καλντέρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καλντέρα | οι | καλντέρες |
γενική | της | καλντέρας | των | καλντερών |
αιτιατική | την | καλντέρα | τις | καλντέρες |
κλητική | καλντέρα | καλντέρες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

η καλντέρα της Σαντορίνης
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kal.'dɛ.ɾa/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καλντέρα θηλυκό
- εδαφική κοιλότητα που σχηματίζεται, όταν υποχωρεί το τμήμα ενός ηφαιστειακού κώνου ή όταν διαβρώνονται βαθμιαία τα εσωτερικά τοιχώματά του
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
καλντέρα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καλντέρα