲizna/
- ⓘ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
łatwizna (pl) θηλυκό
- το πολύ εύκολο, το παιχνιδάκι
łatwizna (pl) θηλυκό