ΛΟΚ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ΛΟΚ < : Λόχοι Ορεινών Καταδρομών.
Συντομομορφή[επεξεργασία]
Λ.Ο.Κ. ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό άκλιτο ακρωνύμιο
- στρατιωτική μονάδα καταδρομέων
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- Αποκαλούνται τα ΛΟΚ, παρά το ότι πρόκειται για τους λόχους.