Θηρασία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Θηρασία < Θήρα

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Θηρασία θηλυκό

  • ελληνική νησίδα παρά την νήσο Θήρα, ουσιαστικά το δυτικό χείλος της εκεί καλντέρας

Μεταφράσεις[επεξεργασία]