Χρήστης:Sarri.greek/ChronMor2

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

< User:Sarri.greek/ChronMor

NO NOTES[επεξεργασία]

p.209ΕΠΑΝΑΛΗΨΙΣ ΤΩΝ ΕΧΘΡΟΠΡΑΞΙΩΝ
Ὁ Μέγας ὁ Δεμέστικος ἐνταῦτα ἀπεκρίθη·
«Ὁ Θεὸς τὸ ἐξεύρει, φίλοι μου, συντρόφοι κι ἀδελφοί μου,
»τοῦτο σφάζει τὸν λογισμὸν καὶ τὴν καρδίαν μου τρώγει,
»διατὶ μᾶς ἐκατάλυσεν ἕνας φτωχὸς στρατιώτης.
5005»Ἄν εἴχαμεν τὸν πρίγκιπα μαδίσει ἢ πολεμήσει,
»ὅπου ἔνι μέγας ἄνθρωπος, ἐξάκουστος στὸν κόσμον,
»κ’ ἐνίκησέ με εἰς πόλεμον, παρηγορίαν νὰ τὸ εἶχα.
(3680)»Τὸ δὲ νὰ λέουν ὁκάποιος φτωχὸς καὶ ρεματιάτης
»ἐνίκησεν τοῦ βασιλέως τὸν ἀδελφὸν εἰς κάμπον,
5010»καὶ πάλε ἄλλο χειρότερον, χεῖρον τῶν χειροτέρων,
»μὲ τριακόσιους ἐκέρδισε χιλιάδες δεκαπέντε!»
Καθὼς ἀπῆραν τὴν βουλὴν οἱ ἄρχοντες ἐκεῖνοι,
ὁ Μέγας ὁ Δεμέστικος κι ὁ Μακρυνὸς ὁμοίως,
μετ’ αὐτοὺς Κατακουζηνὸς ὁ ἐξάκουστος στρατιώτης,
5015οὕτως καὶ τὸ ἐδιορθώσασιν καὶ ἀφιρώσανέ το.
Ἐπέρασεν γὰρ ὁ καιρὸς, ἐδιάβην ὁ χειμῶνας,
ἦλθεν ὁ μῆνας τοῦ μαρτίου, ἡ ἄνοιξις τοῦ χρόνου,
ὅπου κινοῦνται ἅπαντες εἰς ἄρματα καὶ μάχην,
καὶ τῆς θαλάσσης καὶ τῆς γῆς ἐτότε φουσσατεύουν.
5020Ὁ ἀδελφὸς τοῦ βασιλέως Δεμέστικος ὁ Μέγας
ὥρισεν τὰ φουσσᾶτα του νὰ σωρευτοῦσιν ὅλοι.
Ἡ ἕνωσις ἐγίνετον στοῦ Σαπικοῦ τοὺς κάμπους,
εἰς τὰ λιβάδια τὰ πλατέα, στὲς ἔμνοστες τὲς βρύσες.
Φουσσᾶτα ἐσώρεψεν πολλὰ ἀπὸ διαφόρους τόπους·
5025τὰ πεζικὰ τῆς Τσακωνίας τοῦ Μελιγοῦ τοῦ δρόγγου
καὶ μέχρι στὴν Μονοβασίαν καὶ τῶν Σκορτῶν τὸν δρόγγον.
p.210ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ
Ἐχώρισαν τὰ ἀλλάγια τους, ὀρθῶσαν κ’ ἐκινῆσαν,
(3700)ἐκεῖσε στὴν Καρύταιναν ἐμεῖναν τὴν ἑσπέραν,
τὸ παραπόταμον τοῦ Ἀλφέως ὁλόρθα ἐκατεβαῖναν,
5030ἐκ τὴν Πρινίτσα ἀπέρασαν καὶ εἴδασιν τὸν τόπον,
ἀνάμνησαν τὸ ἐπάθασιν ἐκεῖ στὸν τόπο ἐκεῖνον.
Πάντα ὑπαγαῖναν, λέγοντα τοὺς Φράγκους φοβερίζουν·
τὸ πρᾶγμα ὅπου ἀπεργώθησαν οὐ μὴ τὸ πάθουν πλέον
ἂν ἔλθουσιν εἰς πόλεμον, νὰ δώσουν κονταρέας·
5035μὲ τὰς σαγίττας βούλονται ὅλους νὰ θανατώσουν.
Κατερωτοῦν τὸ ποῦ νὰ εὑροῦν τὸν πρίγκιπα Γυλιάμον,
στὴν Ἀνδραβίδαν ἔμαθαν ὅτι τοὺς ἀναμένει,
τὴν χώραν ἐτριγύρισεν ὅλην μὲ τραφοκόπια
καὶ στήκει ἐκεῖ κ’ ἐκδέχεται μὲ τὰ φουσσᾶτα ὅπου ἔχει.
5040    Ὁ Μέγας ὁ Δεμέστικος κράζει τοὺς ἀρχηγούς του·
βουλὴν ἐζήτησεν αὐτῶν τὸ πῶς ὀφείλει διάξαι.
Κ’ ἐκεῖνοι ὅπου ἦσαν τοπικοὶ ἄνθρωποι, ὅπου ἐγνωρίζαν
τοὺς τόπους καὶ τὰ διάβατα, βουλὴν τοῦ ἐδῶκαν τέτοιαν·
μὴ πιάσῃ γὰρ καὶ ἀπελθῇ ἐκεῖ στὴν Ἀνδραβίδα,
5045διατὶ εἶναι τὰ ἔμπατα στενὰ καὶ διὰ τοὺς τσαγρατόρους.
[fr§339]Ὁλόρθα τὸν ἐδιάβασαν στὰ Σεργιανὰ πλησίον·
p.211Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΜΕΣΙΚΛΗ (ΣΕΡΓΙΑΝΑ)
ἀπάνω πρὸς ἀνατολὰς ἐκεῖ τὸν ἀππλικέψαν.
(3720)Κλησίδιν ἔνι ἐκεῖ μικρὸν τὸ λέουν Ἅγιον Νικόλαον,
εἰς τὸ Μεσίσκλιν τὸ λαλοῦν τοῦ τόπου γὰρ τὸ ἐπίκλην,
5050ἐκεῖ ἔστησαν τὴν τέντα του κ’ ἐκατουνέψανέ τον.
Τὰ πλάγια ὅλα ἐγέμισαν κι οἱ κάμποι τὰ φουσσᾶτα·
ἐκεῖ ἑσπερῶσαν κ’ ἔμειναν ἐκείνην τὴν ἑσπέραν.
[fr§340]Καὶ τὸ αὔριο ἐξημερώνοντα, ὥρα ἀνατελμάτου,
ἦλθεν ἐκεῖ ὁ πρίγκιπας μὲ τὰ φουσσᾶτα ὅπου εἶχεν.
5055Οἱ καβαλλάροι καὶ πεζοὶ ὅλοι μετ’ αὖτον ἦλθαν·
ἐχώρισεν τ’ ἀλλάγια του, τρεῖς σύνταξες ἐποῖκεν.
Ἐξέβην ἐκ τὰ Σεργιανὰ ἐκεῖ πρὸς τοὺς Ρωμαίους
κ’ ἐστήκασιν οἱ σύνταξες ἕτοιμες τοῦ πολέμου.
[fr§341]Τὸ πρῶτο ἀλλάγιν τῶν Ρωμαίων κ’ οἱ σύνταξες ὅπου εἶχεν
5060ἦτον τοῦ Κανακουζηνοῦ, τοῦ ἐπαινετοῦ στρατιώτου.
Ἐξέβη ἀπὸ τὸ ἀλλάγιν του ἀπάνω εἰς τὸ φαρίν του·
τὰ κούκουρά του ἐβάσταινε, τὸ ἀπελατίκι ἐκράτει·
ἀνάμεσα γὰρ τῶν Φραγκῶν καὶ τοῦ ἐδικοῦ του ἀλλάγι
ὑπάγαινε καὶ ἔρχετον φημίζοντα δρομαίως.
[fr§342]5065Κι ὅσον ἀπῆλθεν τρεῖς φορὰς μὲ τὸ ἄλογον ἐκεῖνο,
πεζεύγει, ἐμετασέλλησε κι ἀνέβη ἀπάνω εἰς ἄλλο,
κι ἄρξετο νὰ φημίζεται ἐμπρὸς ἀπὸ τοὺς Φράγκους.
(3740)Ἐκεῖνο γὰρ τὸ ἔκαμνεν Κατακουζηνὸς ἐκεῖνος,
p.212ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ
κ’ ὑπηγαινοέρχετον ἐκεῖ φημίζων τὸ φαρίν του,
5070εἰς καταφρόνησιν τῶν Φραγκῶν, διατὸ ἦσαν γὰρ ὀλίγοι,
κ’ εἰς ἔπαρσιν κι ἀλαζονείαν, διατὸ ἦσαν οἱ Ρωμαῖοι
πλῆθος λαοῦ καὶ πλειότεροι παρὰ τὸ ἦσαν οἱ Φράγκοι.
[fr§343]Λοιπὸν ὑπηγαινοέρχετον τρέχοντα τὸ φαρίν του·
τὸ ἄλογο θυμώθηκε, τὸν καβαλλάρη ἐπῆρε
5075ἐκεῖ σιμὰ στὸν πρίγκιπα ἀπέσω εἰς ἕναν βάτον·
ἐπεδουκλώθην τὸ ἄλογο, ἐπέσασιν κ’ οἱ δύο.
Τὸ ἰδεῖ ὁ λαὸς τοῦ πρίγκιπος ἐδράμασιν ἐκεῖσε,
τὸν καβαλλάρη ἐσφάξασιν, τὸ ἄλογον ἀπῆραν.
[fr§344]Τὸ ἰδεῖ ὁ Μέγας Δεμέστικος κι ὁ Μακρυνὸς ὁμοίως
5080τὸ πῶς ἐχάθη ἡ κεφαλὴ ὅπου εἶχαν στὰ φουσσᾶτα,
ἐφάνη τους ὁλοστινοὶ ἀπέθαναν κ’ ἐκεῖνοι·
ἐδράξασιν κι ἀπῆραν τον οὕτως ἀποθαμμένον·
ἐδῶκαν τὰ σαλπίγγια τους, ἀπῆραν κ’ ὑπαγαίνουν.
[fr§345]Ἠθέλησεν ὁ πρίγκιπας νὰ ὑπάγῃ στοὺς Ρωμαίους,
5085κι ὅλοι τὸν ἀνασκόψασιν, συνεμποδίσανέ τον,
λέγας, ὅτι ἂν μετασταθοῦν ἐτότε οἱ Ρωμαῖοι
καὶ τριγυρίσουν τὰ ἄλογα μὲ τὸ σαγιττολάσι,
(3760)πολλὰ ἐλαφρὰ τοὺς θέλουσιν σκοτώσει τὰ ἄλογά τους·
κι ἀφῶν ψοφήσουν τὰ ἄλογα καὶ πέσουν οἱ καβαλλάροι,
5090ὡσὰν γυναῖκες καὶ παιδία τοὺς θέλουσιν κερδίσει
καὶ θέλει χάσει ὁ πρίγκιπας πρῶτα τὸν ἐνιαυτόν του,
κι ἀπαύτου γὰρ τὸν τόπον του καὶ τὸν λαόν του ὅλον.
p.213Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΜΕΣΙΚΛΗ (ΣΕΡΓΙΑΝΑ)
Ἀκούσων ταῦτα ὁ πρίγκιπας ὑπόμεινεν ἐνταῦτα,
κ’ ἐστράφη εἰς τὸ ὁσπίτι του ἐκεῖ στὴν Ἀνδραβίδα.
5095    Ὁ Μέγας ὁ Δεμέστικος μὲ τὰ φουσσᾶτα ὅπου εἶχεν
ὁλόρθα ἐδιάβη κ’ ἔσωσεν εἰς τοῦ Νικλίου τοὺς κάμπους.
Τὸ κάστρον ἐτριγύρισεν κ’ ἐπαρακάθισέ το.
[fr§346]Ἐκεῖ τὸν ηὗρε ἐριζικὸν, τὸ οὐκ ἤλπιζε νὰ τοῦ ἔλθῃ.
Οἱ Τοῦρκοι, ὅπου ἦσαν μετ’ αὐτόν, ὅπου ἦσαν μία χιλιάδα,
5100ἐζήτησαν τὴν ρόγαν τους, ἕξι μηνῶν ἐλέγαν.
[fr§347]Κι ὁ Μέγας ὁ Δεμέστικος -ὡσὰν ἦτον θλιμμένος
νὰ λάβῃ νῖκος καὶ τιμὴν ἀπάνω εἰς τοὺς Φράγκους
κ’ ἐδιάβη κ’ ἔλαβε ζημίαν κ’ ἐστράφη μὲ ἀτιμίαν-
τῶν Τούρκων ἀλαζονικὴν ἀπόκρισιν ἐποῖκεν.
[fr§348]5105Καὶ λέγει των μετὰ χολῆς· «Οὐκ εἶστε γὰρ ἀνθρῶποι
»νὰ ἐντρέπεστε κ’ αἰσχύνεστε ρόγαν νὰ μὲ ζητᾶτε
»ἐκεῖ ὅπου ἐπλουτύνετε ’ς τοῦ βασιλέως τὸν τόπον
(3780)»μὲ τῶν Φραγκῶν τὰ πράγματα καὶ μὲ τοῦ βασιλέως;
»Ἐσεῖς γὰρ ὅταν ἤλθετε ἐδῶ εἰς τὸν Μορέαν,
5110»εἶστε γυμνοί, τετράχηλοι, ὅλοι ἐξεγυμνωμένοι·
p.214ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ
»κι ἀφότου ἤλθετε ἐδῶ στοῦ βασιλέως τὸν τόπον,
»ἐκ τῆς εὐχῆς τοῦ βασιλέως κι ἀπὸ τῆς ἀφεντίας του
»κι ἀπὸ τὰ κούρση τὰ πολλά, τὰ ἐποίκαμεν στοὺς Φράγκους,
»ἐσεῖς γὰρ ἐπλουτύνετε κι ὁ βασιλέας τί ἔχει;
5115»εἰπέτε μου τὸ διάφορον κ’ ἐπάρετε τὴν ρόγαν,
»εἴτε ποτὲ σας ἀπ’ ἐμοῦ ρόγαν οὐ μὴ σᾶς δώσω».
[fr§349]Οἱ Τοῦρκοι γὰρ ὡς τὸ ἤκουσαν, στριγγὴν φωνὴν ἐβάλαν·
«Τί ἔν’ τὸ μᾶς λέγεις, δέσποτα, τί μᾶς κατονειδίζεις;
»’ς ποῖον πόλεμον μᾶς ἔβαλες κι οὐδὲν ἐποιήσαμε ἔργον;
5120»εἰς τὴν Πρινίτσα ὑπήγαμεν, ἐκεῖ ὅπου ἦλθαν οἱ Φράγκοι,
»κι οὐδὲν μᾶς ἄφηκες ἐμᾶς νὰ ἔχωμεν πολεμήσει,
»ἀλλὰ ἔβαλες τοὺς ἄρχοντες ὅπου ἔχεις, τοὺς Ρωμαίους,
»τοὺς Φράγκους ἐπολέμησαν κ’ ἐδῶκαν κονταρέας·
»ἰδὲς τὸ τί ἐδιαφόρησαν καὶ τί τιμὴν σὲ ἐποῖκαν.
5125»Ποῖον ἀκούσετε Ρωμαῖον μὲ Φράγκον πολεμήσει,
»μὲ τὸ κοντάρι ἢ μὲ σπαθὶ νὰ τὸν ἔχῃ νικήσει;
»Οἱ πάντες ὅλοι ἐξεύρουν το, ὡς ἔνι γὰρ κ’ ἡ ἀλήθεια·
»εἰς τὸ κοντάρι κ’ εἰς σπαθὶ οἱ Φράγκοι εἶναι στρατιῶτες.
»Ὅμως ἡμεῖς διὰ τοὺς Ρωμαίους ἐτράπημαν ἐτότε,
5130»κ’ ἐφύγαμε ἐκ τὸν πόλεμον ἄνευ φταισίματός μας·
»διὰ συντροφίαν τὸ ἐποιήσαμεν, τίποτε οὐδὲν τὸ φταίομεν.
»Καὶ πάλε μᾶς ἐδιάβασες ἐκεῖ στὴν Ἀνδραβίδα·
»τὸν πρίγκιπα ἐφοβέριζες διὰ νὰ τὸν ἐξαλείψῃς,
»κι ἀφότου ἐδιάβημαν ἐκεῖ κ’ ἦλθαν ’ς ἐμᾶς οἱ Φράγκοι
5135»ἑτοιμασμένοι εἰς πόλεμον ὅσον σύρει δοξάριν,
»διὰ σκοτωμὸν ἀνθρώπου ἑνὸς ὅπου ἐχάθη μὲ φταίσιμόν του,
»ὥρισες καὶ ἐστράφημαν κ’ ἐφύγαμε ὡς γυναῖκες.
»Πότε μᾶς ὥρισες ποσῶς νὰ ἔχωμεν πολεμήσει,
»κ’ ἐπαρατρέψαμεν ποσῶς κ’ ἐπαρακούσαμέν σου;
5140»ὅπου κρατεῖ τοῦ δούλου του τὴν ρόγαν, τὸν μιστὸν του,
p.215ΟΙ ΤΟΥΡΚΟΙ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΠΟΥΝ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΑΣ
»ἀπηλογίαν τοῦ δίδει εὐθέως νὰ ὑπάγῃ ὅπου θέλει.
»Κ’ ἡμεῖς, ἀφέντη, ἀπὸ τοῦ νῦν ἀπολογίαν μᾶς δίδεις,
»ἀφῶν τὴν ρόγαν μας κρατεῖς, ἡμεῖς σὲ προσκυνοῦμεν
»κ’ ὑπᾶμεν νὰ εὕρωμε ἀλλαχοῦ νὰ ζοῦμε ὡσὰν στρατιῶτες».
5145Εἰς τὴν κατοῦναν ἤλθασιν, εὐθέως βουλὴν ἀπῆραν·
ὠρθῶσαν τὴν κατοῦναν τους, πηδοῦν, καβαλλικεύουν.
Ἀπὸ τὸ Νίκλι ἐξέβησαν ἐπιάσαν τὴν ὁδόν τους,
(3820)εἰς τὰ ὀπίσω ἐστρέφονταν εἰς τὴν Καρύταινα ἦλθαν,
ἐκεῖσε ἐκατουνέψασιν ἐκείνην τὴν ἑσπέραν.
[fr§350]5150Κι ὡς τὸ ἔμαθε ὁ δεμέστικος κι ὡς τὸ ἐπληροφορέθη
ὅτι ἐμίσσεψαν ἀπ’ ἐκεῖ οἱ Τοῦρκοι κ’ ὑπαγαίνουν,
ὅπου ἦσαν οἱ καλλιώτεροι ὅλου του τοῦ φουσσάτου
κ’ ὑπήγαιναν στὸν πρίγκιπα ὅπου ἦτον γὰρ ἐχτρός του,
μεγάλως τὸ ἐβλαστήμησεν, ἠθέλησεν νὰ ἀπέλθῃ
5155ἀτός του ἐξοπίσω τους διὰ νὰ τοὺς ἔχῃ στρέψει.
Οἱ δὲ οἱ φρονιμώτεροι, ὅπου ἦσαν μετ’ ἐκεῖνον,
τὸν εἶπαν κ’ ἐσυμβούλεψαν, οὐδὲν ἦτον τιμή του
νὰ ὑπάγῃ ἐξοπίσω τῶν Τουρκῶν αὐτάδελφος βασιλέως,
διατὸ εἶναι οἱ Τοῦρκοι εἰς θυμὸν μεγάλως χολιασμένοι,
5160«κι ἂν τύχῃ νὰ ἐπιμεληθοῦν καὶ νὰ σὲ πολεμήσουν,
»πολλάκις κι εἰς τὸν πόλεμον νὰ σὲ ἔχουν νικήσει
»κ’ ἤθελεν εἶσται ἄπρεπον πρᾶγμα κατηγορίας·
»ἀλλὰ ἂς διορθώσῃς ἄρχοντας ἀνθρώπους γὰρ φρονίμους
»νὰ ἀπελθοῦν νὰ τοὺς σώσουσιν, νὰ τοὺς καλολογήσουν,
5165»νὰ τοὺς εἰποῦν κ’ ὑποσχεθῇς νὰ τοὺς ἔχῃς πληρώσει
»τὴν ρόγαν καὶ φιλοτιμίαν ὅσην χρεωστεῖ νὰ ἔχουν».
[fr§351]Δύο ἄρχοντες ἐδιόρθωσεν, ὅπου ἦσαν ἐκ τὴν Πόλιν,
(3840)καὶ συντροφίαν τοὺς ἔδωκεν κ’ ἐδιάβησαν ἐνταῦτα.
Εἰς τὴν Καρύταινα ἔσωσαν ἐκείνην τὴν ἑσπέραν·
p.216ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ
5170τοὺς Τούρκους ηὕρηκαν ἐκεῖ ποῦ ἦσαν κατουνεμένοι.
