ΜΕΚ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ΜΕΚ <  : Μηχανή Εσωτερικής Καύσης

Συντομομορφή[επεξεργασία]

ΜΕΚ θηλυκό άκλιτο αρκτικόλεξο