Τσικούγκο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Τσικούγκο < → λείπει η ετυμολογία
Μεταγραφή[επεξεργασία]
Τσικούγκο ουδέτερο ή θηλυκό άκλιτο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Τσικούγκο
|