Φοιβόληπτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ Φοιβόληπτος | τὸ Φοιβόληπτον | οἱ, αἱ Φοιβόληπτοι | τὰ Φοιβόληπτα |
Γενική | τοῦ, τῆς Φοιβολήπτου | τοῦ Φοιβολήπτου | τῶν Φοιβολήπτων | τῶν Φοιβολήπτων |
Δοτική | τῷ, τῇ Φοιβολήπτῳ | τῷ Φοιβολήπτῳ | τοῖς, ταῖς Φοιβολήπτοις | τοῖς Φοιβολήπτοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν Φοιβόληπτον | τὸ Φοιβόληπτον | τοὺς, τὰς Φοιβολήπτους | τὰ Φοιβόληπτα |
Κλητική | Φοιβόληπτε | Φοιβόληπτον | Φοιβόληπτοι | Φοιβόληπτα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | Φοιβολήπτω | |||
Γενική-Δοτική | Φοιβολήπτοιν |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
Φοιβόληπτος