żuć

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ʒuʨ̑/
 

Ρήμα[επεξεργασία]

żuć (pl)

  1. μασάω
    nie żuj gumy na lekcji! - μη μασάς τσίχλα στο μάθημα!