Εἰς τὸν Μελὶκ ἐδιάβησαν ὅπου ἦτον κεφαλή τους,
ἐπέζεψαν κ’ ἐδιάβησαν στὴν τέντα του ὁλόρθα.
[fr§352]Χαιρετισμὸν τοῦ εἴπασιν ἐκ μέρους τοῦ δεμεστίκου
τοῦ βασιλέως τὸν ἀδελφὸν κι ἀπὸ τὸ ἀρχοντολόγι·
5175πολλὰ θαυμάζονται οἱ ἄρχοντες τοῦτο πῶς ἐγινέτον
«κι ἀνηχωρήσετε ἀπὸ ἐμᾶς διὰ λόγια γὰρ καὶ μόνον
»κι ἀφίνετε τὸν ὅρκον σας καὶ τὴν δουλότητά σας,
»ὅπου ἔχετε εἰς τὸν βασιλέα κ’ ἤλθετε διὰ ἐκεῖνον.
»Στραφᾶτε ὀπίσω, οἱ ἄρχοντες, στὸν ὅρκον σας ἀπάνω,
5180»νὰ πληρωθῆτε παρευτὺς τὴν ρόγαν σας ἀκέραιαν».
[fr§353]Ἐνταῦτα τοὺς ἀπεκρίθηκεν ἀτός του ὁ Μελίκης
ὡσαύτως καὶ οἱ πρότεροι τοῦ τούρκικου φουσσάτου
καὶ εἶπαν κι ἀπεκρίθησαν ἐτέτοιους γὰρ τοὺς λόγους·
«Οὐ πρέπει αὐταδέλφου βασιλέως νὰ ἐβγαίνῃ ἀπὸ τὸν λόγον
5185»ὅπου εἰπῇ κ’ ἐπισχεθῇ ἀνθρώπου γεννημένου.
»Ἐν τούτῳ λέγομεν ἡμεῖς, ἄρχοντες καὶ συντρόφοι,
»ὁ Μέγας ὁ Δεμέστικος ἀτός του γὰρ μᾶς εἶπεν
(3860)»κι ἀφίρωσε τὸν λόγον του ποτὲ μὴ μᾶς πληρώσῃ.
»Στραφᾶτε, εἰπέτε του ἀπὸ ἐμᾶς ποτὲ νὰ μὴ στραφοῦμε
5190»οὔτε νὰ τὸν δουλέψωμεν ἡμέραν τῆς ζωῆς του,
»διατὶ ποτέ του οὐκ ηὕραμεν καμμίαν ἀλήθεια εἰς αὖτον.
»Τοὺς Φράγκους γὰρ ἠκούσαμεν ὅτι κρατοῦν ἀλήθειαν,
»κ’ ὑπᾶμε νὰ τοὺς εὕρωμεν, νὰ ζήσωμεν μετ’ αὔτους».
[fr§354]Οἱ ἄρχοντες ἠθέλασιν ὀπίσω νὰ στραφοῦσιν·
5195κι ὁκάποιος Τοῦρκος φίλος τους εἶπε, ἐσυμβούλεψέ τους
νὰ μείνουν ἐκεῖσε μὲ αὐτοὺς ἐκείνην τὴν ἑσπέραν,
κι ἂ λάχῃ νὰ μετανοήσουσιν οἱ Τοῦρκοι νὰ στραφοῦσιν.
    Οἱ Τοῦρκοι γὰρ ὡς εἴχασιν ἐπιθυμίαν μεγάλην
νὰ ἀπέλθουν εἰς τὸν πρίγκιπα, νὰ τὸν ἔχουν δουλέψει,
p.217ΟΙ ΤΟΥΡΚΟΙ ΑΠΟΣΚΙΡΤΟΥΝ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΦΡΑΓΚΟΥΣ
5200ἀπὸ ταχέα γὰρ τὸ πρωὶ ἐδῶκαν τὰ σαλπίγγια,
τὰ τούρκικα τὰ βούκκινα, ὅπου εἶχαν μέγα πλῆθος,
σηκώνουν τὲς κατοῦνες τους, ἐβάλθησαν στὸν δρόμον
ὁλόρθα στὸ παραπόταμον τοῦ ποταμοῦ τοῦ Ἀλφέως.
[fr§355]Στὸ Περιγάρδη ἤλθασιν ἐκεῖ πρὸς τὸ Βλυζήρη.
5205Ἀφότου γὰρ ἐσώσασιν ἐκεῖσε εἰς τὰ Σέρβια.
[fr§356]Κράζει ὁ Μελὶκ δύο Τούρκους του τοὺς φρονιμώτερούς του,
ὅπου ἔξευραν τὴν λογικὴν γλῶσσαν γὰρ τῶν Ρωμαίων,
(3880)κ’ ἔδωκε αὐτῶν καὶ συντροφίαν ἄλλους δώδεκα Τούρκους.
Στὸν πρίγκιπα τοὺς ἔστειλεν ἐκεῖ στὴν Ἀνδραβίδα
5210νὰ τὸν εἰποῦν διὰ τί ἀφορμὴν ἀπέρχονται πρὸς αὖτον.
Κι ὅταν ἐσώσασιν ἐκεῖ στὸν πρίγκιπα Γυλιάμον,
ἐκεῖνος τοὺς ἐδέξατο μετὰ τιμῆς μεγάλης.
[fr§357]Ἐνταῦτα τοῦ ἀφηγήθησαν διὰ τί τρόπον ἀφῆκαν
τὸν ἀδελφὸν τοῦ βασιλέως καὶ ἔρχονται πρὸς αὖτον
5215διὰ τὴν καλήν του ἀφεντίαν, τὸ ἔπαινος ὅπου εἶχεν·
στὴν μάχην ὅπου ἐμάχετον μετὰ τὸν βασιλέαν
νὰ τοῦ βοηθήσουν ὡς ἠμποροῦν κατὰ τὴν δύναμίν τους,
διατὶ ἔχουν εἴδησιν καλὴν κ’ ἐξεύρουν μὲ ἀλήθειαν
ὅτι μὲ τρόπον ἀδικίας τὸν μάχεται ὁ βασιλέας,
5220καὶ πρέπει πᾶσα ἄνθρωπος ὅπου ἄρματα βαστάζει,
μὲ τὴν ἀλήθειαν τοῦ Θεοῦ νὰ μάχεται τὸν ἐχτρόν του.
«Λοιπόν, ἀφέντη πρίγκιπα, ἂν χρήζῃς τὴν δουλείαν μας,
»ἡμεῖς νὰ σὲ δουλέψωμεν χρόνον ἕναν σωζᾶτον.
p.218ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ
»Εἴ τε κι οὐ χρήζεις μας ποσῶς κι οὐδὲν σοῦ κάμνει χρεία,
5225»ὡς πρίγκιπας κι ἀφέντης μας, δέομεν, παρακαλοῦμεν,
»νὰ ὁρίσῃς νὰ μᾶς δώσουσιν στράταν διὰ νὰ ὑπᾶμεν
»εἰς τόπον ποῦ νὰ ἔχωμεν πέραμα νὰ διαβοῦμε
(3990)»στὸν τὸπον τῆς Ἀνατολῆς, νὰ ὑπᾶμεν στὰ ἐδικά μας».
    Κι ὁ πρίγκιπας ὡς φρόνιμος καὶ καλοπαιδεμένος
5230κράζει τὸν μισὶρ Ἀσελὴν, ντὲ Τοὺθ εἶχεν τὸ ἐπίκλην -
τοῦ Καίσαρη ἦτον ἀδελφός, μισὶρ Φίλιππος ἄκω,
στὴν φυλακὴν εὑρίσκετον ἐτότε εἰς τὴν Πόλιν -
διατὸ ἦτο ὁ μισὶρ Ἀνσελὲτ ἄνθρωπος παιδεμένος,
τὲς τάξες ἔξευρε ἀκριβῶς, τὴν γλῶσσαν τῶν Ρωμαίων,
5235τὸν ὥρισεν τοῦ νὰ ἀπελθῇ ’ς ἀπάντησιν τῶν Τούρκων.
Ἀπῆρεν γὰρ καβαλλαρίους μετ’ αὖτον καὶ σιργέντες
εἰς ἀριθμὸν τριακοσίων κ’ ἐδιάβη στὸ Βλυζήρη.
[fr§358]Ἐκεῖ ηὗρε γὰρ τοὺς ἄρχοντες τοῦ τούρκικου φουσσάτου.
Χαρὰν μεγάλην ἔποικεν ἐκεῖνος ὁ Μελίκης·
5240«Πολλὰ ἐπεθύμουν νὰ σὲ ἰδῶ, κύρης μου κι ἀδελφέ μου,
»διατὸ εἶσαι ἀπὸ τὴν Ρωμανίαν ἄνθρωπος παιδεμένος
»κ’ ἐξεύρεις ἐκ τὰ τούρκικα νὰ μᾶς τὰ συντυχαίνῃς».
Κι ἀπαύτου ἄρχισε νὰ λαλῇ καὶ νὰ τοῦ ἀφηγᾶται
τὸν τρόπον καὶ τὴν ἀφορμὴν τὸ πῶς ἦλθεν ἐνταῦτα.
p.219ΟΙ ΤΟΥΡΚΟΙ ΑΠΟΣΚΙΡΤΟΥΝ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΦΡΑΓΚΟΥΣ
5245Κ’ ἐκεῖνος τοῦ ἀπεκρίθηκεν μετ’ εὐσπλαγχνίας μεγάλης·
«Καλῶς ἦλθες, ὁ φίλος μου, καλῶς ὁ ἀδελφός μου,
»πολλὰ ἐπεθύμουν νὰ σὲ ἰδῶ ἐδῶ στὴν συντροφίαν μου».
[fr§359]Κι ἀφότου ἐκαταχάρησαν ἐκεῖσε εἰς τὸ Βλυζῆρι,
(3920)στὴν Ἀνδραβίδα ἐδιάβησαν ἐκείνην τὴν ἑσπέραν.
5250    Ὁ πρίγκιπας ἐξέβηκεν στὴν ἀπαντὴν τῶν Τούρκων,
ὅλοι μετ’ αὖτον ἑνομοῦ οἱ καβαλλάροι του ὅλοι·
στὸν ποταμὸν τὸν Ἠλειακὸν ἐκεῖ συναπαντᾶται.
Οἱ Τοῦρκοι γὰρ ἐπέζεψαν, ὡς τὸ ἔχουσιν συνήθειαν,
τὸν πρίγκιπα ἐπροσκύνησαν μικροί τε καὶ μεγάλοι,
5255ἄνευ ὁ Μελὶκ κι ὁ Σαλὶκ ὅπου ἦσαν οἱ προεστοί τους,
τοὺς ὅποιους γὰρ ἐκράτησεν μισὶρ Ἀνσελὴς ἐκεῖνος
κι οὐδὲν γὰρ ἀπεζέψασιν ὡσὰν οἱ ἄλλοι Τοῦρκοι.
Τιμητικὰ τοὺς χαιρετᾷ ὁ πρίγκιπας ἀτός του.
[fr§360]Ἀπὸ τὰς χεῖρας τοὺς κρατεῖ κ’ ἐβάλθησαν νὰ ὁδεύουν.
5260Οἱ Τοῦρκοι οὐδὲν ἀνάμειναν ἕως οὗ νὰ κατουνέψουν,
ἀλλὰ καβαλλικεύοντα ἀρχάσαν συντυχαίνει
καὶ λέγειν πρὸς τὸν πρίγκιπα τὴν παραπόνεσίν τους,
τὸν τρόπον καὶ τὴν ἀφορμὴν τὸ πῶς ἦλθαν ἐκεῖσε,
τὸ πῶς γὰρ τοὺς ἐκράτησεν Δεμέστικος ὁ Μέγας
5265τὴν ρόγαν καὶ οἰκονομίαν, ὅπου εἶχεν ἐξεδουλέψει,
κ’ ἐκεῖνοι οὐδὲν τοῦ ἐποίκασιν τίποτε πονηρίαν,
οὔτε ἀνυπολήπτησαν τὸν βασιλέαν κἀνόλως·
«Ἀπολογίαν ἐπήραμεν ἀπ’ αὖτον ὡς στρατιῶτες·
(3940)»ἡμέραν γὰρ καὶ φανερὰ ἐξέβημαν ἀπ’ αὖτον
5270»κ’ ἤλθαμε ἐδῶ, ἀφέντη μας, νὰ σὲ ἔχωμε δουλέψει
»μὲ τ’ ἄρματα, ἀληθινά, ὡς τὸ ἔχουν οἱ στρατιῶτες.
p.220ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ
P»καὶ ὅταν σὲ δουλέψωμεν εἰς θέλημα ἐδικόν σου,Δυσανάγνωστος H 5272-5280, αντικαθίσταται.
»δι’ ἀνταμοιβὴν κ’ εὐεργεσίαν ἐτοῦτο σὲ ζητοῦμεν,
»νὰ ἔχωμεν τὴν ἄδειαν νὰ ὑπᾶμεν τὴν ὁδόν μας.
5275»Ἡμεῖς, ἀλήθεια, ἀφέντη μου, οὐκ ἤλθαμεν ἐνταῦτα
»διὰ νὰ σκολάσωμεν ποσῶς, νὰ χάνεται ὁ καιρός μας.
»Σήμερα, ἀφέντη, ὄρθωσε ὅλα σου τὰ φουσσᾶτα,
»καὶ τὸ πρωῒ ἂς κινήσωμεν νὰ ὑπᾶμεν στοὺς Ρωμαίους,
»στοῦ βασιλέως τὸν ἀδελφὸν τὸν ἄπιστον ἐκεῖνον·
5280»ποτὲ ἀλήθειαν εἰς αὐτὸν τὸν οὐκ ηὕραμεν οὐδόλως·
H»μὲ λόγια μᾶς ἐδιάβαζεν, τὴν ρόγαν μας ἀπῆρεν.
»Ἐτοῦτο, ἀφέντη, θέλομεν κ’ ἐτοῦτο σὲ ζητοῦμεν·
»ἔλα μετ’ ἔμας ἕως ἐκεῖ καὶ στέκε σίγερόν σου,
»κ’ ἡμεῖς νὰ πολεμήσωμεν τὸ γένος τῶν Ρωμαίων».
5285Ἀκούσων ταῦτα ὁ πρίγκιπας ἐχάρηκεν μεγάλως,
ὡσαύτως κ’ οἱ φλαμουριαροὶ κι ὅλοι του οἱ καβαλλάροι.
[fr§361]Κράζει τὸν μισὶρ Ἀνσελὴν τὸν πρωτοσύμβουλόν του,
παρακαλεῖ κι ὁρίζει τον νὰ ὀρθώσῃ τὰ φουσσᾶτα
(3960)διὰ νὰ κινήσουν τὸ πρωῒ νὰ πιάσουν τὴν ὁδόν τους·
5290ὀλόρθα νὰ ὑπαγαίνουσι, ἐκεῖ ὅπου εἶναι οἱ Ρωμαῖοι,
ὁ Μέγας ὁ Δεμέστικος, στὴν Λακκοδαιμονίαν.
Ὡς τὸ ὥρισεν ὁ πρίγκιπας, οὕτως γὰρ ἐγενέτον,
καὶ τὸ πρωῒ ἐκίνησαν ἀπὸ τὴν Ἀνδραβίδα.
Οἱ Τοῦρκοι ἐπληροφόρησαν τὸν πρίγκιπα ἀλήθειον
5295τὸ πῶς ἐμάθασιν αὐτοὶ εἰς τὴν μαντείαν ποῦ ἐξεῦραν,
ὅτι εἰς τὸν πρῶτον πόλεμον ποῦ ἠθέλαν πολεμήσει
μὲ τὸν Μέγαν Δομέστικον, τὸν ἠθέλαν κερδίσει.
Λοιπόν, ὡσὰν ἐξέβησαν ἀπὸ τὴν Ἀνδραβίδα,
οἱ Τοῦρκοι ὑπαγαίνασιν πάντα εἰς τὴν ἐμπροστέλαν·
5300προβόδους εἶχαν τοπικοὺς ὅπου τοὺς ὡδηγεῦγαν,
καὶ τόσον ὡδηγέψασιν μετὰ ἡμερῶν τεσσάρων,
p.221ΟΙ ΤΟΥΡΚΟΙ ΑΠΟΣΚΙΡΤΟΥΝ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΦΡΑΓΚΟΥΣ
στὴν Κοπρονίτσαν ἔσωσαν πλησίον τῆς Ἀρκαδίας·
οἱ Τοῦρκοι γὰρ ἀπέσωσαν κ’ ἐπιάσασιν κατοῦνες,
ὅπου τὸ λέγουσιν Μουντράν, ἔχει πανώραιαν βρύσιν.
[fr§362]5305Κι ἀφότου ἐκατουνέψασιν ἐπιάσαν τὲς μαντειές τους,
κ’ ηὗραν, ὡς τὸ ἐφανέρωσαν κ’ ἦτον γὰρ καὶ ἡ ἀλήθεια,
ὅτι τὸ αὔριον σάββατον ἠθέλαν πολεμήσει
ἐκεῖ πλησίον εἰς τὰ βουνὰ ὅπου ἐβλέπουν ἀπέκει.
(3980)Κράζουν τοὺς Φράγκους, ποὺ εἴχασιν διὰ πρόβεδους μετ’ αὔτους,
5310καὶ λέγουσί τους· «Ἄρχοντες, ἄμετέ μας ἐκεῖσε
»ὅπου ἔνι γὰρ ὁ πρίγκιπας, χρήζομεν τοῦ συντύχει
»διὰ ὄφελές του καὶ τιμὴν ὅπου τοῦ μέλλει νὰ ἔχῃ».
Κι ὡς τὸ ἤκουσαν οἱ πρόβεδοι, πηδοῦν καβαλλικεύουν,
ἀπήρασιν τοὺς ἄρχοντας τοῦ τούρκικου φουσσάτου,
5315τὸν Μελὶκ καὶ τὸν Σαλὶκ καὶ ἄλλους δεκαπέντε
κ’ ἐδιάβησαν στὸν πρίγκιπα ἐκεῖ στὴν Κοπρινίτσα.
Τὸ ἰδεῖ τους γὰρ ὁ πρίγκιπας ἐπροσηκώθηκέν τους·
«Καλῶς ἦλθαν οἱ Τοῦρκοι μου, καλῶς οἱ ἀδελφοί μου».
Κ’ ἐκεῖνοι γὰρ τὸν προσκυνοῦν καὶ λέγουν πρὸς ἐκεῖνον·
5320«Γίνωσκε, ἀφέντη βασιλέα, κράτει το ἀπ’ ἐμέναν
Pαὔριον, σάββατο πρωῒ θέλομεν πολεμήσει.Λείπει φύλλο από τον H, στίχοι 5321-5354.
p.222ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ
Εἰς τοῦτο ἤλθαμεν ἐδῶ διὰ νὰ σὲ τὸ εἰποῦμεν».
Εἰς τοῦτο ἀπεχαιρέτησαν, ἐστράφησαν ὀπίσω.
    Ὁ πρίγκιπας, ὡς τὸ ἤκουσεν, λαλεῖ τοὺς κεφαλᾶδες.
5325ὅλων βουλὴν ἐζήτησεν πῶς θέλουσιν ποιήσει.
[fr§364]Ἐν τούτῳ ὁ μισὲρ Ἀσελὴς ἔδωκε τὴν βουλήν του
καὶ λέγει πρὸς τὸν πρίγκιπαν· «Ἀφέντη, νὰ ἠξεύρῃς,
ἐγὼ ἔμαθα ἀπὸ ἄνθρωπον καὶ καταπατητήν μου,
(4000)ὁ ἀδελφὸς τοῦ βασιλέως, Δεμέστικος ὁ Μέγας,
5330ἦλθεν εἰς τὴν Βελίγοστην μὲ ὅλα του τὰ φουσσᾶτα,
διοῦ ἔμαθεν ἐρχόμεθα νὰ ὑπάγωμεν ἐκεῖσε
τοῦ πιάσειν τὰ διάβατα καὶ ὅλες τὲς κλεισοῦρες
ἐκεῖ εἰς τὴν ράχην τὴν ψηλήν, Μακρὺ Πλάγι τὸ λέγουν.
[fr§365]Εἰς τοῦτο θέλω, ἀφέντη μου, οἱ Τοῦρκοι ὅπου ὑπᾶσιν
5335ὀμπρὸς εἰς τὰ φουσσᾶτα μας νὰ ὑπάγουν εἰς τὴν μέσην,
μὴ τύχῃ γὰρ καὶ κροτιστοῦν καὶ στὸ φυγίον βαλθοῦσιν
καὶ χάσωμεν τὸν πόλεμον κι ὅλον τὸν λογισμόν μας.
Εἰς τοῦτο λέγω, ἀφέντη μου, ἂν ἔνι ὁρισμός σου,
τὸ πρῶτο ἀλλάγι νὰ ἔχω ἐγὼ ἀπ’ ὅλα τὰ φουσσᾶτα,
5340καὶ εἰς τὴν μέση οἱ Τοῦρκοι ἂς εἶν’ κ’ ἐσὺ στὴν ὀπιστέλαν,
ἐγὼ νὰ ὑπάγω ἔμπροστεν ἀπ’ ὅλα τὰ ἀλλάγια·
ὀλπίζω εἰς ἔλεος Χριστοῦ νὰ ποίσω τέτοιαν πρᾶξιν,
ὅπου ν’ ἀρέσῃ τοῦ Θεοῦ καὶ σὺ νὰ τὸ ἠγαπήσῃς».
