Möglichkeit: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Νέο Σύστημα
Interwicket (συζήτηση | συνεισφορές)
μ iwiki +zh:Möglichkeit
Γραμμή 19: Γραμμή 19:
[[pl:Möglichkeit]]
[[pl:Möglichkeit]]
[[ru:Möglichkeit]]
[[ru:Möglichkeit]]
[[zh:Möglichkeit]]

Αναθεώρηση της 11:30, 25 Ιουνίου 2010

Γερμανικά (de)

Ουσιαστικό

Möglichkeit (de) θηλυκό

die Möglichkeiten sind ziemlich begrenzt - οι δυνατότητες είναι αρκετά περιορισμένες

Συγγενικά

→ δείτε τη λέξη  möglich