Φ1
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Φ1 θηλυκό, μόνο στον ενικό, άκλιτο
- η ελληνική απόδοση του F1, της διοργάνωσης αγώνων αυτοκινήτου Formula 1 (Φόρμουλα 1)
- ※ Στο επίπεδο της τεχνολογίας, ο κόσμος της Φ1 περίμενε τώρα μιαν απάντηση σχετική με την κατασκευή των κινητήρων: «ατμοσφαιρικοί» ή τούρμπο; (H Ιστορία της Formula 1: 1982-83: O πόλεμος των κινητήρων, 4 Τροχοί, Νοέμβριος 1999 [1])