[fr§366]Ὡς τὸ ἤκουσεν ὁ πρίγκιπας, μεγάλως τὸ ἀπεδέχτη·
5345«Ἀρέσει μου, σὲρ Ἀσελή, νὰ γένῃ ὡς τὸ εἶπες,
χώρισον τὰ ἀλλάγια κι ἂς εἶναι μέσο οἱ Τοῦρκοι».
[fr§363]Εἰς τοῦτο ὁ σὲρ Ἀσελὴς ἐδιέβη εἰς τοὺς Τούρκους
κ’ ἐκαλολόγησεν αὐτοὺς ὡς φρόνιμος ὅπου ἦτον·
(4020)λέγει τους· «Φίλοι, ἀδελφοί, ὁ πρίγκιπας ὁρίζει,
5350ὅτι εἶστεν ἀπόξενοι, τὸν τόπον οὐ γροικᾶτε,
τὸ πρῶτο ἀλλάγι νὰ ἔχω ἐγὼ ὀμπρὸς νὰ ὑπαγαίνω,
ἐσεῖς νὰ ἔρχεστε ἀπ’ ἐμὲν κι ὁ πρίγκιπας ἀπαύτου·
p.223Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΜΑΚΡΥΠΛΑΓΙΟΥ
καὶ ὅπου καὶ ἂν κάμῃ χρεία, ἐσεῖς νὰ βοηθῆτε».
Κ’ οἱ Τοῦρκοι, ὡς τὸ ἤκουσαν εἰς ἔπαινον τὸ ἠπῆραν.
H [fr§367]5355Ἐν τούτῳ ἐκαβαλλίκεψαν, ἐβάλθησαν κι ὁδεύουν.
Ἐκίνησε ὁ μισὶρ Ἀνσελὴς μὲ τὸ ἐδικόν του ἀλλάγι,
ἐκ τὸ Καλάμι ἀνέβηκεν κ’ ὑπάει στὸ Μακρὺ Πλάγι.
Ἐστάθην ὀλιγούτσικον καὶ λέγει τοῦ λαοῦ του·
«Ἄρχοντες, φίλοι κι ἀδελφοί, νὰ ἐξεύρετε ’ς ἀλήθειαν,
5360ὅτι ὁ ἀδελφὸς τοῦ βασιλέως μὲ τὰ φουσσᾶτα, ὅπου ἔχει,
ἐδῶ εἰς τοῦτα τὰ βουνία κ’ εἰς τοῦτες τὲς κλεισοῦρες,
ὅπου ὑπαγαίνομεν ἡμεῖς, ἐδῶ μᾶς ἀναμένει.
Διὰ τοῦτο σᾶς παρακαλῶ νὰ τὸ ἔχετε στὸν νοῦν σας,
μὴ ἐλθοῦν ἀφνίδια ἀπάνω μας, τίποτε κροτιστῆτε,
5365ἀλλὰ ὡς ἄνθρωποι φρόνιμοι ὅπου εἶστε καὶ στρατιῶτες,
στερέα σταθῆτε εἰς πόλεμον ὡς ἄνθρωποι ἀντρειωμένοι,
νὰ ἐπάρετε τὸ ἔπαινος ἀπ’ ὅλον τὸ φουσσᾶτο·
ἐπεὶ -ὁ Θεὸς μὴ τὸ ἔποικεν- ἐὰν μᾶς παρατρέψουν,
(4040)ἐχάναμεν τὸν πόλεμον κι ὅλον τὸ πριγκιπᾶτον».
[fr§368]5370Κ’ ἐκεῖνοι γάρ, ὡς τὸ ἤκουσαν, ὑπόσχεσιν τοῦ ἐποῖκαν
τοῦ ν’ ἀποθάνουν ἑνομοῦ διὰ τὴν τιμὴν του ὅλοι.
p.224ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ
Ἐδῶκαν τὰ σαλπίγγια τους κι ἀρχίσαν ν’ ἀνεβαίνουν
τὸ ἀνήφορον Μακρυπλαγίου κ’ ἦλθαν στὸν Φονεμένον.
[fr§369]Κι ὡς ἐπροσκύψαν κ’ ἔσωσαν ἀπάνω εἰς τὴν ράχην,
5375ἐπήδησαν τὰ ἐγκρύμματα ἐκεῖνα τῶν Ρωμαίων,
μὲ ταραχὴν καὶ προθυμίαν ἐδράμαν γὰρ εἰς αὖτα·
διατὶ ἦσαν ἐκεῖνοι πλειότεροι, ἐσπάραξαν τοὺς Φράγκους,
ἕναν δοξόβολον καλὸν τοῦ κατηφόρου ἀπῆλθαν,
Pἐσφάζαν καὶ ἐδιώχναν τους τὸ ἀλλάγι τῶν Ρωμαίων.
H [fr§370]5380Φωνὴν μεγάλην ἔσυρεν μισὶρ Ἀνσελὴς ἐκεῖνος·
«Παιδία, συντρόφοι, ἐπάνω τους· μηδὲν τοὺς ἐντραποῦμεν».
Κ’ οἱ Φράγκοι ἐμεταστάθησαν, στρέφονται εἰς τοὺς Ρωμαίους,
μὲ τὰ κοντάρια καὶ σπαθία ἐδράμασιν εἰς αὔτους·
στὴν ράχην τοὺς ἀνέβασαν ἐκεῖ εἰς τὴν Φονεμένην.
Κι ἀπὸ τῆς τόσης ταραχῆς, τὸ ἐκάμναν οἱ Ρωμαῖοι,
ἀκούσασιν τὸν θόρυβον τὰ ἄλλα τους ἀλλάγια
κ’ ἔδραμεν κι ἄλλη σύνταξις κ’ ἦλθεν νὰ τοὺς βοηθήσῃ.
Κι ἀπὸ τοῦ πλήθους τῶν Ρωμαίων ὅπου ἔδραμαν στοὺς Φράγκους,
p.225Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΜΑΚΡΥΠΛΑΓΙΟΥ
(4060)δεύτερον τοὺς ἐκρότησαν, τοῦ κατηφόρου ἐστρέψαν,
P5390ἕνα δοξόβολον καλόν, μὲ ἀλήθειαν σὲ τὸ λέγω,
καὶ οὕτως τοὺς ἐσύντριβαν ὡς φάλκονες κουροῦνες.
HἘνταῦτα ὁ μισὶρ Ἀνσελὴς ἐστρίγγιζεν μεγάλως
καὶ λέγει τῶν συντρόφων του· «Ἄρχοντες, τί ἔνι ἐτοῦτο;
»οὐδὲν ἐντρέπεστε ποσῶς νὰ παίζωμε ὡς κοπέλια;
5395»ὡσὰν παιγνίδιν παίζομεν, τὸ λέγουσιν ἀμπάρες·
»σήμερον ἂς ἀποθάνωμεν παρὰ νὰ ἐντραποῦμεν·
»ὅλοι μετ’ ἔμου δράμετε ἀπάνω εἰς τοὺς ἐχτρούς μας».
Ἐν τούτῳ οἱ Φράγκοι ἐντράπησαν ἀπὸ ἐκεινοὺς τοὺς λόγους
κι ὅλοι ὁμοῦ ἐπροθύμησαν, εἰς τοὺς Ρωμαίους ἐδράμαν·
5400μὲ τὰ σπαθία τους ἄρχισαν κ’ ἐκατεκόβανέ τους.
Κ’ ἰδὼν ἐτοῦτο οἱ Ρωμαῖοι ἐτέθησαν εἰς κρότος,
φεύγοντα γὰρ ἀνέβησαν μέχρι εἰς τὴν ράχη ἀπάνω.
[fr§372]Κ’ οἱ Τοῦρκοι ὅπου ἔρχονταν στὸ δεύτερον ἀλλάγι,
ὡς ἤκουσαν τὸν θόρυβον ποὺ ἐκάμναν οἱ Ρωμαῖοι,
5405σπουδαίως τὸν ἀνήφορον ἔδραμαν κ’ ἐσώσασιν ἐκεῖσε·
κι ὡς ηὕρασιν ὅτι οἱ Ρωμαῖοι ἀπήρασιν τὸ κρότος,
ἐβάλθησαν μὲ προθυμίαν κ’ ἐσφάξαν, ἐδιώχνανέ τους.
Κι ὡς ἤκουσαν τὸν θόρυβον, τὸ κρότος τοῦ φουσσάτου.
(4080) [fr§371]Τὰ ἕτερα ἀλλάγια τῶν Ρωμαίων ὅπου ἦσαν χωσιασμένα,
5410ὅλα εἰς φυγίον ἐβάλθησαν, ἐφεῦγαν ὅπου ἐφτάσαν.
[fr§373]Κ’ ἐτότε ὁ μισὶρ Ἀνσελὴς κράζει τοὺς ἐδικούς του·
Pἐπεὶ εἶχεν ἕναν ἀδελφόν, Καίσαρην τὸν ἐλέγαν,
στὴν Πόλιν τὸν ἐβάσταξαν στὴν φυλακὴν ἀπέσω -
καὶ λέγει· «Τί ἔναι ἡ ἁμαρτία ποῦ γένεται εἰς ἐμένα,
H5415»νὰ μὴ πιαστῇ ἀπ’ τοὺς ἄρχοντες, ἀπὸ τοὺς κεφαλᾶδες
»ἕνας ἢ δύο διὰ ν’ ἀλλαχτῇ ὁ ἀφέντης ὁ ἀδελφός μου,
p.226ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ
»ὁ Καίσαρης τῆς Ρωμανίας, ὅπου κρατοῦν στὴν Πόλιν
»ἀπέσω εἰς τὴν φυλακήν, εἰς τὰ παλαιὰ παλάτια;»
[fr§374]Ἐνταῦτα ὡς τὸ ἤκουσεν ὁκάποιος του σιργέντης,
5420Περὴν Κουμάϊν τὸν ἔλεγαν, οὕτως τὸν ὠνομάζαν·
«Τί νὰ ἔχω, ἀφέντη, ἀπὸ ἐσὲν νὰ σοῦ τοὺς ἔχω δείξει;»
καὶ λέγει του ὁ μισὶρ Ἀνσελής· «Ὅσον κελεύεις νὰ ἔχῃς
»ἄνευ τὸ σῶμα μου κι αὐτὸ καὶ πρᾶγμα τῆς τιμῆς μου».
    Τὸ ἀκούσει τὴν ὑπόθεσιν ἐκεῖνος ὁ σιργέντης,
5425τὸ τοῦ εἶπεν κ’ ὑπησχήθη του μισὶρ Ἀνσελὴς ἐκεῖνος.
[fr§375]Λέγει του· «Ἔλθεμε τὰ μὲ καὶ νὰ σὲ δείξω ποῦ εἶναι.»
Ἐπῆρε τὸν κ’ ἐδιέβησαν ἀπάνω εἰς ἕνα σπήλαιον,
ὅπου ἦτον μέσα εἰς δύο βουνία, εἰς μίαν λαγκάδα ἀπέσω
ἐκεῖ ὅπου ἔνι σήμερον, τὸ κάστρον Γαρδικίου·
5430«Θεωρεῖς, ἀφέντη, κάτω ἐκεῖ μέσα εἰς τὴν λαγκάδα
»τὸν Μέγαν τὸν Δεμέστικον καὶ τὸν Καβαλλαρίτσην,
»ἀπαύτου καὶ τὸν Μακρυνὸν ἐδῶθεν τοῦ σπηλαίου.
»Ὀχτὼ γὰρ Τοῦρκοι τοὺς κρατοῦν καὶ συντυχαίνουνέ τους,
»πολλὰ τοὺς ὀνειδίζουσιν καὶ κατακρένουνέ τους·
5435»τὴν ρόγαν τους ἐκράτησαν, ἐχτρούς τους τοὺς ἐποῖκαν».
[fr§376]Ἀφοῦ ἦλθε ὁ μισὶρ Ἀνσελὴς ἀπένω εἰς τὸ σπήλαιον,
κ’ ἐτήρησεν κ’ ἐγνώρισεν τοὺς ἄρχοντας ἐκείνους,
ἐκ τὰ ἄρματα ὅπου ἐβάσταζαν, καλὰ τοὺς ἐγνωρίζει.
Στριγγὴν φωνὴν ἐλάλησεν καὶ λέγει πρὸς τοὺς Τούρκους·
5440«Καὶ τί ἔνι αὐτὸ ποῦ κάμνετε, συντρόφοι κι ἀδελφοί μου;
»προσέχετε μὴ ποιήσετε πρᾶγμα τῆς ἀπιστίας·
»ἐδῶ γουργὸν τοὺς φέρετε μὲ φύλαξιν μεγάλην».
Οἱ Τοῦρκοι, ὡς τὸν ἐγνώρισαν ἐκ τ’ ἄρματα ποῦ ἐβάστα,
ὁ μισὶρ Ἀνσελὴς εἶπαν· ἔνι ὅπου μᾶς κράζει».

NO NOTES 2[επεξεργασία]

p.2275445ΤΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΜΑΧΗΝ ΤΟΥ ΜΑΚΡΥΠΛΑΓΙΟΥ
Εὐτὺς ἐξαρματῶσαν τους, ἐκεῖ τοὺς ἀνεβάζουν
ἔμπροστέν του τοὺς ἤφεραν κρατῶντα τους οἱ Τοῦρκοι.
[fr§377]Τὰς χεῖρας του ἐσήκωσεν καὶ τὸν Θεὸν δοξάζει,
ἐπεὶ ἐπληροφορέθηκεν κι ἀληθινὸν τὸ ἐκράτει,
τὸν ἀδελφόν του ἀπ’ αὐτοὺς θέλει ἐξαγοράσει.
5450Ὥρισεν κ’ ἐλαλήσασιν τὸ ἴδιον του σαλπίγγι,
(4120)ἐπῆραν τους κ’ ἐδιάβησαν μετὰ χαρᾶς μεγάλης·
ἐκεῖσε εἰς τὴν Βελίγοστην, τοῦ πρίγκιπος τοὺς δίδει,
μέγα κανίσκιν τοῦ ἔδωκεν, πολλὰ τὸν εὐχαρίστα.
[fr§378]Ἀφοῦ γὰρ ἐσυνάχτησαν τὸ φράγκικον φουσσᾶτο
5455ἐκεῖσε εἰς τὴν Βελίγοστην ἀγνώμιασιν ἐποῖκαν
νὰ ἰδοῦν καὶ νὰ ἐγνωρίσουσιν τὸ τί λαὸν ἐπιάσαν.
Ἐν τούτῳ ἐγνωμιάσασιν καὶ ηὗραν τὴν ἀλήθειαν·
ὅτι ἐκρατοῦσαν ζωντανοὺς ἐκεῖσε εἰς φυλακὴν τους
τὸν Μέγαν γὰρ Δεμέστικον, τὸν Μακρυνὸν ἐκεῖνον,
5460ὡσαύτως ἐκρατούσασιν καὶ τὸν Καβαλλαρίτσην·
ὁμοίως ἐκρατούσασιν ἄρχοντες, σεβαστᾶδες,
τριακόσιους γὰρ πεντήκοντα καὶ τέσσαρους ὡσαύτως,
ὠνομασμένοι ἄρχοντες ἦσαν ἐτοῦτοι ὅλοι
ηὗραν καὶ ἀρχοντόπουλα κι ἄλλον λαὸν μετ’ αὔτους,
5465ἦσαν πεντάκις χίλιοι τριάκοντα καὶ πλέον.
    Ὥρισεν γὰρ ὁ πρίγκιπας νὰ ἀναπαυτοῦν ἐκεῖσε
στὴν χώραν τῆς Βελίγοστης ὅλα του τὰ φουσσᾶτα.
Ἀφῶν γὰρ ἀναπαύτησαν ἐκείνην τὴν ἡμέραν.
[fr§379]Ἐπὶ τὴν αὔριον ἤλθασιν ὅλον τὸ ἀρχοντολόγι,
5470ὅπου ἦσαν ἀπὸ τὰ Σκορτά, ὅλοι ροβολεμένοι·
(4140)ἐλεημοσύνην τοῦ ζητοῦν συμπάθειον νὰ τοὺς ποιήσῃ.
Ἐν τούτῳ τὸν παρακαλοῦν ὅλοι του οἱ καβαλλάροι
ὅπως ποιήσῃ πρὸς αὐτοὺς συμπάθειον, ἐλεημοσύνην.
Κι ὁ πρίγκιπας, ὡς φρόνιμος, καλὸς ἀφέντης ἦτον,
5475γλυκύς, πραΰς, ἀνάδοχος, εἰς πάντας τέτοιος ἦτον,
εὐτὺς τοὺς ἐσυμπάθησε, ὥρισε νὰ τοῦ ὀμόσουν
νὰ ἀπέχουν ἐκ τὲς πονηρίες, νὰ εἶναι πιστοὶ πρὸς αὖτον.
[fr§380]Μεθαύριον γὰρ τὸ πρωὶ ὁ πρίγκιπας Γυλιάμος
p.228ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ
ὁρίζει νὰ τοῦ φέρουσι ἐμπρός του τοὺς Ρωμαίους
5480νὰ τοὺς ἰδῇ ὀφθαλμοφανῶς καὶ νὰ συντύχῃ μὲ αὔτους
τὸν ἀδελφὸν τοῦ βασιλέως κι ὅλους τοὺς κεφαλᾶδες.
Ἐνταῦτα ἠφέρασιν ὀμπρός, Δεμέστικον τὸν Μέγαν,
τοῦ βασιλέως τὸν ἀδελφόν, ὅπου πολλὰ ἐπεθύμα
νὰ τὸν ἰδῇ, ὡς ἔτυχεν νὰ ἔνι εἰς φυλακήν του.
5485Τὸ ἔλθει τὸν ἐπροσηκώθηκεν, γλυκέα τὸν ἐχαιρέτα,
ἀπὸ τὸ χέρι τὸν κρατεῖ, σιμά του τὸν καθίζει.
Μετὰ ταῦτα ἐκάθισαν ὁμοίως κ’ οἱ κεφαλᾶδες ὅλοι
κ’ ἐνταῦτα ἄρχισε νὰ λαλῇ, τοῦ Δεμεστίκου λέγει·
τὸ πῶς ἦτον ὀμόσοντα μετὰ τὸν βασιλέαν
5490νὰ στήκουν πάντοτε ἑνομοῦ, ἀγάπην νὰ κρατοῦσιν,
(4160)τὴν συντεκνίαν ὅπου ἔποικαν ποτὲ νὰ μὴ τὴν σφάλουν·
κ’ ἐκεῖνος γὰρ τὸ ἔσφαλεν κ’ ἐξέβη ἀπὸ τὸν ὅρκον,
τὴν μάχην ἐπεχείρησεν κι ἀπέστειλεν φουσσᾶτα,
τὸν τόπον του ἐκατέλυσεν μὲ κούρση καὶ μὲ μάχην,
5495τὸ ὅποιον πρᾶγμα ἔσφαλε ὡς βασιλέας ὅπου ἦτον·
ἐνταῦτα ἐβλέποντα ὁ Θεός, ὁ ἐκδικητὴς τῶν πάντων,
τὴν ἀμαρτίαν ὅπου ἔποικεν καὶ τὰ φονοκοπεῖα,
ἐχόλιασεν καὶ ὠργίστη του. «Ἰδές, τὸ τί ἐγινέτον,
»τοῦ βασιλέως ἡ ἁμαρτία ’ς ἐσὲν ἐκατεστάθη.
5500»Ἰδές, κύρη μου, ἀδελφέ, πόσα φουσσᾶτα εἶχες,
»καβαλλαρίους γὰρ καὶ πεζοὺς κἄν δέκα ὀχτώ χιλιάδες
»εἰς τὴν Πρινίτσαν, ποῦ ἦλθες μὲ παρρησίαν μεγάλην,
»μὲ θάρρος γὰρ καὶ λογισμὸν νὰ ἐπάρῃς τὸν Μορέαν·
»τριακόσιοι Φράγκοι εὑρέθησαν ὅπου ἦσαν ἐδικοί μου,
5505»τὸν πόλεμον ἐκέρδισαν κ’ ἐσᾶς ἐκατεσφάξαν.
»Κ’ ἐδάρτε πάλιν, ἀδελφέ, εἰς τὸ Μακρὺν τὸ Πλάγι
»ἴδετε τὸ τί ἐπάθετε μὲ τὰ φουσσᾶτα ὅπου εἶχες.
p.2295445ΤΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΜΑΧΗΝ ΤΟΥ ΜΑΚΡΥΠΛΑΓΙΟΥ
«Ἐγὼ γὰρ οὔτε καυχοῦμαι το, οὔτε ἐπαινοῦμαι ἀτός μου,
«ἀλλὰ τὸν Θεὸν εὐχαριστῶ, τὸν δικαιοκρίτην πάντων,
5510«ἀφότου μὲ ἐξεδίκησεν, ὡς τὸ εἴδετε ἀτοί σας».
