świat
Εμφάνιση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]świat < πρωτοσλαβική, světъ
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]świat (pl) αρσενικό
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- koniec świata: το τέλος του κόσμου
- mieć świat u stóp: έχω τον κόσμο στα πόδια μου
- najstarszy zawód świata: το αρχαιότερο επάγγελμα του κόσμου
- Nowy Świat: Νέος Κόσμος
- okno na świat: παράθυρο στον κόσμο
- patrzeć na świat
- stary jak świat: παλιός όσο και ο κόσμος
- Stary Świat:
- tamten świat
- Trzeci Świat: Τρίτος Κόσμος
- wielki świat
- żyć w swoim własnym świecie: ζω στον κόσμο μου