Φ1

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Φ1 < → δείτε τους χαρακτήρες Φ και 1, απόδοση του F1 (Formula 1)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /fi ˈe.na/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Φ1 θηλυκό, μόνο στον ενικό, άκλιτο

  • η ελληνική απόδοση του F1, της διοργάνωσης αγώνων αυτοκινήτου Formula 1 (Φόρμουλα 1)
    ※  Στο επίπεδο της τεχνολογίας, ο κόσμος της Φ1 περίμενε τώρα μιαν απάντηση σχετική με την κατασκευή των κινητήρων: «ατμοσφαιρικοί» ή τούρμπο; (H Ιστορία της Formula 1: 1982-83: O πόλεμος των κινητήρων, 4 Τροχοί, Νοέμβριος 1999 [1])