P [fr§381]Ἀφότου ἀποπλήρωσεν ὁ πρίγκιπας Γουλιάμος
(4180)τὰ ὅσα ἀφηγήθηκεν κ’ εἶπεν τοῦ Δεμεστίκου,
Hἄρχισε πάλιν νὰ λαλῇ Δεμέστικος ὁ Μέγας
καὶ λέγει πρὸς τὸν πρίγκιπα ἀπόκρισιν ἐτέτοιαν·
5515«Οὐδὲν ἔχομεν, ἀδελφέ, πρίγκιπα τοῦ Μορέως,
»ἰσοπορίαν διὰ νὰ λαλῶ ὅσον διαφέρνει εἰς τοῦτο,
»διατὶ εἶμαι γὰρ εἰς φυλακὴν κ’ ἔχεις με δεσμωμένον.
»Ὅμως, ἂν μοῦ ἤθελες εὐθέως κόψει τὴν κεφαλήν μου,
»οὐ μὴ νὰ ἀφήσω καὶ νὰ εἰπῶ κι ἀπόκρισιν νὰ δώσω
5520»μέρος ἀπὸ ὅσα ἐλάλησες, διατὶ ἔν’ κατηγορία μου.
»Οὐ πρέπει γὰρ εὐγενικοῦ ἀνθρώπου νὰ καυχᾶται,
»ὅταν τοῦ δώσῃ ἡ τύχη του εἰς πόλεμον τὸ νῖκος
»καὶ φέρῃ τον στὰς χεῖρας του, νὰ ἔχῃ εἰς ἐξουσίαν του
»ἐκεῖνον ὅπου μάχεται καὶ ἔχει τον ἐχτρόν του·
5525»τῆς μάχης τὰ ἐριζικὰ κοινὰ εἶναι εἰς τοὺς πάντας.
[fr§382]»Κ’ ἐτοῦτο ὅπου ἐλάλησες διὰ τὸν ἐμὸν ἀφέντην,
»τὸν βασιλέα γὰρ τῶν Ρωμαίων, ἄδικον μέγαν ἔχεις·
»ἐπεὶ οἱ πάντες ἐξεύρουν το, ὡς ἔνι γὰρ κ’ ἡ ἀλήθεια,
»ὅτι ὁ τόπος τοῦ Μορέως οὐδὲν ἔνι ἐδικός σου
5530μὲ δικαίαν κληρονομίαν μὲ δυναστείαν τὸν ἔχεις,
»τοῦ βασιλέως τῆς Ρωμανίας ἔνι γονικαρχία·
(4200)καὶ μὲ ἁμαρτίαν τυραννικὴν ἤλθασιν οἱ γονεῖς σου
»κ’ ἐπιάσασιν τοῦ βασιλέως τὸν τόπον καὶ κρατεῖς τον.
»Ἴδες τὸ ποῦ σὲ ἤφερεν ὁ φτόνος κ’ ἡ ἁμαρτία σου
5535»στὰς χεῖρας γὰρ τοῦ βασιλέως τοῦ ἀφέντη μου τοῦ ἁγίου·
»κι ἂν ἤθελεν, ὡς βασιλέας, εἶχεν τὴν ἐξουσίαν
»νὰ ποιήσῃ ὅσον ἤθελεν ἐτότε εἰς ἐσέναν.
»Πολλὰ ἔνι ἐλεήμονας καὶ χριστιανὸς εἰς πάντας·
»μετὰ τιμῆς σ’ ἐξήβαλεν ἀπὸ τὴν φυλακήν του,
p.230ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ
5540»μὲ συμφωνίες σὲ ἐξήβαλεν καὶ ὅρκον τοῦ ἐποῖκες,
»ποτέ σου μὲ ἄρματα μὴ ὑπάῃς ’ς αὖτον καὶ στὸν λαόν του·
»καὶ σύντεκνον σὲ ἔποικεν νὰ στερεωθῇ ἡ φιλία σας.
»Κι ἀφότου ἐξέβης ἀπ’ ἐκεῖ, ἀπὸ τὴν φυλακὴν του,
»κ’ ἦλθες ἐδῶ εἰς τὸν Μορέαν, ποτὲ οὐ καὶ ἀναπαύτης.
5545»Εὐθέως φουσσᾶτα ἐσώρεψες κι ἀτός σου ἀρματώθης,
»ἐδιάβης στὴν Λακκοδαιμονίαν διὰ νὰ φανῇς εἰς κόσμον·
»εὔκαιρην δόξαν ἔδειξες διὰ νὰ φανῇ ἡ ἀφεντία σου,
»τὸν βασιλέαν ἀπίστησες, ἐπάτησες τὸν ὅρκον,
»τὸ ἐνάντιον γὰρ τοῦ ἔποικες εἰς ὅσον τοῦ ἐπισχήθης,
5550»τὴν μάχην ἐπεχείρησες ἀφότου ἀρματώθης.
»Κατ’ αὐτοῦ ἐδιάβης κ’ ἔσφαλες ἐπάτησες τὸν ὅρκον.
(4220) [fr§383]»Κι ἂν ἐθυμάσου τὰ ἔπαθες εἰς τὴν Πελαγονίαν,
»ποτέ σου οὐ μὴ ἐκαυχήσεσουν κι ἄλλον νὰ ἐκατηγόρας.
»Ἐπεὶ τοῦ κόσμου τὰ ἐνάντια καὶ τῆς στρατείας ὁμοίως
5555»οὐδὲν ὑπάρχουσιν ὁμοῦ, οὐ πρέπει νὰ ἔχουν καῦχος.
»Ὅμως, ἂν τὸ ἤφερε ὁ καιρός, τῆς φυλακῆς μου ἡ θλίψη,
»κ’ ἐλάλησα περισσότερα, τὰ οὐκ ἔπρεπε νὰ εἴπω,
»συμπάθειο ἂς ἔχω ἀπὸ σοῦ κι ἀπὸ τοὺς κεφαλᾶδες».
[fr§384]Ὁ πρίγκιπας, ὡς φρόνιμος, οὕτως τοῦ ἀπεκρίθη·
5560«Ἐσύ, ἀδελφὲ Δεμέστικε, γινώσκω, ἀπὸ πικρία σου
»εἶπες κ’ ἐλάλησες πολλά, κ’ ἐγὼ σὲ τὰ ὑπομένω,
»ὡς ἄνθρωπος εὐγενικός, διατὸ εἶσαι εἰς φυλακήν μου.
»Εἰ δὲ καὶ ἂν ἦτον ἀλλαχοῦ, νὰ εἶχες ἐλευτερίαν,
»νὰ εἶπες, ὅτι ἀφιόρκησα στὸν ὅρκον ὅπου ἐποῖκα,
5565»ἂν ἦτο ἀτός του ὁ βασιλέας, νὰ ἐσφάγηκα μετ’ αὖτον.
»Διατὸ εἶσαι γὰρ εἰς φυλακήν, εἶσαι συμπαθημένος·
»οἱ πάντες γὰρ ἐξεύρουσιν ἐγὼ σφάλμα οὐκ ἐποῖκα.
»Ὁ βασιλέας διὰ ψέματα, ὅπου τοῦ ἀποστεῖλαν
»ἐδῶθεν οἱ ἄπιστοι Ρωμαῖοι ἐκ τὴν Μονοβασίαν,
5570»ἐπίστεψεν τὰ λόγια τους κι ἀπόστειλεν φουσσᾶτα,

NO NOTES 3[επεξεργασία]

p.231ΤΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΜΑΧΗΝ ΤΟΥ ΜΑΚΡΥΠΛΑΓΙΟΥ
»καὶ ἄρχισε νὰ μάχεται κ’ ἐποίησεν ἁμαρτίαν.
(4240)»Κι ὁ Θεὸς ὁ παντοκράτορας νὰ τοῦ ἔχῃ συμπαθήσει,
»γιατὸ ἔχω γὰρ πληροφορίαν, ἄλλοι τὸν ἀπεργῶσαν,
»κ’ ἐπίστεψε τὰ λόγια τους κ’ ἔστειλε ἐδῶ φουσσᾶτα,
5575»καὶ ἄρχασαν τὴν μάχην μας κ’ ἐγίνετον ζημία μας.»
    Ἀπαύτου γὰρ ἐσίγησαν ἀμφότερα τὰ μέρη
κ’ ἐρρίξαν τὴν κατηγορίαν εἰς τοὺς Μονοβασιῶτες.
[fr§385]Μετὰ ταῦτα ὁ πρίγκιπας ἐκείνην τὴν ἑσπέραν
μετὰ βουλῆς ἐδιόρθωσε τὲς φυλακὲς ὅπου εἶχεν,
5580τὸ ποῦ νὰ βάλῃ τὸν καθὲν πρὸς τὴν οὐσίαν ὅπου εἶχεν.
Εἰς τὸ Χλουμοῦτζι ἀπέστειλεν Δεμέστικον τὸν Μέγαν
κ’ εἰς τὴν αὐτούνην συντροφίαν καὶ τὸν Καβαλλαρίτσην·
τοὺς ἄλλους γὰρ ἀπέστειλεν στὰ ἕτερά του κάστρη.
Κι ὅσον ἀπέστειλεν αὐτούς, ὡσὰν σὲ τὸ ἀφηγοῦμαι,
5585ὥρισεν καὶ ἐκράξασιν ὅλους τοὺς κεφαλᾶδες,
ὁμοίως τοὺς φρονιμώτερους ὅλου του τοῦ φουσσάτου.
Βουλὴν ἀπῆρεν μετ’ αὐτοὺς τὸ πῶς θέλουσιν πράξει,
τὸ ποῦ νὰ ἀπέλθουν, ποῦ νὰ ὑπάουν, ποῦ νὰ καβαλλικέψουν·
οἱ μὲν ἐλέγαν νὰ ἀπελθοῦν στὸ σπίτι του ὁ καθένας,
5590νὰ ἀναπαοῦσιν κἄμ ποσῶς διατὶ ἦσαν κοπιασμένοι·
οἱ δὲ οἱ φρονιμώτεροι κι ὅπου ἦσαν πονεμένοι,
(4260)ἰσιάστησαν τοῦ νὰ ἀπελθοῦν στὴν Λακοδαιμονίαν,
διατὸ ἦτον χώρα εὔκολη διὰ ἀνάπαψιν φουσσάτου,
καὶ εἴχασιν τὰ πράγματα πλήθη διὰ τὴν ζωήν τους,
P5595ὅπως καὶ νὰ διακρατοῦν τοῦ Μιζηθρᾶ τὸ σέντζιο.Λείπει φύλλο από τον H, στίχοι 5595-5635.
Κι ἂν τύχῃ νὰ εὕρουσιν ὁδὸν νὰ πιάσουσιν τὸ κάστρον,
p.232ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ
ἀπ’ ὅσο ἠμπορέσουσι τὸν τόπον νὰ κερδέσουν.
[fr§386]Εὐτὺς τὸν μισὲρ Ἀσελὴ ὁ πρίγκιπας ἐλάλει,
ὁποὖτον πρῶτος ἀρχηγὸς εἰς ὅλα τὰ φουσσᾶτα·
5600τὸν μισὲρ Τζὰν ντὲ Καταβᾶ τὸν πρωτοστράτοράν του
ὁρίζει αὐτοὶ νὰ ὀρθώσουσιν, νὰ ἐξέβουν τὰ φουσσᾶτα
νὰ πᾶν στὴν Λακιδαιμονίαν καθὼς τὸ ἐσυμβουλέψαν.
    Κι αὐτοί, ὡς προθυμότατοι, ὠρθῶσαν, ἐκινῆσαν·
ἐπὶ τὴν αὔριον τὸ πρωὶ ἐσώσασιν ἐκεῖσε.
[fr§387]5605Κι ἀφῶν γὰρ ἀποσώσασιν, τάδε μαντᾶτα ηὗραν·
Ρωμαῖοι γὰρ οἱ πλεώτεροι τῆς χώρας γὰρ ἐκείνης
ἐδιέβησαν συφαμελοὶ στοῦ Μεζιθρᾶ τὸ κάστρον.
Κι ἀφῶν ηὗρε ὁ πρίγκιπας εὔκαιρην δὲ τὴν χώραν
ἀπὸ τοῦ κάστρου τὸν λαόν, τοὺς τοπικοὺς ἐκείνους,
5610μεγάλως τὸ ἐβαρέθηκεν, πολὺ κακὸν τοῦ ἐφάνη.
Εὐθέως ἐδιόρθωσεν, τὰ σπίτια τους ἐδῶκεν,
(4280)ἂλλων τινῶν ποῦ ἔβαλεν νὰ μένουσιν ἀπέσω,
ποῦ ἦσαν Φράγκοι τοπικοί, ἄνθρωποι τῆς ἀλήθειας,
ὅπου εἶχε θάρρος εἰς αὐτοὺς πλέο παροῦ ’ς ἐκείνους.
5615Ἀπαύτου ὁρίζει τὸν λαὸν νὰ τρέχουν νὰ κουρσεύουν
τὲς χῶρες, τὰ περίχωρα ποὖσαν ροβελεμένα.
Τὴν χώραν ἐσωτάρχισεν τῆς Λακεδομανίας·
λαὸν ἔθεκεν εἰς αὐτήν, ὁρίζει νὰ τὴν χτίζουν
καὶ νὰ τὴν δυναμώνουσιν ἐξ ὅ,τι κάμνει χρεία.
[fr§388]5620Ἐδράμαν τὰ φουσσᾶτα του τὰ Βάτικα, τὸ Ἕλος,
καὶ μέχρι ὣς στὴν Μονοβασίαν ἐκούρσεψν τὸν τόπον·
ἀπαύτου τὸν Δραγάλιγον κι ὅλην τὴν Τσακωνίαν
ἐκούρσεψαν κι ἀφάνισαν, τοὺς τόπους ἐρημῶσαν·
τὴν χώραν ἐσωτάρχισαν, ἐπλούτυναν οἱ ἀνθρῶποι,
5625ὅπου ἔβαλεν ὁ πρίγκιπας νὰ μένουν εἰς τὴν χώραν,
ἐπεὶ καὶ ἐλογίζετον νὰ ξεχειμάσῃ ἐκεῖσε.
[fr§389]Ὡς δὲ εἶναι τὰ ἐριζικὰ κ’ ἡ τύχη τῶν ἀνθρώπων,
ἀλλὰ σκοποῦσιν νὰ γενοῦν καὶ ἂλλα τοὺς εὑρίσκουν,
πολλὰ ἐμποδίζει ὁ κίντυνος ποῦ ἔρχεται τοῦ ἀνθρώπου·
5630οὐδὲν ἐπέρασεν ποσῶς σῶος γὰρ ἕνας μῆνας,
μαντᾶτα τὸν ἠφέρασιν τοῦ πρίγκιπος Γουλιάμου,
(4300)οἱ Σκορτινοὶ ἐρροβόλεψαν κ’ ὑπᾶν μὲ τοὺς Ρωμαίους,
ἔβαλαν παρακαθισμοὺς στὸ κάστρο τοῦ Ἀρακλόβου,
p.233ΤΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΜΑΧΗΝ ΤΟΥ ΜΑΚΡΥΠΛΑΓΙΟΥ
ὁμοίως στὴν Καρύταιναν ἐβάλασιν φουσσᾶτα
5635εἰς λογισμὸν νὰ τὰ κρατοῦν διὰ τὸν βασιλέα.
HΤὸ ἀκούσει το ὁ πρίγκιπας καὶ πληροφορεθεῖ το,
τὴν χώραν ἐσωτάρχισεν τῆς Λακοδαιμονίας
ἀπὸ λαὸν καὶ πράγματα νὰ ἔχουν διὰ ζωήν τους,
κι ἀπῆρεν τὰ φουσσᾶτα του καὶ στὴν Βελίγοστη ἦλθεν.
[fr§390]5640Τοὺς κεφαλᾶδες ἔκραξεν ὅλου του τοῦ φουσσάτου·
βουλὴν ἀπήρασιν ὁμοῦ τὸ πόθεν νὰ σεβοῦσιν
στὸν δρόγγο ἐκεῖνον τῶν Σκορτῶν, διατὶ εἶν’ σκληροὶ οἱ τόποι
ἀπὸ βουνία καὶ ἔμπατα κι ἀπὸ σκληρὲς κλεισοῦρες.
Ἔκραξε τὸν μισὶρ Ἀνσελὴν τὸν φρόνιμον στρατιώτην
5645καὶ λέγει του ὁ πρίγκιπας μὲ εἰλικρινὴν τὴν γνώμην.
[fr§391]«Ἐσύ, ἀδελφέ καὶ σύντροφε, πολλὰ ἔποικες διὰ ἐμέναν·
»μὲ τὴν βουλὴν καὶ φρόνεσιν ὅπου ἔχω ἀπὸ ἐσέναν
»μεγάλα κατορθώματα, στρατιωτικὲς δουλεῖες,
»ἐποίησα ποῦ ὠφελήθηκα, οἱ πάντες τὸ ἐγνωρίζουν,
5650»στὴν μάχην ὅπου ἔχομεν μετὰ τὸν βασιλέαν.
»Διὰ τοῦτο πάλιν, ἀδελφέ, φίλε καὶ συγγενῆ μου,
(4320)»ἀξιῶ σε καὶ παρακαλῶ νὰ ποιήσῃς γὰρ ἐτοῦτο
»διὰ τὸ δεσπέττο καὶ χολήν, τὴν μὲ ἔποικε ὁ ἀνεψιός μου,
»ὁ ἀφέντης τῆς Καρύταινας, ὁ μέγας δημηγέρτης,
5655»-ὅπου ἄφηκεν τὸν τόπον του κ’ ἐμέν, ὅπου εἶμαι θεῖος του,
p.234ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ
»κι ὅπου κρατεῖ τὴν ἀφεντία, ὅπου ἔχει ἀπὸ ἐμέναν,
»κ’ ἐδιάβη, νὰ πομπεύεται εἰς τὸ ρηγᾶτο Πούλας-
»ὡσαύτως διὰ τὴν κάκωσιν καὶ τὴν δημηγερσίαν
»τῶν Σκορτινῶν τῶν ἄπιστων, αὐτῶν τῶν δημηγέρτων,
5660»ὅπου ἀπιστῆσαν εἰς ἐμὲν ὑπὲρ φορῶν γὰρ δύο.
»Τοὺς Τούρκους, ὅπου ἔχομεν ἀρτίως ἐδῶ μετ’  ἔμας,
»νὰ τοὺς διορθώσῃς νὰ σεβοῦν εἰς τῶν Σκορτῶν τὸν δρόγγον,
»νὰ κάψουν κ’ ἐξαλείψουσιν τὰ ὁσπίτια καὶ χωρία,
»κι ὅσους ἀνθρώπους πιάσουσιν εὐθέως νὰ ἀποθάνουν·
5665»κι ὅσον κερδίσουν ἀπ’ αὐτοὺς ἂς ἔνι ἐδικόν τους».
[fr§392]Ἐνταῦτα ὁ μισὶρ Ἀνσελής, ὡς φρόνιμος ὅπου ἦτον,
ἐγνώρισε τὸν πρίγκιπα τὸ πῶς ἦτον θλιμμένος,
καὶ εἶπεν κ’ ὑποσχήθη του τὸ ὁρίζει νὰ πληρώσῃ,
γλυκιὰ τὸν ἀποκρίθηκεν· «Ἀφέντη μὴ χολιάζῃς·
5670»κ’ ἐγὼ νὰ ποιήσω τὸ ἀγαπᾷς, ὅπου σὲ θέλει ἀρέσει».
Τοὺς κεφαλᾶδες ἔκραξε, πρῶτον γὰρ τὸν Μελίκην,
(4340)τοῦ πρίγκιπος τὸν ὁρισμὸν λεπτῶς τοῦ ἀφηγήθην
τὸ πῶς ὁρίζει νὰ σεβοῦν εἰς τῶν Σκορτῶν τὸν δρόγγον·
ὅσον κοῦρσον καὶ διάφορον θέλουσιν γὰρ κερδίσει,
5675νὰ τὸ ἔχῃ μὲ τοὺς Τούρκους του, νὰ ἔνι ἐδικόν του.
[fr§393]Κι ὁ Μελίκ, ὡς τὸ ἤκουσεν, μεγάλως τὸ ἀνεχάρη,
ἀπόκρισιν τοῦ ἔδωκεν πρόθυμα νὰ τὸ ποιήσῃ·
χαιράμενοι ἐγίνησαν μικροί τε καὶ μεγάλοι.
Εἰς τρία ἀλλάγια τοὺς ἔποικεν νὰ εἶναι χωρισμένοι·
5680ὁ μισὶρ Ἀνσελὴς τοῦ ἔδωκεν πρόβεδους ἐκ τὸν τόπον.
Ἐσέβησαν εἰς τὰ Σκορτὰ οἱ Τοῦρκοι κ’ ἐσκεπάσαν,
ἐκάψαν κ’ ἐξηλείψασιν τὸν τόπον καὶ τὲς χῶρες·
ὅσους πιάσαν μὲ ἄρματα, ὅλους ἐκατεκόψαν,
κι ὅσοι ἐπροσπέφταν εἰς αὐτοὺς εἶχαν ἐλεημοσύνην,
p.235ΤΙΜΩΡΙΑ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ ΤΩΝ ΣΚΟΡΤΩΝ
5685τοῦ πρίγκιπος τοὺς ἤφερναν κ’ ἐπαραδίνανέ τους.
