ŝvelinta
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
ŝvelinta
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]ŝvelinta (eo)
- αόριστος της επιθετικής ενεργητικής μετοχής του ρήματος ŝveli
ŝvelinta
ŝvelinta (eo)