Γκραμικέλε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Γκραμικέλε < ιταλική Grammichele
Μεταγραφή[επεξεργασία]
Γκραμικέλε θηλυκό, ή ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Γκραμικέλε
|