[fr§394]Κι ὅταν εἶδαν οἱ ἄρχοντες οἱ Σκορτινοὶ ἐτοῦτο,
στὰ ὄρη ἐπροσφύγασιν καὶ στὰ ὑψηλὰ βουνία·
βουλὴν ἀπῆραν ἑνομοῦ τὸ πῶς θέλουσιν διάξει.
Στὸν πρίγκιπαν ἀπέστειλαν ἕναν μαντατοφόρον,
5690ἐλεημοσύνην τοῦ ζητοῦν καὶ νὰ τοὺς συμπαθήσῃ,
λέγοντα καὶ ἀρνούμενοι, οὐδὲν ἐρροβολέψαν·
(4360)ἐκεῖνο γὰρ ὅπου ἔποικαν ἦτον δι’ ἄλλον τρόπον.
Βουλὴν ἀπῆραν ἑνομοῦ τὸ πῶς θέλουσιν πράξει
ἀπὸ τὴν μάχην τῶν Ρωμαίων, αὐτοῦ τοῦ βασιλέως,
5695διατὸ ἔλειπεν ὁ ἀφέντης τους τῆς Καρυταίνου ἐκεῖνος.
    Ὡς τὸ ἤκουσεν ὁ πρίγκιπας οὐδὲν τοὺς ἀποδέχτη.
[fr§395]Τὸ δὲ οἱ μεγάλοι ἄνθρωποι, οἱ κεφαλᾶδες ὅλοι,
ὅπου εἶχαν σπλάχνος καὶ φιλίαν στὸν ἀφέντην Καρυταίνου
τὸν πρίγκιπα παρακαλοῦν, γονατιστὰ τὸν δέονται,
5700νὰ συμπαθήσῃ τοῦ λαοῦ, ἀφότου ἐπροσπέσαν.
Κι ὁ πρίγκιπας ὡς φρόνιμος, μὲ προθυμίαν τὸ ἐποῖκεν.
Εἰς τὸν Μελὶκ ἀπέστειλεν σπουδαίως μαντατοφόρον,
νὰ ἀφήσῃ γὰρ τὸ κοῦρσο του καὶ νὰ ἀπέλθῃ εἰς αὖτον.
Κ’ ἐκεῖνος, ὡς τὸ ἤκουσεν, εἰς τὴν Βελίγοστη ἦλθεν,
5705τὸν πρίγκιπα ἐπροσκύνησεν· καλὰ τὸν ἀποδέχτη.
    Ἐνταῦτα ἀπηλογίασεν ὁ πρίγκιπας τὸν λαόν του
κ’ ἐδιάβηκεν ὁ κατὰ εἷς εἰς τὴν ἀνάπαψίν του.
Κι αὐτὸς ἐδιάβη στὸν Μορέαν μετὰ τὴν φαμελίαν του,
κι ὅσοι ἦσαν ἀπὸ τὸν Μορέαν ἐδιάβησαν μετ’ αὖτον.
[fr§396]5710Ὁμοίως ἐδιάβησαν ἐκεῖ οἱ Τοῦρκοι μετ’ ἐκεῖνον·
κι ἀφότου ἐσώσασιν ἐκεῖ ἀπηλογία ἐζητῆσαν
(4380)τοῦ πρίγκιπος, καθὼς ἦτον ἡ συμφωνία ὅπου εἶχαν
ἐτότε, ὅταν ἤλθασιν ἀρχὴν στὴν Ἀνδραβίδα.
Πολλὰ τοῦ ἐφάνη βαρετὸν ὁ ἀποχωρισμός τους·
5710ὥρισεν κ’ ἐπληρῶσαν τους τὴν ρόγαν τους ἀκέραιαν,
καὶ τὸν Μελὶκ φιλοτιμᾷ καὶ ξένια τοῦ ἐδῶκεν.
Παρακαλεῖ καὶ λέγει του τοῦ νὰ σταθῇ μετ’ αὖτον
p.236ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ
ἑξαμηνιαῖον καὶ μοναχὰ καὶ τότε νὰ ὑπαγαίνῃ·
κ’ ἐκεῖνος τοῦ ἀπεκρίθηκεν, ὑποκλιτὰ τὸν λέγει·
5720«Ἀφέντη μου καὶ βασιλέα, ἐλπίζω ἡ δούλεψίς μου
»ὄφελον σὲ ἐποίησεν καὶ διάφορον ὁμοίως.
»Ὅταν ἐσυμβιβάστηκα, μὲ τὸν ἐχτρὸν τοῦ Θέου,
»αὐτοῦνον τὸν Δεμέστικον, ἐκεῖσε εἰς τὴν Πόλιν,
»χρόνον τοῦ ὑποσχέθηκα μετ’ αὖτον νὰ ποιήσω·
5725»καὶ τώρα ἐδιχρόνισε ποῦ λείπω ἐκ τὰ ἐδικά μου.
»Κ’ ἐτοῦτοι ὅπου εἶναι μετ’ ἐμὲ ὅλοι μου οἱ συντρόφοι
»οὐδὲν μὲ ἀφίνουν νὰ σταθῶ ἐδῶ στὸν τόπον τοῦτον.
»Καὶ δέομαί σε, ἀφέντη μου, μηδὲ μὲ τὸ βιάσῃς,
»ὅτι ὅρκον ἔχω νὰ στραφῶ ἐκεῖ εἰς τὰ ἰγονικά μου».
5730    Ἰδὼν ἐτοῦτο ὁ πρίγκιπας, οὐδὲν τὸν πολυβιάζει·
(4400)χαρίσματα τοῦ ἔδωκεν, φιλοδωρίες μεγάλες
μὲ πρόβεδους τὸν ἔστειλεν κι ἐδιάβη τῆς Βλαχίας.
[fr§397]Ἀλήθεια τοῦτο ἐγίνετον ὅτι τινὲς ἀπ’ αὔτους
ἐνέμειναν μὲ προθυμίαν ἐτότε εἰς τὸν Μορέαν·
5735καὶ ὥρισεν ὁ πρίγκιπας κ’ ἐβάφτισαν τους ὅλους.
Ἔποικεν δύο καβαλλαρίους, ἔδωκέν τους προνοῖες,
γυναῖκες γὰρ τοὺς ἔδωκεν, κ’ ἐποιήσασιν παιδία,
ὅπου εἶναι ἀκόμη εἰς τὸν Μορέαν, στοῦ Βουνάρβη, στὴν Ρένταν.
[fr§398]Ἐν τούτῳ ἀφίνομεν ἐδῶ ἐτοῦτο, ὅπου ἀφηγοῦμαι,
5740καὶ θέλω νὰ σὲ ἀφηγηθῶ διὰ ἐκεῖνον τὸν στρατιώτην,
τὸν ἀφέντην τῆς Καρύταινας, τὴν πρᾶξιν ὅπου ἐποῖκεν,
ποῦ ἦτον ἐκείνους τοὺς καιροὺς στοῦ πρίγκιπος τὴν μάχην,
p.237Η ΕΡΩΤΙΚΗ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΥΘΕΝΤΟΥ ΚΑΡΥΤΑΙΝΗΣ
κι οὐδὲν ἦτον εἰς τὸν Μορέαν στὴν μάχην τῶν Ρωμαίων
εἰς τὸν καιρὸν ὅπου λαλῶ, κι ἀκούσετε τὰ λέγω.
[fr§399]5745Στὴν μάχην ὅπου εἴχασιν ὁ πρίγκιπα Γυλιάμος
μὲ τῶν Ρωμαίων τὸν βασιλέα καὶ μὲ τὸν ἀδελφόν του,
ὁ ἀφέντης τῆς Καρύταινας, (ὅπου τὸν ἐκρατοῦσαν
διὰ ἕναν ἐκ τοὺς καβαλλαρίους τοὺς πρώτους γὰρ τοῦ κόσμου,
στρατιώτης ἦτο ἐξάκουστος εἰς ὅλα τὰ ρηγᾶτα),
5750ἀπὸ ἁμαρτίας δαιμονικῆς, διὰ γυναικὸς ἀγάπην
-τὸ ἐπάθασιν κι ἄλλοι πολλοὶ φρόνιμοι καὶ στρατιῶτες!-
(4420)ὁκάποιου του καβαλλαρίου γυναῖκα ἐρωτεύτη,
τοῦ μισὶρ Ντζᾶ ντὲ Καταβᾶ, οὕτως τὸν ὠνομάζαν.
[fr§400]Ἐπῆρε την ἐκ τὸν Μορέαν κ’ ἐδιάβη εἰς τὴν Πούλιαν,
5755λέγας νὰ προσκυνήσουσιν ἐκεῖ στὰ μοναστήρια,
εἰς τὸν Ἅγιον Νικόλαον εἰς τὸ Μπάρ, νὰ σώσῃ κ’ εἰς τὴν Ρώμην,
εἶθ’ οὕτως στὸν Ἀρχάγγελον, στὸ μέγα μοναστήριν,
ὅπου ἔνι εἰς ὄρος καὶ βουνὶ πλησίον τῆς Μαφρεδόνης.
[fr§401]Ὁ ρόΐ Μαφρὲς εὑρίσκετον ἐτότε εἰς τὴν Πούλιαν
5760ρῆγας, ἀφέντης Σικελίας, κι ὅλου γὰρ τοῦ ρηγάτου·
κι ὡς ἤκουσεν ἀπὸ τινὲς ὅπου ἦλθαν κ’ εἴπανέ του
ὁ ἀφέντης τῆς Καρύταινας ἦλθεν ἐκεῖ εἰς τὴν Πούλιαν,
ὁ ἐξάκουστος εἰς τὰ ἄρματα ’ς ὅλην τὴν Ρωμανίαν,
p.238ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ
πολλὰ τὸ ἐθαυμάστηκεν ἐρώτησε τὸν τρόπον
5765νὰ μάθῃ καὶ τὴν ἀφορμήν, τὸ τί ἤθελεν ἐκεῖσε.
Τινὲς ὅπου τὸ ἀκούσασιν ἀπὸ τὴν φαμελίαν του
νὰ προσκυνήσῃ, λέγουν του, εἰς τὰ ἅγια μοναστήρια,
ὅπου εἶναι εἰς τὸ ρηγᾶτο του, ν’ ἀπέλθῃ κ’ εἰς τὴν Ρώμην·
καὶ ὁκάποιος ἄλλος φρόνιμος (ὅπου ἦτον παιδεμένος,
5770ὅπου ἦτον ἐρωτήσοντα ὁκάποιον συγγενῆν του,
ὅπου ἦτον ἐκ τὴν φαμελίαν τοῦ ἀφέντη τῆς Καρυταίνας,
(4440)καὶ τοῦ εἶχε εἰπεῖ τὴν ἀφορμήν, τὸν τρόπον, τὴν ἀλήθειαν)
λέγει τὸν ρῆγαν μυστικῶς κ’ ἐπληροφόρησέ τον
τὸν τρόπον καὶ τὴν ἀφορμὴν καὶ ὅλην τὴν ἀλήθειαν·
5775ὁ ἀφέντης τῆς Καρύταινας ὁ ἑξάκουστος στρατιώτης
ὁκάποιου τοῦ καβαλλαρίου γυναῖκαν ἐρωτεύτη,
κι ἀπῆρε την ἐκ τὸν Μορέαν κ’ ἦλθαν ἐδῶ εἰς τὴν Πούλιαν
διὰ νὰ τὴν ἔχῃ ἐρωτικήν, νὰ χαίρεται μετ’ αὔτην.
[fr§402]Τὸ ἀκούσει το ὁ ρόϊ Μαφρόϊς, μεγάλως τὸ ἐβαρύνθη,
5780ἐθλίβηκε τὴν ἐντροπὴν τοῦ εὐγενικοῦ στρατιώτου·
καβαλλάρην ἀπόστειλεν καλὰ συντροφεμένον,
κ’ ἐδιάβη εἰς τὸν μισὶρ Ντζεφρὲ τῆς Καρυταίνου ἀφέντην.
Ἐκ τὸ ἰμοιράδιν τοῦ ρηγὸς λέγει, παρακαλεῖ τον,
νὰ ἔλθῃ ἐκεῖ νὰ τὸν ἰδῇ, χρήζει νὰ τοῦ συντύχῃ.
5785Κ’ ἐκεῖνος γὰρ τὸ ἀκούσει το, πηδᾷ, καβαλλικεύει,
μὲ ὅλην του τὴν φαμελίαν ἀπῆλθεν εἰς τὸν ρῆγαν.
[fr§403]Τὸ ἰδεῖ τον ὁ ρόϊ Μαφρές, ἐπροσηκώθηκέν τον,
ἀπὲ τὸ χέρι τὸν κρατεῖ, σιμά του τὸν καθίζει,
ἄρξετον νὰ τὸν ἐρωτᾷ τὸ πότε ἦλθεν ἐνταῦτα.
5790Κ’ ἐκεῖνος ἀποκρίθηκεν· ἦλθε νὰ προσκυνήσῃ
στὰ μοναστήρια, ὅπου ἔταξεν ἐτότε εἰς τὴν Πόλιν,
(4460)στὴν φυλακὴν τοῦ βασιλέως τῆς Κωνσταντίνου Πόλης.
[fr§404]Κι ὁ ρῆγας τοῦ ἀποκρίθηκε, τὰ ἐτέτοια τοῦ ἐλάλει.
p.239Η ΕΡΩΤΙΚΗ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΥΘΕΝΤΗ ΚΑΡΥΤΑΙΝΗΣ
«Θαυμάζομαι εἰς τὴν γνῶσιν σου, εἰς τὸ ἔπαινος ὅπου ἔχεις
5795»ὅτι εἶσαι εἰς τὰ ἄρματα ἐξάκουστος στρατιώτης,
»κι ἄφηκες τὸν ἀφέντην σου τὸν πρίγκιπα Γυλιάμον
»εἰς τέτοιαν μάχην δυνατὴν καὶ χρείαν ἀπὸ φουσσᾶτο,
»ὅπου ἔχει μὲ τὸν βασιλέα τῆς Κωνστανίνου Πόλης.
»Οὐ πρέπει νὰ ἔνι εὐγενικὸς ἄνθρωπος ψεματάρης,
5800»οὔτε στρατιώτης, ὡς ἐσὺ ὅπου εἶσαι ἐπαινεμένος,
»καὶ πᾶσα ἄνθρωπος εὐγενὴς πρέπει νὰ τὸ βαρειέται
»καὶ νὰ τὸ θλίβεται πολλὰ ὅταν ἀκούσῃ ὅτι σφάλλει.
[fr§405]»Ἀφέντη τῆς Καρύταινας, θέλω νὰ τὰ ἐγνωρίσῃς
»καὶ κράτει το εἰς πληροφορίαν, ἐξεύρω τὴν ἀλήθειαν,
5805»τὸν τρόπον καὶ τὴν ἀφορμὴν τὸ πῶς ἦλθες ἐνταῦτα,
»καὶ θλίβομαί το, μὰ τὸν Θεόν, διὰ τὸ ἔπαινος ὅπου ἔχεις.
»Τὸ πρᾶγμα ἔνι ἄσκημον, βαρειῶμαι νὰ τὸ λέγω.
»Ὅμως διὰ τὴν ἀγάπην σου θέλω νὰ τὸ φαυλίσω
»νὰ τὸ ἐγνωρίσῃς καθαρά, τὸ σφάλμα ὅπου ἐποῖκες.
5810»Ἐσὺ ἄφηκες τὸν πρίγκιπα, τὸν κύρην σου τὸν λίζιον,
»ὅπου ἔχει μάχην δυνατὴν μετὰ τὸν βασιλέαν,
(4480)»κ’ ἐπάτησες τὸν ὅρκον σου, ὅπου ἔχεις γὰρ εἰς αὖτον,
»κ’ εἶσαι ἀφίορκος, ἄπιστος στὸν λίζιον σου ἀφέντην.
»Καὶ πάλε, ἄλλο ἄσκημον, δημηγερσίαν μεγάλην,
5815»ἐπῆρες τοῦ καβαλλαρίου τοῦ ἀνθρώπου σου τοῦ λίζιου
»τὴν ὁμόζυγόν του γυνὴν καὶ περπατεῖς μετ’ αὔτην,
»ὅπου ἔχεις ὅρκον μετ’ αὐτὸν κ’ ἐκεῖνος μετὰ σέναν.
»Λοιπόν, διατὸ ἔνι ἐξάκουστον τὸ ἔπαινος ὅπου ἔχεις,
»σὲ δίδω τέρμενον μακρύν, ἡμέρες δεκαπέντε,
5820»νὰ λείπῃς ἐκ τὸν τόπον μου κ’ εἰς τὸν Μορέα νὰ ὑπάγῃς
p.240ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ
»τοῦ πρίγκιπος τοῦ ἀφέντη σου εἰς μάχην νὰ βοηθήσῃς
»ὅπου ἔχει μὲ τὸν βασιλέα ἐκεῖνον τῶν Ρωμαίων.
»Εἴτε εὑρεθῇς στὸν τόπον μου διαβὼν οἱ δύο ἑβδομάδες,
»ὀμνύω σε εἰς τὸ στέμμα μου, κ’ εἰς τὴν ψυχήν μου ἀπάνω,
5825»ὁρίσει θέλω παρευτὺς νὰ κόψουν τὴν κεφαλήν σου».
[fr§406]Τὸ ἀκούσει το ὁ μισὶρ Ντζεφρὲς τῆς Καρυταίνου ὁ ἀφέντης,
τὸ πῶς τὸν ἀποσκέπασεν ὁ ρῆγας ἀπ’ ἀτός του,
καὶ εἶπεν του τὸ φταίσιμον, τὸ σφάλμαν ὅπου ἐποῖκεν,
ἀπ’ τῆς αἰσχύνης κ’ ἐντροπῆς, ὅπου εἶχεν ἐκ τὸν ρῆγαν,
5830ἡ συντυχιά του ἐκόντεψεν, τὸ τί λαλήσει οὐκ εἶχεν.
Ὅμως, ὡσὰν ἠμπόρεσεν, τὸν ρῆγαν ἀποκρίθη·
(4500)«Ἀφέντη ρῆγα, δέομαι, προσπίπτω, προσκυνῶ σε·
»ὅσον μὲ εἶπες καὶ λαλεῖς, ὡς ὁ Θεὸς τὸ λέγεις,
»ἐπεὶ ἀπ’ ἀτός μου γνώθω το τὸ φταίσιμον ποῦ ἐποίκα·
5835»καὶ προσκυνῶ κ’ εὐχαριστῶ τὴν βασιλείαν σου εἰς τοῦτο
»κ’ ἐγὼ κάταυτα νὰ διαβῶ κι ἀπέδω νὰ μισσέψω,
»νὰ ὑπάγω εἰς τὸν ἀφέντην μου τὸν πρίγκιπα Γυλιάμον».
    Ἀπηλογίαν ἐζήτησεν, ὁ ρῆγας τοῦ τὴν δίδει.
[fr§407]Ἐστράφη εἰς τὴν κατοῦναν του, τὴν φαμελίαν του ἀπῆρε,
5840σπουδαίως ἀπέκει ἐμίσσεψεν, ἐκίνησεν κ’ ἐδιάβη.
Εἰς τὸ Βροντῆσι ἔσωσεν ἀπέσω εἰς ἕξι ἡμέρες·
κάτεργον ηὗρεν ἕτοιμον κ’ ἐσέβηκεν εἰς αὖτο
κ’ εἰς τὴν Κλαρέντσαν ἔσωσεν ἀπέσω εἰς τρεῖς ἡμέρας.
Τὸν πρίγκιπα ἐρώτησεν ποῦ νὰ τὸν ἔχῃ εὕρει,
5845κ’ ἐκεῖνος ποῦ τὸ ἔξευρεν ἐπληροφόρησέ τον·
στὴν Ἀνδραβίδα εὑρίσκεται ὁ πρίγκιπας Γυλιάμος.
Σώρεψιν ἔχει δυνατὴν μὲ ὅλους τοὺς κεφαλᾶδες,
τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ βουργισέους, καὶ τοὺς καβαλλαρίους,
p.241ΕΠΑΝΟΔΟΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΤΟΥ ΑΥΘΕΝΤΟΥ ΚΑΡΥΤΑΙΝΗΣ
βουλὴν ἐπαίρνουν ἑνομοῦ διὰ μαντᾶτα ὅπου ἔχουν·
5850μαντᾶτα τοὺς ἠφέρασιν, πολλὰ καλὰ οὐκ εἶναι.
Λαὸς μέγας ἐπέζεψεν εἰς τὴν Μονοβασίαν·
ὁ βασιλεὺς τοὺς ἔστειλεν ὅπως νὰ συμμαχήσουν
τὸν τόπον του καὶ τὸν λαὸν ὅπου εἶχεν κιντυνέψει.
