Μετάβαση στο περιεχόμενο

Σαρδώ

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Σαρδώ < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Σαρδώ θηλυκό, μόνο στον ενικό (γενική: Σαρδόος / Σαρδοῦς και Σαρδόνος / Σαρδῶνος· δοτική: Σαρδοῖ και Σαρδόνι)

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]