Μπούνγκο-Όνο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Μπούνγκο-Όνο < → λείπει η ετυμολογία
Μεταγραφή[επεξεργασία]
Μπούνγκο-Όνο θηλυκό, ή ουδέτερο άκλιτο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Μπούνγκο-Όνο
|