[fr§408]Κι ὡς τὸ ἄκουσεν τὸ σὲ λαλῶ ὁ ἀφέντης τῆς Καρυταίνου,
5855ὅτι ὁ πρίγκιπας εὑρίσκεται ἐκεῖ εἰς τὴν Ἀνδραβίδα
μὲ ὅλους τοὺς κεφαλᾶδες του καὶ τοὺς καβαλλαρίους,
μεγάλως τὸ ἐχάρηκεν εἰς τούτην τὴν ἐλπίδα
ὅτι ὅλοι θέλουσιν βαλθῆ, διατὶ τὸν ἀγαποῦσαν,
στὸν πρίγκιπα τῆς Ἀχαΐας διὰ νὰ τοῦ συμπαθήσῃ.
5860Ἄλογα τοῦ ἐδανείσασιν οἱ φίλοι του ἐκεῖσε·
εὐτὺς ἐκαβαλλίκεψεν στὴν Ἀνδραβίδα ἐδιάβη,
[fr§409]ὅλοι τὸν ἀπαντήσασιν, χαρὰν μεγάλην κάμνουν.
Ὅλους ἐπαρακάλεσεν, ὡς ἀδελφοὺς καὶ φίλους·
λέγει· «Ἐδάρτε ἂς ἰδῶ τὸ ποῖ μὲ ἀγαποῦσιν
5865»ἀπὸ ἐσᾶς τοὺς συγγενεῖς καὶ φίλους κι ἀδελφούς μου.
»νὰ ἔχω τὴν βοήθειαν σας στὸ φταίσιμον, τὸ ἐποῖκα·
»ἐπεὶ ἐγνωρίζετε καλὰ ὅτι ἔσφαλα μεγάλως
»εἰς τὸν ἀφέντην λίζιον μου, τὸν πρίγκιπα Γυλιάμον».
[fr§410]Ὅλοι τοῦ ἐπισχήθησαν, μικροί τε καὶ μεγάλοι,
5870νὰ εἶναι εἰς βοήθειαν του στὴν δύναμίν τους ὅλην.
Ἐπῆραν τον κ’ ὑπήγασιν στὸν πρίγκιπα ὁλόρθα
(4540)ἐκεῖ ὅπου ἦτον κι ἀππλίκευεν εἰς τὴν Ἁγίαν Σοφίαν.
[fr§411]Ἐνταῦτα ἐπροσκύνησε τὸν πρίγκιπα Γουλιάμον·
ὁ πρίγκιπας εὐρίσκετον εἰς αὖτον χολιασμένος,
5875ὀργὴν μεγάλην τοῦ ἔδειξεν, μέγα δίκαιον τὸ εἶχεν,
ἐπεὶ εἰς ἐκεῖνον ἤλπιζεν καὶ πλέον τὸ θάρρος εἶχεν,
βοήθειαν νὰ ἔχῃ ἀπ’ αὐτὸν εἰς ὅλες του τὲς χρεῖες,
κι αὐτὸς τὸν ἐλευτέρωσεν στὴν βίαν του τὴν μεγάλην.
Ὁ ἀφέντης τῆς Καρύταινας ὁ ἐπαινετὸς στρατιώτης,
5880φρόνιμος ἦτον κ’ ἔξευρεν τὸ φταίσιμο ὅπου ἐποῖκεν,
καὶ τὸ ζωνάριν του ἔβγαλεν, στὸν σφόντυλά του βάνει·
εὐτὺς χαμαὶ ἐπέσατο, ἐλεημοσύνην κράζει
καὶ λέγει πρὸς τὸν πρίγκιπα ἐνώπιον τῶν πάντων·
«Ἐγώ, ἀφέντη, ἔφταισα καὶ ἦλθα νὰ μὲ κρίνῃς».
5885Γονατιστὰ τὸν ἔλεγεν ἐτοῦτα, τὰ σὲ λέγω.
[fr§412]Οἱ ἀρχιερεῖς κ’ οἱ ἕτεροι ὅλοι οἱ κεφαλᾶδες
p.242ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ
κ’ οἱ καβαλλάροι σὺν αὐτῷ εὐτὺς ἐγονατίσαν,
δεόμενοι ἐλέγασιν τοῦ πρίγκιπος ἐτοῦτο·
«Διὰ τὸν Χριστόν, ἀφέντη μας, ἐδὰ συμπάθησέ του
5890»κι ἂν πέσῃ πλέον εἰς φταίσιμον, τὴν κεφαλήν του κόψε.
»Ἐσὺ ἐξεύρεις, ἀφέντη μας, τὴν μάχην ποῦ ἔχεις τώρα·
(4560)»ἔπρεπεν ἄλλους νὰ εἴχαμεν τοῦ νὰ μᾶς βοηθήσουν».
[fr§413]Κι ὡς ἦτον πάντα ὁ πρίγκιπας φρόνιμος, ἐλεήμων
οὕτως τοὺς ἀποκρίθηκεν, τούτους τοὺς λόγους εἶπεν·
5895«Ἄρχοντες, ἐγνωρίζατε, καλὰ τὸ ἐπινοεῖτε,
»ὁ ἀφέντης τῆς Καρύταινας ἀνεψιός μου ὑπάρχει
»καὶ ἄνθρωπός μου λίζιος εὑρίσκεται καὶ πρῶτος,
»καὶ ὅσον πλέον ἔσφαλεν εἰς πλέον θλῖψιν τὸ ἔχω.
»Ὅμως, διὰ τὴν ἀγάπην σας καὶ παρακάλεσίν σας,
5900»πάλε κ’ ἐτούτην τὴν φορὰν ἂς εἶν’ συμπαθημένος».
Ὅλοι τὸν ἐπροσκύνησαν, εὐχαριστήσανέ τον,
καὶ ἔστρεψεν τὸν τόπον του ὡσαύτως καὶ τὰ κάστρη.
Εἶπεν γὰρ ὁ πρίγκιπας ἐνώπιον τοῦ λαοῦ του·
«Ἄρχοντες, ὅλοι ἐξεύρετε τὸ σφάλμαν ὅπου ἐποῖκεν
5905»εἰς τὸν καιρὸν ποῦ ἐγύρισε μετὰ τὸν Μέγαν Κύρην·
»μὲ ἄρματα ἐπολέμησε εἰς κάμπον μετ’ ἐμένα.
»Ἐγὼ τοῦ ἐσυμπάθησα, καθὼς τὸ ἐξεύρετε ὅλοι·
»τὸν τόπον του τὸν ἔστρεψα, ὡς νέο δόμα τοῦ ἐδῶκα
»ὅπως τὰ πάντα νὰ κρατῇ αὐτὸς καὶ τὰ παιδία του,
5910»ἐπεὶν ἐξακληρήθηκεν μὲ φταίσιμο ἐδικόν του·
»θέλω δὲ πάλι ἀπὸ τοῦ νῦν νὰ τὸ ἔχῃ εἰς τοιοῦτον τρόπον».
(4580) [fr§414]Ἀφῶν ἐσυμπαθήστηκεν ὁ ἀφέντης τῆς Καρυταίνου,
εἰς τὴν βουλὴν ἐκάθισεν αὐτὸς κ’ οἱ κεφαλᾶδες,
ὁ πρίγκιπας ὅπου λαλῶ κ’ οἱ καβαλλάροι ὅλοι.
5915Ὁ πρίγκιπας τοὺς ἐρωτᾷ, διὰ νὰ τὸν συμβουλέψουν
διὰ τὸν λαὸν ὅπου ἔμαθεν τοῦ βασιλέως ὅτι ἦλθεν.-
p.243ΔΙΑΜΑΧΑΙ ΑΥΤΟΚΡ. ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΟΥ ΠΡΟΣ ΠΑΠΑΣ
»Ἐπεὶν ἠθέλησε ὁ Θεὸς κ’ ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος,
»ὁ ἀφέντης τῆς Καρύταινας ἐστράφη ἐδῶ μετ’ ἔμας,
»δός του φουσσᾶτα καὶ λαὸν νὰ ἀπέρχεται εἰς τὸ Νίκλι
5920»νὰ στέκῃ ἐκεῖ νὰ μάχεται, τὸν τόπον νὰ φυλάσσῃ,
»καὶ πάλε ὅταν κάμνῃ χρεία νὰ τοῦ βοηθοῦμεν ὅλοι».
[fr§415]Ἐν τούτῳ ἀφίνω ἐδῶ λέγειν καὶ ἀφηγᾶσται
διὰ τὸν Γουλιάμον πρίγκιπα ὁμοίως καὶ τὸν λαόν του,
καὶ θέλω νὰ σὲ ἀφηγηθῶ, ὅπως νὰ τὸ ἐγνωρίσῃς,
5925τὸ πῶς ἦλθεν ὁ ἀδελφὸς τοῦ ρηγὸς τῆς Φραγκίας,
μισὶρ Κάρλον τὸν ἔλεγαν, ὁ ἀφέντης τῆς Προβέντζας,
(ὁ Πάπας γὰρ τὸν ἔστεψεν ρῆγαν τῆς Σικελίας)
καὶ πῶς ἐσυμπεθέρεψεν, καὶ πῶς ἐσυμβιβάστη
μετὰ τὸν πρίγκιπα Μορέως, ἐκεῖνον τὸν Γυλιάμον,
5930κι ἀπῆρεν τοῦ ρηγὸς ὁ υἱὸς ’ς ὁμόζυγον γυναῖκαν
τοῦ πρίγκιπος τὴν θυγατήρ, τὴν μαντάμα Ζαμπέα,
(4600)μὲ συμφωνίες, συμβίβασες, τὲς ἐποῖκαν ἀμφοτέρως,
νὰ κληρονομήσῃ τοῦ ρηγὸς ὁ υἱὸς τὸ πριγκιπᾶτο,
κι ὁ πρίγκιπας τοῦ νὰ κρατῇ τὸν τόπον του ἐκ τὸν ρῆγαν.
[fr§416]5935Εἰς τὸν καιρὸν ὅπου λαλῶ καὶ λέγω κι ἀφηγοῦμαι,
ὁ κόντος, ντ’ Ἀντζῶ τὸν ἔλεγαν, ὁ ἀφέντης τῆς Προβέντσας
εἶχεν μὲ τὴν γυναῖκαν του ἐκείνην τὴν κουντέσσαν
τρεῖς θυγατέρες ἔμορφες ὅπου ἤσασιν παιδία τους.
Τὴν πρώτην γὰρ ὑπάντρεψεν (ὅπου ἦτον κληρονόμος),
5940μετὰ τὸν δεύτερον ἀδελφὸν τοῦ ρηγὸς τῆς Φραγκίας,
p.244ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ
μισὶρ Κάρλον τὸν ἔλεγαν, ὁ ἐξάκουστος στρατιώτης.
Ἐκεῖνος ἐκληρονόμησεν μὲ τὴν ὁμόζυγόν του
τοῦ κόντου ντ’ Ἀντζῶ τὴν ἀφεντίαν κι ὅλον του τὸ κοντᾶτο.
Τὴν δεύτερην γὰρ ἀδελφὴν τοῦ κόντου τὴν θυγάτηρ
5945ἐπῆρε ὁ ρῆγας τῆς Φραγκίας ὁμόζυγον γυναῖκαν.
Διαβόντα ὀλίγος ὁ καιρός, ὁ ρῆγας τῆς Ἀγγλετέρρας
ἐπῆρεν τὴν τρίτην ἀδελφὴν τῶν δύο ὅπου σὲ λέγω
στεφανικὴν γυναῖκαν του, ρήγαιναν τὴν ἐποῖκε.
[fr§417]Κι ἀφότου γὰρ ὑπάντρεψεν ὁ κόντος τῆς Προβέντσας
5950τὲς θυγατέρες του τὲς τρεῖς, καθὼς σὲ τὸ ἀφηγοῦμαι,
διαβὼν ὀλίγος ὁ καιρός, ἀπόθανεν ὁ κόντος
(4620)κ’ ἐνέμεινεν στὸν τόπον του ἀφέντης κληρονόμος
ὁ μισὶρ Κάρλος ἀδελφὸς τοῦ ρηγὸς τῆς Φραγκίας,
διατὶ εἶχεν τὴν πρώτη ἀδελφὴν ἀπὸ τὲς τρεῖς ἐκεῖνες.
[fr§418]5955Λοιπόν, ἐκεῖνον τὸν καιρὸν κ’ ἐκείνους γὰρ τοὺς χρόνους
ὁ Φρεδερίγος βασιλέας, ἐκεῖνος τῆς Ἀλλαμάνιας,
ἀφέντευεν τὴν Σικελίαν ἐκεῖνο τὸ ρηγᾶτο
σὺν τὰ τῆς Πούλιας, σὲ λαλῶ, εἶχεν τὴν ἀφεντίαν.
Τὸν Πάπαν ἐδυνάστευεν, τοῦ ἀπῆρεν τὴν Καμπάνιαν,
5960τὴν Ρωμανίαν ἀλλὰ δή, τὴν ἀφεντίαν τῆς Ρώμης·
p.245ΔΙΑΜΑΧΑΙ ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΜΑΜΦΡΕΔΟΥ ΚΑΙ ΠΑΠΑ
τὸν Πάπαν γὰρ ἐξώρισε κ’ ἐμίσσεψε ἐκ τὴν Ρώμην,
στὴν Βενετίαν ἐκατέφυγεν νὰ μὴ τὸν θανατώσῃ.
Ἀπέκει τὸν ἀφώρισεν ὁ Πάπας κ’ οἱ Ἐκκλησίες
ἐκεῖνον καὶ τοὺς τόπους του κι ὅπου ἦσαν μετ’ ἐκεῖνον.
5965Καμμία ἐκκλησία οὐκ ἐψάλλετον, ἀλλὰ οὔτε ἐλειτουργᾶτον,
παιδία οὐκ ἐβαφτίζονταν, νεκροὺς οὐδὲν ἐψάλλαν,
ἀλλὰ ποτὲ ἀντρόγυνον οὐδὲν τοὺς εὐλογοῦσαν.
Πάντα τὸν ἀφωρίζασιν ’ς ὅλες τὲς ἐκκλησίες,
εἰς τὰ ρηγᾶτα πανταχοῦ εἰς τὴν χριστιανωσύνην,
5970στὰ μοναστήρια κ’ οἱ ἀρχιερεῖς ὅλης τῆς οἰκουμένης.
    Ὁ Φρεδερίγος ὁ βασιλεὺς εἶχεν υἱὸν γὰρ νόθον,
(4640)Μαφρόϊ τὸν ὠνομάζασιν, πρίγκιπα τῆς Σαλέρνου·
τῆς Κάπουας καὶ τῶν ἐν αὐτῇ εἶχε τὴν ἀφεντίαν.
Ἀπόθανεν ὁ βασιλεὺς ἐκεῖνος ὁ Φρεδερίγος
5975κ’ ἐστέψασιν τὸν ρόϊ Μαφρὲ ρῆγαν τῆς Σικελίας,
ὅστις ἀφέντευεν κι αὐτὸς τὰ ἐκράτει κι ὁ πατήρ του
Pτοὺς τόπους καὶ τὴν ἀφεντίαν, τὰ ἐκράτει καὶ ἐκεῖνος·Κενό στον H. Ο στίχος του P, χωρίς ειρμό.
Hτὴν ἐκκλησίαν ἐμούρτευεν ὡς τύραννος ὅπου ἦτον.
P [fr§419]Καὶ ὡς ἐπέρασεν καιρὸς κἀμπόσος, ὡς εἰκάζω,
5980τοῦ Πάπα ἐσυγκρότησαν κ’ ἐστράφη εἰς τὴν Ρώμην.
HΚ’ ἔξευρεν καὶ ἐγνώριζεν ὅτι ὁ μισὶρ Κάρλος
ὁ κόντος (ντὲ Ἀντζῶ τὸν ἔλεγαν, ἀφέντην τῆς Προβέντσας,
αὐτάδελφος ἦτον τοῦ ρηγός, ἐκείνου τῆς Φραγκίας),
ἦτον στρατιώτης φοβερός, ἐξάκουστος στὸν κόσμον.
5985Μὲ τὴν βουλὴν τῶν ἀρχιερέων καὶ τῶν γαρδιναρίων
μαντᾶτα ἀπόστειλε εἰς αὐτόν, ὁμοίως στὸν ἀδελφόν του,
εὐχὴν καὶ παρακάλεσιν κ’ ὑπόσχεσες μεγάλες,
ἂν θέλῃ νὰ ἔλθῃ πρὸς αὐτὸν τὴν μάχην νὰ καταπιάσῃ
p.246ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ
μετὰ τὸν ρόϊ τὸν Μαφρόϊ (τὸν τύραννον ἐκεῖνον
5990ὅστις κρατεῖ τῆς ἐκκλησίας τοὺς τόπους καὶ τὰ δίκαια),
νὰ πολεμήσῃ μετ’ αὐτόν, νὰ τὸν ἔχῃ ἐξαλείψει·
(4660)τοῦ Ἀγίου Πέτρου τὸν θησαυρὸν κι ὅλον του τὸ λογάριν
νὰ τὸ ἔχῃ εἰς ἐξουσίαν του, φουσσᾶτα νὰ ρογέψῃ.
Καὶ τὸν σταυρὸν νὰ ἐπάρουσιν ὅσοι εἰς Χριστὸν πιστεύουν
P5995νὰ ἔλθουν ὅλοι μετ’ αὐτὸν ὅσοι εἶναι βαφτισμένοι·
Hτὸ σκῆπτρον γὰρ τῆς Ἐκκλησίας νὰ τοῦ τὸ παραδώσῃ,
νὰ τὸ ἔχῃ κ’ εἰς κληρονομίαν αὐτὸς καὶ τὰ παιδία του,
πῆγαν νὰ τὸν φημίσουσι, τὸ στέμμα νὰ τοῦ βάλουν,
νὰ ἔνι ρῆγας τῆς Σικελίας καὶ τοῦ ρηγάτου Πούλιας.
6000    Κι ὡς τὸ ἤκουσεν ὁ θαυμαστὸς ἐκεῖνος ὁ ἀντρειωμένος,
ὁ μισὶρ Κάρλος, σὲ λαλῶ, ὁ κόντος τῆς Προβέντσας,
τὸ τοῦ ὑπισχίετον κ’ ἔγραφεν ὁ ἁγιώτατος ὁ Πάπας,
οὐδὲν ἠθέλησε ποσῶς τοῦ νὰ τὸ καταπιάσῃ,
6005λέγας καὶ λογιζόμενος, ὅτι ἂν τὸ καταπιάσῃ,
τὸν ρῆγαν ἐκεῖνον τῆς Φραγκίας, ὅπου ἦτον ἀδελφός του,
ἤθελεν βάλει εἰς ταραχὴν κ’ εἰς μάχην γὰρ μεγάλην
μὲ τοὺς Ἀλλαμάνους ἀλλὰ δὴ καὶ μὲ τοὺς Γημπηλίνους·
κ’ ἤθελεν ἔχει ἁμαρτία διὰ τὰ φονοκοπεῖα
6010τῆς μάχης καὶ τοῦ ἐξηλειμοῦ ’ς τῶν χριστιανῶν τὸ γένος.
p.247ΚΑΡΟΛΟΣ ΑΝΔΕΓΑΥΪΚΟΣ ΚΑΙ ΠΑΠΑΣ
Ἐν τούτῳ ἐξῆλθεν ἡ ὑπόθεσις, ἐτοῦτο ὅπου σὲ γράφω.
[fr§420]Ὁ ρῆγας ἐκεῖνος τῆς Φραγκίας ὠρέχτη νὰ ποιήσῃ
(4680)χαρὰν καὶ κάλεσμα λαμπρὸν μετὰ τοὺς ἐδικούς του·
τὸν σύγαβρόν του ἐμήνυσεν, τὸν ρῆγαν τῆς Ἀγγλετέρρας,
6015φιλιτικῶς τοῦ τὸ ἔγραψεν, ἀξιοπαρακαλεῖ τον
νὰ ἔλθῃ μὲ τὴν ρήγαιναν, ἐκείνην τὴν ἀδελφήν του,
εἰς τὸ Παρὶς νὰ ἐσμίξουσιν, νὰ ποιήσουν τὴν χαράν τους.
Κ’ ἐκεῖνος τὸ ἐδέξατο ’ς εἰλικρινὴν ἀγάπην·
ὀνόστιμον τοῦ ἐφάνηκεν νὰ ἐσμίξουν καὶ χαροῦσιν.
6020Ἐπῆρε γὰρ τὴν ρήγαινα καλὰ συντροφεμένην
εἰς τὸ Παρὶς ἀπήλθασιν, χαρὰν μεγάλη ἐποῖκαν
στὴν ἕνωσιν ποῦ ἑνώθησαν οἱ ρήγαινες οἱ δύο.
[fr§421]Καὶ μίαν ἡμέραν κυριακήν, εἶχον χαρὲς μεγάλες,
οἱ δύο ἀδελφὲς οἱ ρήγαινες ἑνώθησαν ἀλλήλως·
6025ἡ δεύτερη ἦτον τῆς Φραγκίας κ’ ἡ τρίτη τῆς Ἀγγλετέρρας.
