Ικάριος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ικάριος < Ἴκαρος

Επίθετο[επεξεργασία]

Ικάριος αρσενικό

  • ο σχετικός με τον Ίκαρο
    Ικάριο πέλαγος
    Ἰκάριος πόντος (σε αρχαία κείμενα)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Ικάριος και Ικαριός και Καριός

  • ο σχετικός με το νησί της Ικαρίας ή που έλκει από εκεί την καταγωγή του
    ο Σάββας είναι Ικάριος ή Κρητικός;

Μεταφράσεις[επεξεργασία]