ΔΣΛ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ΔΣΛ <  : Διεύθυνση ΣτρατοΛογικού

Συντομομορφή[επεξεργασία]

Δ.ΣΛ. θηλυκό άκλιτο αρκτικόλεξο

  • Διεύθυνση Στρατολογικού