Κι ὡσὰν ἐκαθεζόντησαν ’ς τῆς ρήγαινας τὴν τσάμπρα,
ἦλθεν κ’ ἡ πρώτη ἀδελφή, ἡ κουντέσσα τῆς Προβέντσας,
ὅπου εἶχεν γὰρ τὸ ἰγονικὸν ἐκεῖνο τοῦ πατρός τους.
Τὸ ἰδεῖ την ὅτι ἔρχετον, ἐπροσηκώθησάν της
6030ἐκάθισαν γὰρ ἑνομοῦ, ὡς τὸ ἔχουν οἱ γυναῖκες.
Κι ὅσον ἐπεριεγίνησαν καθήμεναι ἀλλήλως,
p.248ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ
ἡ ρήγαινα γὰρ τῆς Φραγκίας, ὅπου ἦτον ἡ μεσαία της,
(4700)λέγει τῆς πρώτης ἀδελφῆς, ὅπου ἦτον ἡ κουντέσσα·
«Οὐ πρέπει σε, καλὴ ἀδελφὴ, νὰ κάθεσαι μετ’ ἔμας
6035»ἴσως ὡσὰν ἐμᾶς τὲς δύο ὅπου εἴμεσταν ροΐνες·
»εἰς ἄλλην δόξαν καὶ βαθμὸν εἴμεσταν παρὰ ἐσένα».
[fr§422]Κι ὡς τὸ ἤκουσεν ἡ εὐγενικὴ ἐκείνη ἡ κουντέσσα,
ἀπὸ πικρίας καὶ ἐντροπῆς ἀπέκει ἐσηκώθη·
εὐθέως ἐπέκει ἐμίσσεψεν, στὸ ὁσπίτι της ἀπῆλθεν,
6040ἐσέβην εἰς τὴν τσάμπραν της μετὰ πολλῶν δακρύων.
[fr§423]Καὶ μετὰ ταῦτα ἀνέφανεν ὁ κόντος τῆς Προβέντσας·
ἐρώτησεν ἀπ’ ἔξωθεν τὸ ποῦ ἦτον ἡ κουντέσσα,
κι ὁκάποιος τοῦ ἀπεκρίθηκεν καὶ λέγει του· «Ἀφέντη,
»ἐκεῖ ἀπ’ ἔσω στὴν τσάμπραν της, λογίζομαι, κοιμᾶται».
[fr§424]6045Ὁ κόντος γὰν ἐλεύτερα ἐσέβηκεν ἀπ’ ἔσω·
τὸ νοήσει δὲ ἡ εὐγενικὴ ὅτι ἔρχετον ὁ κόντος,
τὰ ὀμμάτια της ἐσφούγγισεν μετὰ τὸ ἀναπετάριν.
Ὁ κόντος γὰρ ἐγνώρισεν τὰ ὀμμάτια τῆς κουντέσσας
ἀπὸ τὰ δάκρυα τὰ πολλὰ τὸ πῶς ἦσαν πρησμένα,
6050καὶ λέγει της μετὰ θυμοῦ· «Τί ἔνι τὸ κλαίεις, κουντέσσα;»
κ’ ἐκείνη ἠθέλησε νὰ ἀρνηθῇ, νὰ μὴ τὸ φανερώσῃ.
Κ’ ἐκεῖνος ὤμοσεν εὐθέως ὅρκον φριχτὸν καὶ εἶπεν·
(4720)«Ἐὰν οὐ τὸ εἴπῃς σύντομα ἀλήθεια, τί ἔν’ τὸ κλαίεις,
»ποιήσει σὲ θέλω τιμωρίαν νὰ κλάψῃς εἰς ἀλήθειαν».
6055    Κ’ ἐκείνη φοβιζόμενη εἶπεν του τὴν ἀλήθειαν,
τὸ πῶς ἀπῆλθε διὰ νὰ ἰδῇ τὲς δύο της ἀδελφᾶδες
κ’ ἐκάθισεν ὁμοῦ μὲ αὐτὲς διὰ νὰ παραδιαβάσουν·
«καὶ διατ’ ὅτι ἐκάθισα ἰσόπυρα μετ’ αὖτες,
»κι οὐδὲν τὲς ἀκριοετίμησα διατὸ ἤσασιν ροΐνες,
6060»ἡ ἀδελφή μου ἡ ρήγαινα ἐκείνη τῆς Φραγκίας
p.249ΚΑΡΟΛΟΣ ΑΝΔΕΓΑΥΪΚΟΣ ΚΑΙ ΠΑΠΑΣ
»ἄρξετον τοῦ νὰ μὲ λαλῇ καὶ λέγει πρὸς ἐμέναν·
»Οὐ πρέπει σε, καλὴ ἀδελφή, νὰ κάθεσαι μετ’ ἔμας
»ἰσόπυρα εἰς ἕνα βαθμόν, οὔτε εἰς ἀξίαν ἐτέτοιαν,
»διότι ἁρμόζει νὰ ἔχωμεν δόξαν κι ἀξίαν πλειοτέραν,
6065»παρὰ κουντέσσα ἢ δούκισσα ἢ ἄλλη καμμία γυναῖκα.»
Κ’ ἐγώ, τὸ ἀκούσει το, εὐτὺς ἐθλίβηκα τοσούτως,
ὅτι ἀπ’ τῆς θλίψεως κι ἐντροπῆς ἐμίσσεψα ἀπέκει
κ’ ἦλθα ἐδῶ εἰς τὴν τσάμπρα μου καὶ ἔκλαψα εἰς σφόδρα».
[fr§425]Ὁ κόντος δὲ τὸ ἀκούσει το, ὅρκον φριχτὸν ἐποῖκεν
6070καὶ εἶπεν τὴν ἑαυτοῦ γυνήν, ἐκείνην τὴν κουντέσσα·
«Ὀμνύω σε ἐτοῦτο εἰς τὸν Χριστὸν κ’ εἰς τὴν ἑαυτοῦ μητέρα,
»ποτέ μου νὰ μὴ ἀναπαῶ, μήτε χαρὰν νὰ ἔχω,
(4740)»ἕως οὗ νὰ ποιήσω νὰ γενῇς ρήγαινα μὲ τὸ στέμμα».
[fr§426]Εὐθέως ἐξέβην ἀπ’ ἐκεῖ καὶ ἦλθεν εἰς τὸν ρῆγαν,
6075στὸν ἀδελφόν του, σὲ λαλῶ, τὸν ρῆγαν τῆς Φραγκίας,
ἐκεῖ ὅπου ἐπαραδιάβαζεν μετὰ τὸν σύγαβρόν του,
τὸν ρῆγαν, ὅπου λέγουσιν τῆς Ἀγγλετέρρας ρῆγαν.
Ἐπαίρνει τον εἰς μίαν μερέαν κι ἄρχισε νὰ τοῦ λέγῃ·
«Ἀφέντη ρῆγα κι ἀδελφέ, καλὰ πρέπει νὰ ἐξεύρῃς,
6080»τὸ πῶς ὁ ἅγιος μας ὁ πατήρ, ὁ Πάπας γὰρ τῆς Ρώμης,
»διὰ πλείστων καὶ πολλῶν φορῶν ἀπέστειλε εἰς ἐμένα
»εὐχὴν καὶ παρακάλεσιν νὰ ἀπέλθω ἐκεῖ εἰς τὴν Ρώμην,
»ἂν θέλω εἰς μάχην νὰ πιαστῶ μετὰ τὸν ρόϊ Μαφρόϊ,
»νὰ πολεμήσω μετ’ αὐτὸν εἰς κάμπον μὲ φουσσᾶτα,
6085»ρῆγαν μὲ στέψῃ Σικελίας, τὸ σκῆπτρον νὰ μὲ δώσῃ,
»νὰ εἶμαι γὰρ διαφέστορας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης.
»Κ’ ἐγὼ ποτὲ οὐκ ἠθέλησα νὰ τὸ ἔχω καταπιάσει,
»ὁ Θεὸς τὸ ἐξεύρει, ὡς διὰ ἐσέν, νὰ μὴ σὲ βάλω εἰς μάχην

NO NOTES 4[επεξεργασία]

6190
p.250ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ
»καὶ κόλασιν, νὰ μάχεσαι τὸν ρῆγα Ἀλλαμανίας,
6090»εἶθ’ οὕτως καὶ τὸ μέρος του μὲ ὅλους τοὺς Γημπηλίνους.
»Λοιπόν, ἀφέντη, ἀρτίως βουλὴ μοῦ ἦλθεν νὰ τὸ ποιήσω·
»διοῦ σὲ δέομαι, προσκυνῶ, ὡς ἀφέντην κι ἀδελφό μου,
(4760)»νὰ ἔχω πρῶτα ὁρισμὸν ἀπὸ τὴν ἀφεντίαν σου
»κι ἀπέκει καὶ βοήθειαν, λογάριν καὶ φουσσᾶτα,
6095»νὰ ἀπέλθω γὰρ τιμητικά, ὡς πρέπει τῆς τιμῆς σου».
[fr§247]Ὁ ρῆγας δὲ τὸ ἀκούσει το, μεγάλως τὸ ἀποδέχτη,
καὶ λέγει οὕτως πρὸς αὐτὸν τὸν ἀδελφόν του ἐκεῖνον·
«Εὐχαριστῶ τὸν Βασιλέα ὅπου ἔπλασε τὸν κόσμον,
»ὅταν σὲ ἔδωκεν βουλὴν ἐτοῦτο νὰ ποιήσῃς,
6100»διατὶ ἔνι πρᾶγμα τῆς τιμῆς καὶ σωτηρία τοῦ κόσμου.
»Κ’ εἰς τοῦτο ἐβγάνω μάρτυρα τὸν Κύριον τῆς Δόξης
»τὸ πῶς εἶχα τὴν ὄρεξιν νὰ σὲ τὸ συμβουλέψω,
»νὰ τὸ ποιήσῃς μὲ ὄρεξιν καὶ νὰ τὸ καταπιάσῃς,
»Καὶ πάλι ἐπροσεγγιζαίνομουν, μὴ πιάσῃ καὶ σκοπήσῃς
6105»ὅτι ἤθελα νὰ λείπεσαι ἀπὸ τὴν συντροφίαν μου.
[fr§428]»Λοιπόν, ἀφῶν σὲ ἔδωκεν τὴν ὄρεξιν ὁ Θέος
»κι ὀρέγεσαι ἀπὸ λόγου σου νὰ τὸ ἔχῃς καταπιάσει,
»ἔπαρε ἐκ τὸ λογάριν μας ὁμοίως κ’ ἐκ τὸν λαόν μας,
»φουσσᾶτα ρόγεψε καλὰ νὰ ἔχῃς μετὰ σέναν,
6110»καὶ ὁ Θεὸς καὶ ἡ εὐχὴ τοῦ ἁγιωτάτου ἐκεινοῦ τοῦ πατρός μας
»κ’ εἶθ’ οὕτως κ’ ἡ ἐμὴ εὐκὴ ὅπου εἶμαι ἀδελφός σου,
p.251Ο ΚΑΡΟΛΟΣ ΑΝΔΕΓΑΥΪΚΟΣ ΕΙΣ ΙΤΑΛΙΑΝ
»νὰ εἶναι εἰς βοήθειαν σου ἔνθα κι ἂν ὑπαγαίνῃς·
(4780)»ἐπεὶ ἔχω ἐλπίδα εἰς τὸν Θεὸν κ’ εἰς τὴν ἁγίαν Θεοτόκον,
»στὴν φρόνεσιν κ’ εἰς τὴν στρατείαν, ὅπου ἔνι εἰς ἐσένα,
6115»νὰ ποιήσῃς πρᾶγμα τῆς τιμῆς πρῶτα τῆς Ἐκκλησίας
»μετὰ ταῦτα ἐμὲν κ’ ἐσὲν κι ὁλῶν τῶν ἐδικῶν μας».
[fr§429]Ὁ κόντος γάρ, ὡς φρόνιμος ὅπου ἦτον κ’ ἐπιδέξιος,
τὸν ρῆγαν εὐχαρίστησεν ὡς ἀφέντην κι ἀδελφόν του,
καὶ μετὰ ταῦτα ἐδιόρθωσε, ἀπῆρε γὰρ λογάριν,
6120φουσσᾶτα ἐρρόγεψεν πολλά, ἀνθρώπους παιδεμένους,
καβαλλαρίους γὰρ καὶ πεζοὺς στρατιῶτες ἀντρειωμένους,
τὸν ρῆγα ἀπεχαιρέτησεν, ἀπῆλθεν στὴν Προβέντσαν.
[fr§430]Τὰ πλευτικά του ἐδιόρθωσεν, ἐσέβηκεν εἰς αὖτα,
καὶ εἰς τὴν Ρώμην ἔσωσεν ἀπέσω εἰς ἕναν μῆναν.
6125    Δώδεκα μίλια εὑρίσκεται ἡ θάλασσα ἐκ τὴν Ρώμην·
κι ἀφότου ἐξέβηκε εἰς τὴν γῆν, ἐβγῆκεν ὁ λαός του·
τὰ ἄλογα καὶ τὰ φαρία καὶ τὲς ἀρματωσίες,
καὶ τὴν φαγοῦραν ἀλλὰ δὴ καὶ τὲς οἰκονομίες,
ὥρισεν κ’ ἐφορτώσασιν ’ς ἁμάξια καὶ μουλάρια,
6130κ’ ἐκίνησεν κι ἀπέρχετον ὁλόρθα εἰς τὴν Ρώμην.
[fr§431]Τὸ ἀκούσει ἐτοῦτο ὁ ἁγιώτατος τῆς Ρώμης γὰρ ὁ Πάπας,
ὁ μισὶρ Κάρλος ἔρχετον, ὁ κόντος τῆς Προβέντσας,
(4800)μὲ τὰ φουσσᾶτα τὰ λαμπρά, τὸ ἄνθος τῆς Φραγκίας,
ἐσήκωσε τὰς χεῖρας του καὶ τὸν Θεὸν δοξάζει,
6135τὸν ἅγιον Πέτρον ἀλλὰ δὴ ὁμοίως τὸν ἅγιον Παῦλον,
p.252ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ
ὅπου τὸν ἐγκαρδιώσασιν νὰ ἔλθῃ εἰς τὴν βοήθειαν
τῆς ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας στοὺς τύραννους ἀπάνω·
διατὸ εἶχε ἀρτίως πληροφορίαν κ’ εἰς τὸν Θεὸν ἐλπίδα
νὰ λείψουσιν οἱ τυραννίες κ’ οἱ ἐχτροὶ τῆς Ἐκκλησίας,
6140κ’ ἐκεῖνος ν’ ἀναπαύεται εἰς τὸ σκαμνὶ τῆς Ρώμης,
[fr§432]Ἐν τούτῳ ὁ Πάπας ’κ τὴν χαρὰν ὅπου εἶχε ἀπὸ τὸν κόντον
Pκαὶ διὰ νὰ δώσῃ προθυμίαν τοῦ κόντου, καθὼς πρέπει,
ἀτός του ἐκαβαλλίκεψεν μὲ τοὺς γαρδιναλίους,Λείπουν στίχοι από τον H
ὁμοίως μὲ τοὺς εὐγενεῖς ἀνθρώπους ἐκ τὴν Ρώμην,
H6145κι ἀπῆλθεν εἰς συναπαντὴν τοῦ κόντου τῆς Προβέντσας·
τιμὴν μεγάλην τοῦ ἔποικεν στὴν ἕνωσιν ἐκείνην.
Κι ἀφότου ἀπεσώσασιν καὶ ἦλθαν εἰς τὴν Ρώμην,
ὁ κατὰ εἷς ἐπέζεψεν εἰς τὴν κατοῦνα ὅπου εἶχεν.
Κι ὅσον ἐκατουνέψασιν, ὡσὰν σὲ τὸ ἀφηγοῦμαι,
6150ὁ Πάπας γὰρ ἀπέστειλεν πέντε γαρδιναρίους,
μητροπολῖτες τέσσαρους καὶ δώδεκα ἐπισκόπους,
στὸν κόντον τοὺς ἀπόστειλεν ἀξιοπαρακαλῶντα
(4820)νὰ ἔλθῃ ἐκεῖ, νὰ τὸν ἰδῇ διὰ καὶ νὰ τοῦ συντύχῃ·
ἐνταῦτα τὸν ἠφέρασιν μετὰ τιμῆς μεγάλης.
[fr§433]6155Ὁ Πάπας γὰρ ὁ ἁγιώτατος ἐπροσηκώθηκέν του,
ἀπὸ τὸ χέρι τὸν κρατεῖ, σιμά του τὸν καθίζει·
«Καλῶς ἦλθεν ὁ εὐγενικός, τὸ αἷμα τῆς Φραγκίας,
τῶν χριστιανῶν διαφέστορας, ὁ υἱὸς τῆς Ἐκκλησίας».
Ἄρξετον νὰ τὸν ἐρωτᾷ μαντᾶτα ἀπὸ τὸν ρῆγα,
6160τὸν ἀδελφόν του, σὲ λαλῶ, ἐκεῖνον τῆς Φραγκίας·
κι ἀφότου ἀφηγήσετον τοῦ ρήγα τὰ μαντᾶτα,
τότε τὸν εὐχαρίστησεν καὶ μυριοεπαινᾷ τον,
διατὶ ἦλθε ἐκεῖ κ’ ἐκόπιασεν στῆς Ἐκκλησίας τὴν χρείαν,
τὸ ὅποιον πρᾶγμα θέλει εἶσται τιμὴ καὶ ὄφελός του,
p.253Ο ΚΑΡΟΔΟΣ ΑΝΔΕΓΑΥΪΚΟΣ ΣΤΕΦΕΤΑΙ ΒΑΣΙΛΕΥΣ
6165τῶν χριστιανῶν ἀνάπαψις κι ὅλης τῆς Ἐκκλησίας.
Κι ἀφότου ἐσυντύχασιν κ’ εἶπαν ὅσον ἠθέλαν,
ὁ κόντος γὰρ ἐστράφηκεν εἰς τὴν κατοῦνα ὅπου εἶχεν.
Καὶ μετὰ ταῦτα ὥρισεν ὁ ἁγιώτατος ὁ Πάπας
κ’ ἐκάλεσεν τοὺς ἅπαντας, μικρούς τε καὶ μεγάλους·
6170κάλεσμα ἔποικεν φοβερὸν καὶ κούρτην γὰρ μεγάλην,
ἐκάλεσεν ἐκεινοὺς ὅπου ἤλθασιν ἐτότε μὲ τὸν κόντον,
ὁμοίως καὶ τοὺς εὐγενικοὺς ἀνθρώπους γὰρ τῆς Ρώμης.
(4840) [fr§434]Στοῦ ἅγιου Πέτρου τὴν ἐκκλησίαν ἐλειτούργησεν ὁ Πάπας·
κι ἀφότου ἐλειτούργησεν κ’ ἐξέβη ἀπὸ τὸ βῆμα,
τὸν μισὶρ Κάρλον ἔστεψεν ρῆγαν τῆς Σικελίας
μετὰ χρυσίου τοῦ στέμματος ἀτός του γὰρ ὁ Πάπας·
εὐφήμησάν τον οἱ ἅπαντες, μικροί τε καὶ μεγάλοι.
Κι ἀφότου ἐστέφτη ὁ κόντος ντὲ Ἀντζῶ ρῆγας τῆς Σικελίας,
οὐδὲν ἠθέλησε ποσῶς νὰ χάνῃ τὸν καιρόν του·
6180ἦλθε στὸν Πάπα, λέγει τον· «Ἀφέντη, πάτερ ἅγιε,
»ἐγὼ οὐδὲν ἦλθα ἐδῶ νὰ κάθωμαι ὡς γυναῖκα,
»ἀφότου ἐκαταπίασα τὴν μάχην μὲ τὸν ρῆγαν,
»αὐτόνον γὰρ τὸν ρόϊ Μαφρὲ καὶ μὲ τοὺς Γημπηλίνους,
»ὅπου εἶναι ἐχτροὶ τῆς Ἐκκλησίας κ’ εἶναι ἀφωρισμένοι.
6185»Ἐγὼ οὐ καυχῶμαι, οὐ δύνομαι μόνος νὰ πολεμήσω
»τοὺς τύραννους καὶ τοὺς ἐχτροὺς ὅλης τῆς Ἐκκλησίας.
»Ἀλλὰ ἀφῶν σὺ καθέζεσαι εἰς τὸ σκαμνὶ τῆς Ρώμης
»καὶ ἔποικες διαφέστοραν ἐμὲν τῆς Ἐκκλησίας,
»ὅρισε, στεῖλε πανταχοῦ εἰς ὅλα τὰ ρηγᾶτα,
»ὅσοι πιστεύουν εἰς Χριστὸν καὶ εἶναι στὸν ὁρισμόν σου,
p.254ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ
»ὅλοι νὰ σὲ βοηθήσουσιν μὲ τὰ φουσσᾶτα ποῦ ἔχουν,
»νὰ πολεμήσῃς τοὺς ἐχτροὺς ποῦ εἶναι τῆς Ἐκκλησίας».
(4860)Ἀκούσων τοῦτο ὁ ἁγιώτατος ὁ Πάπας γὰρ τῆς Ρώμης,
ὀνόστιμον τοῦ ἐφάνηκεν τὸ ἐλάλησεν ὁ ρῆγας.
