éveillé: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη hu
μ Ρομπότ: Προσθήκη: eo:éveillé
Γραμμή 14: Γραμμή 14:
[[chr:éveillé]]
[[chr:éveillé]]
[[en:éveillé]]
[[en:éveillé]]
[[eo:éveillé]]
[[fr:éveillé]]
[[fr:éveillé]]
[[hu:éveillé]]
[[hu:éveillé]]

Αναθεώρηση της 06:40, 4 Μαρτίου 2017

Γαλλικά (fr)

Ουσιαστικό

éveillé (fr)


Cet enfant est très éveillé : αυτό το παιδί είναι πολύ ξύπνιο.

Συγγενικά

éveiller