Ασό
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Ασό < → λείπει η ετυμολογία
Μεταγραφή
[επεξεργασία]Ασό θηλυκό ή ουδέτερο άκλιτο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Ασό
|
Ασό θηλυκό ή ουδέτερο άκλιτο
|