6195Εὐθέως ὁρίζει, γράφουσι, στέλνει μαντατοφόρους
εἰς τὰ ρηγᾶτα ἀλλὰ δή κ’ εἰς ὅλην τὴν Ἰτάλιαν,
εὐχὴν καὶ παρακάλεσιν νὰ ἔλθουν νὰ τοῦ βοηθήσουν
νὰ ἐβγάλῃ ἀπὸ τῆς Ἐκκλησίας τὴν ἀφεντίαν καὶ τόπους
τοὺς τύραννους καὶ ἀσεβεῖς ὅπου τὴν ἐμουρτεῦαν,
[fr§435]6200Φουσσᾶτα ἤλθασιν λαμπρὰ ἀπ’ ὅλα τὰ ρηγᾶτα,
κ’ εἰς τὴν Ἰτάλιαν ἤλθασιν ὅσοι ἦσαν γὰρ Γέλφοι.
Κι ἀφότου ἐσωρεύτησαν ὅλοι ἐκεῖ εἰς τὴν Ρώμην,
ὁ ρῆγας ἐδιεμέρισεν τοῦ καθενὸς τὸ ἀλλάγιν
καὶ ὥρισε τοῦ νὰ ἐξεβοῦν ἀπὸ τὴν πόλιν Ρώμης.
6205Κ’ ἐκεῖνος ἀρματώθηκεν ὡς τοῦ ἔπρεπεν ὡς ρῆγας·
ἀρματωμένος τὰ ἄρματα ἦλθε ἐκεῖ εἰς τὸν Πάπαν,
γονατιστὰ τοῦ ἐζήτησεν νὰ δώσῃ τὴν εὐχήν του.
Κι ὁ Πάπας τὸν εὐλόγησεν καὶ τὸν σταυρὸν τοῦ ἐποῖκεν·
ὥρισεν καὶ ἐθέσαν τον στὸ ἀριστερὸν πλατάριν
6210τοῦ ἁγίου σταυροῦ τὴν τύπωσιν, νὰ τὸν βαστᾷ μετ’ αὖτον·
ὁμοίως καὶ τὰ φουσσᾶτα του, μικροί τε καὶ μεγάλοι,
τοὺς ἅπαντας εὐλόγησεν, εὐχήθηκεν καὶ εἶπεν·
(4880)«Ὅσοι ἀποθάνουν ’κ τὸ σπαθὶ εἰς τὸ ταξεῖδι ἐκεῖνο,
»νὰ ἔχουν συμπάθειον ’κ τὸν Χριστὸν ὁμοίως κ’ ἐκ τὸν Πάπα
6215»ἀπὸ ὅσα ἁμαρτήματα ἐποίησαν στὴν ζωήν τους,
»ὥσπερ γὰρ νὰ ἀπόθαναν στὰ μέρη τῆς Συρίας
»διὰ νὰ ἐξήβαλαν τοῦ Χριστοῦ αὐτὸν τὸν ἅγιον τάφον
»ἀπὸ τὰς χεῖρας τῶν ἐθνῶν, τὸ γένος τῶν βαρβάρων».
p.255ΗΤΤΑ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΜΑΜΦΡΕΔΟΥ ΕΙΣ ΒΕΝΕΒΕΝΤΟΝ
[fr§436]Κι ἀφότου ἀπῆρε τὴν εὐχὴν ὁ ρῆγας ἐκ τὸν Πάπα,-
6220οὕτως τὸ ἔποικεν ὁμοίως ἁπάντων τῶν φουσσάτων,-
ἐξέβησαν κι ἀπέρχονταν ὁλόρθα εἰς τὴν Πούλιαν.
[fr§437]Ὡς τὸ ἔμαθεν ὁ ρόϊ Μαφρὲς αὐνοῦνα τὰ μαντᾶτα,
ὅτι ἔρχετον ἀπάνω του ὁ ρόϊ Κάρλος ἀτός του,
ἀπέστειλεν καὶ ἤλθασιν ἀπὸ τὴν Ἀλλαμάνιαν
6225φουσσᾶτα πλεῖστα καὶ καλά, ὅλοι ἦσαν ἀντρειωμένοι,
εἶθ’ οὕτως ἐκ τὴν Λουμπαρδίαν ὁμοίως κ’ ἐκ τὴν Ντουσκάναν,
ὅπου ἦσαν ἐκ τὸ μέρος του, ὅσοι ἦσαν Γημπελῖνοι·
ἐκ τὴν Σικέλιαν ἤλθασιν κ’ ἐκεῖνοι τῆς Καλάβριας,
τόσα φουσσᾶτα ἐσώρεψεν, ὅτι ἀριθμὸν οὐκ εἶχαν,
6230στὰ Μπονιβὰντ ἐστήκετον κι ἀνάμενε τὸν ρῆγαν·
καὶ τόσα τὸν ἀνέμεινε, ὅτι ἔσωσεν κ’ ἐκεῖνος.
Ἐκεῖσε ἐπολεμήσασιν μὲ ὅλα τους τὰ φουσσᾶτα·
(4900)κι ὡς ἔνι θέλημα Θεοῦ ὅπου ἔχει γὰρ καὶ δίκαιον,
τοῦ δίδει ὁ Θεὸς τὴν εὐτυχίαν, ἐπαίρνει καὶ τὸ νῖκος,
6235ἐκέρδισε τὸν πόλεμον ὁ μέγας ρόϊ Κάρλος.
[fr§438]Ἐκεῖ ἐσκοτώθη ὁ ρόϊ Μαφρές, τὸν πόλεμον ἐχάσε,
κι ὅσοι ἐνέμειναν ἀπ’ αὐτοῦ, λέγω ἀπὸ τὸν λαόν του,
ὅλοι ἐπροσκυνήσασιν τὸν μέγαν ρόϊ Κάρλον,
κι οὕτως ἐνέμεινεν αὐτὸς μὲ ἀνάπαψιν κ’ εἰρήνην
6240ρῆγας ἀφέντης Σικελίας καὶ τοῦ ρηγάτου Πούλιας.
[fr§439]Ἐν τούτῳ ἀφίνω νὰ λαλῶ αὐτό τὸ σὲ ἀφηγοῦμαι,
καὶ θέλω πάλε νὰ στραφῶ στὸν πρίγκιπα Γυλιάμον,
νὰ εἰπῶ καὶ νὰ ἀφηγήσωμαι τὲς πρᾶξες, τὲς ἐποῖκεν.
[fr§440]Ἐδῶ ἄρξομαι νὰ λαλῶ καὶ νὰ σᾶς ἀφηγοῦμαι
p.256Ο ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ
6245περὶ τοῦ πρίγκιπα Μορέως, ἐκείνου τοῦ Γυλιάμου,
τὸ πῶς ἐποίησεν κ’ ἔπραξεν εἰς τὸν καιρὸν ἐκεῖνον,
ὅταν ἐστράφη ὁ εὐγενικὸς τῆς Καρυταίνου ὁ ἀφέντης
ἐκ τὸ ρηγᾶτο Σικελίας ἐκεῖθεν ἐκ τὴν Πούλιαν.
Καθὼς σὲ τὸ ἀφηγήσωμαι ὁπίσω εἰς τὸ βιβλίον μου,
P6250ὅτι τὸν ἐσυμπάθησεν ὁ πρίγκιπας ἀτός του·
Hτὸν τόπον του τοῦ ἔστρεψεν, ὅπερ ἐκράτει ἀπ’ αὖτον
εἰς τρόπον γὰρ καὶ συμφωνίαν, καθὼς τὸ ἐπεριεστῆσαν,
(4920)νὰ τὸν κρατῇ εἰς κληρονομίαν μόνη καὶ τοῦ παιδίου του,
ὥσπερ καὶ τοῦ τὸν ἔστρεψεν καὶ πρῶτα εἰς τὸ Νίκλι
6255ποῦ ἐμάχετον ὁ πρίγκιπας μετὰ τὸν Μέγαν Κύρην.
Ὡς τὸ ἔχει καὶ τὸ συνηθὲς τῆς μάχης ἔνθα ἔνι,
τὰ μὲν καιροὺς κερδαίνουσιν, τὰ δὲ ἔχουν ζημίες,
τὸ ὅποιον πρᾶγμα μὲ ἤθελεν κολάσει γὰρ μεγάλως
ὅλα νὰ σοῦ τὰ ἔγραφα εἰς τοῦτο τὸ βιβλίον.
6260    Ἀλλὰ διὰ τὸ ἐλαφρότερον ἐμέν, ὅπου τὸ γράφω,
κ’ ἐσὲν, ὅπου τὸ ἀφκράζεσαι κι ὅπου τὸ ἀναγινώσκεις,
ἐβιάστην κι ἀθολόγησα, ἔγραψα κι ἀφηγοῦμαι
τὲς πρᾶξες καὶ ὑπόθεσες ὅπου καρπὸν βαστοῦσιν.
Ἐν τούτῳ ἄρξομαι ἀπ’ ἐδῶ κι ἀφκράζου νὰ μαθαίνῃς.
[fr§441]6265Ὁ πρίγκιπος, ὡς τὸ ἤκουσεν κι ὡς τὸ ἐπληροφορέθη
p.257ΣΧΕΣΕΙΣ ΑΥΤΟΥ ΠΡΟΣ ΒΑΣΙΛΕΑ ΚΑΡΟΛΟΝ
τὸ πῶς ὁ ρῆγας Κάρουλος ἐνίκησεν ἐτότε
τὸ ρόϊ Μαφρὲ εἰς πόλεμον, τὴν κεφαλήν του ἐκόψε,
κι ἀπῆρεν του τὴν ἀφεντίαν ὅλου του τοῦ ρηγάτου,
μεγάλως τὸ ἐχάρηκεν, εἰς σφόδρα τὸ ἀποδέχτη,
6270διατὶ τὸ γένος τῶν Φραγκῶν, ὅπου ἦτον γὰρ κ’ ἐκεῖνος,
ἐπλήσιασεν εἰς τὸν Μορέαν, στὴν ἐδικόν του τόπον.
[fr§442]Ἐν τούτῳ ἐσκόπησεν καλὰ ἔσω στὸν λογισμόν του
(4940)καὶ εἶπεν κ’ ἐδιακρίσετον οὕτως, ὡσὰν τὸ λέγω·
ὅτι ἀφότου ὁ βασιλέας τῆς Κωνσταντίνου Πόλης
6275ἐρρίζωσεν εἰς τὸν Μορέαν κ’ ἐπλήθυνε ἡ ἀφεντία του,
ποτέ του οὐδὲν τὸν ἤθελεν ἐβγάλει ἀπὸ τὸν τόπον
ἐκεῖνος μόνος μοναχὸς μὲ τὸν λαὸν ὅπου εἶχεν,
ἐὰν οὐκ εἶχε δύναμιν ἀπὸ ἄλλης ἀφεντίας.
Λοιπόν, ἀφότου ὁ Θεὸς ἐπρόσταξεν καὶ ἦλθε
6280τοῦ ρόϊ Κάρλου ἡ ἀφεντία ἐκεῖ πλησίον στὴν Πούλιαν,
(κι ὁ Θεὸς οὐδὲν τοῦ ἔδωκεν υἱὸν διὰ κληρονόμον
νὰ ἀφήκῃ εἰς τὸν τόπον του ἀφέντην γὰρ δικαῖον του,
ὅταν τοῦ ἔλθῃ θάνατος, στὴν ὥραν τῆς θανῆς του,
μόνι καὶ θηλυκὰ παιδία ἔχει διὰ κληρονόμους),
p.258ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ
6285εἰ ἠμπορέση δυνηθῇ συμπεθερίαν ποιήσει
μετὰ τὸν ὑψηλότατον ἐκεῖνον τὸν ρόϊ Κάρλον,
Pτὴν θυγατέραν, σὲ λαλῶ, τοῦ πρίγκιπος Γουλιάμου,
νὰ ἔπαιρνε διὰ νύφην του αὐτὸς ὁ ρῆγας Κάρλος,
Hἤθελεν ἔχει δύναμιν, φουσσᾶτα ἀντρειωμένα,
6290νὰ ἔβγαλε τὸν βασιλέα ἀπὸ τὸ πριγκιπᾶτο.
[fr§443]Κι ἀφότου ἐσκόπησεν καλὰ ὁ πρίγκιπας ἀτός του,
ὥρισεν καὶ ἐκράξασιν τοὺς κεφαλᾶδες ὅλους,
ποῦ ἦσαν οἱ φρονιμώτεροι κ’ οἱ πρῶτοι τῆς βουλῆς του,
κ’ εἶπεν τους κι ἀφηγήσετον ἐκείνην τὴν βουλήν του.
6295Καὶ ὅσον τὸν ἀφκράστησαν, ἐσύντυχαν ἀλλήλως·
(4951)πολλὰ ἐδιακρίναν κ’ εἴπασιν τὲς ἀφορμὲς καὶ τρόπους
τὸ πῶς ἠμπόρει νὰ γενῇ νὰ πληρωθῇ τὸ πρᾶγμα,
διατὶ ἦτον εὐγενικὸς κ’ εἰς πλοῦτος ὑπὲρ φύσιν,
κι ὁ πρίγκιπας ἦτον μικρὸς πρὸς τὴν οὐσίαν ὅπου εἶχε,
6300πολλάκις μὴ τὸ ἐδέξατο κι οὐ μὴ τὸ ἐκαταδέχτη.
[fr§444]Λοιπόν, εἰς τοῦτο  ἐσύντυχεν ὁ φρονιμώτερός τους,
ὅστις εὑρέθη στὴν βουλὴν τοῦ πρίγκιπος ἐτότε,
τὸν ἔλεγαν κι ὠνόμαζαν μισὶρ Νικόλα ντὲ Σαὶντ Ὀμέρ.
Ἀφέντης ἦτον τῆς Θηβοῦ, γνῶσιν εἶχεν μεγάλην,
6305καὶ εἶπεν πρὸς τὸν πρίγκιπα, τέτοιαν βουλὴν τοῦ δίδει·
«Εἰ μὲν θέλεις, ἀφέντη μου, ἐτοῦτο νὰ πληρώσῃς,
»ἐγὼ τὸ ἐπαίρνω ἀπάνω μου, ἂν κάμῃς τὴν βουλήν μου,
»νὰ πληρωθῇ ἡ συμπεθερία μετὰ τὸν ρόϊ Κάρλον.
»Ἀλήθεια ἔνι, τὸ ἐξεύρουσιν οἱ πάντες, τὸ ἐγνωρίζουν,
6310»ὁ ἀφέντης ὁ πατέρας σου μετὰ καὶ τοὺς γονεῖς μας,
»ὅπου ἐκέρδισαν τὸν Μορέαν, τὸ λέγουν πριγκιπᾶτο,
»μὲ τὸ σπαθὶ ἐκερδίσασιν, ὅσον ὑποκρατοῦμε.
p.259ΣΧΕΣΕΙΣ ΑΥΤΟΥ ΠΡΟΣ ΒΑΣΙΛΕΑ ΚΑΡΟΛΟΝ
»Κι ὁ ἀφέντης καὶ πατέρας σου τὸν τόπον τοῦ Μορέως
»οὐδὲν τὸν εἶχε ἀπὸ τινὰν νὰ τὸν κρατῇ ἀπ’ ἐκεῖνον·
6315»μόνι ἐκ τὸν Θεὸν κ’ ἐκ τὸ σπαθὶ εἶχεν τὴν ἀφεντίαν.
(4981)»Κι ὅσον ἐμεταστάθηκεν ὁ ἀφέντης καὶ πατήρ του,
»κι ἀφέντεψε ὁ μισὶρ Ντζεφρές, ὁ ἀφέντης κι ἀδελφος σου,
»κ’ ἐκράτησεν τοῦ βασιλέως ἐκείνου τοῦ Ρομπέρτου
»τὴν θυγάτηρ του, ὅπου ἔστελνεν τοῦ ρόϊ Ραγγοῦ εἰς γυναῖκα,
6320»κ’ ἐνταῦτα εὐλογήθηκεν καθὼς τὸ ἐξεύρομε ὅλοι.
»’Σ ἀνταμοιβὴν τοῦ βασιλέως, διατὶ ἔσφαλεν πρὸς αὖτον,
»νὰ ἔχῃ ἀγάπην μετ’ αὐτόν, τὸ πρᾶγμα νὰ πραΰνῃ,
»ἐποίησε τὴν συμβίβασιν κ’ ἐγίνη ἄνθρωπός του,
»ποῦ νὰ κρατῇ τὸν τόπον του ἀπὸ τὸν βασιλέα.
6325»Λοιπόν, καθὼς τὸ ἔποικεν ἐτότε ὁ ἀδελφός σου
»κ’ ἐγένετον τοῦ βασιλέως ὁ ἄνθρωπός του λίζιος,
»οὐδὲν ἠμπόρει ἄλλον κανεῖν ἐκεῖνος νὰ δουλέψῃ,
»μόνι κι αὐτὸς ὁλοστινὸς εἰς αὖτον νὰ τὸ ποιήσῃ.
»Λοιπόν, ὡσὰν τὸ ἔποικεν διὰ διάφορόν του ἐκεῖνος,
6330»διὰ νὰ πληρώσῃ ὄρεξιν καὶ νὰ ἔχῃ διαφορήσει,
»οὕτως τὸ ποίησε καὶ ἀρτίως ἐσὺ εἰς τὸν ρόϊ Κάρλον,
»διὰ νὰ πληρώσῃς ὄρεξιν καὶ νὰ ἔχῃς διαφορήσει.
»Κ’ εἰ μὲν τὸ ποιήσεις, ὡς λαλῶ, ἀπάνω μου τὸ ἐπαίρνω,
»ὁ ρῆγας μετὰ προθυμίας μετὰ σὲ συγγενέψει».
[fr§445]6335Τὸ ἀκούσει το ὁ πρίγκιπας κ’ ἐκεῖνοι τῆς βουλῆς του,
(5001)ὅλοι τὸ ἀγαπήσασιν κ’ εἰς σφόδρα τὸ ἐπαινέσαν.
Κι ἀφότου ἐδόθη ἡ βουλὴ, καθὼς σὲ τὸ ἀφηγοῦμαι,
τὸ πρᾶγμα ἐστερεώθηκεν κ’ ἐστάθησαν εἰς αὗτο.
Τὸν ἐπίσκοπον τῆς Ὤλενας μετὰ τὸν μισὶρ Πιέρη
p.260ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ
6340(τὸ ἐπίκλην του ἦτον ντὲ Βάς, οὕτως τὸν ὠνομάζαν,
τὸν ἐκρατοῦσαν φρόνιμον ’ς ὅλον τὸν πριγκιπᾶτον),
αὐτοὺς ἐκλέξαν νὰ ἀπελθοῦν στὸν ρῆγα ἀποκρισάροι.
[fr§446]Ὠρθώθησαν κ’ ἐπέρασαν ὁλόρθα εἰς τὸ Βροντῆσι·
κι ἀφότου ἀποσκάλωσαν, ἄλογα ἀγοράσαν,
6345ὡδέψασιν κι ἀπήλθασιν ἐκεῖ ὅπου ἦτον ὁ ρῆγας.
Τὸν ηὗραν στὴν Ἀνάπολιν κ’ ἐπροσκυνήσανέ τον·
πιττάκια τοῦ ἐβασταίνασιν κ’ ἐπροσκομίσανέ τα,
τὰ ἐγράφασιν κ’ ἐλέγασιν, ὅλα νὰ τοὺς πιστέψῃ,
τὰ θέλουσιν ἀφηγηθῆ κ’ ἐκ στόματος λαλήσει.
6350    Κι ἀφότου ἐπαράλαβεν ὁ ρῆγας τὰ πιττάκια
κ’ ἐγνώρισεν τὴν δήλωσιν ὅτι νὰ τοὺς πιστέψῃ,
ὁρίζει ὁ ρῆγας, κράζουν τους εἰς τόπον κατ’ ἰδίας,
κι ἄρξετον νὰ τοὺς ἐρωτᾷ τὸ τί θέλουν νὰ εἰποῦσιν.
[fr§447]Κ’ ἐκεῖνοι, ὡς ἦσαν φρόνιμοι, ἀρχίσαν νὰ τοῦ λέγουν·
6355λεπτομερῶς τοῦ εἴπασιν τὸ τί ἠθέλαν ἐκεῖσε,
(5021)τὴν ὄρεξιν τοῦ πρίγκιπος, ἂν θέλῃ ὁ Θεὸς κι ὁ ρῆγας
συμπεθερειὸν νὰ ποιήσουσιν, τὸ ἕνα νὰ γενοῦσιν.
Κι ἀφότου ἀφκράστηκεν καλὰ ὁ ρῆγας τὰ τοῦ εἶπαν,
ἀπόκρισιν τοὺς ἔδωκεν· νὰ ἐπάρῃ τὴν βουλὴν του
6360κ’ ἐνταῦτα ποιήσῃ ἀπόκρισιν, ὡς πρέπει καὶ λαχάνει.
[fr§448]Ἐνταῦτα ὁ ρῆγας ὥρισε, κράζουν τοὺς κεφαλᾶδες,
τοὺς πρώτους καὶ καλλιώτερους ὅπου ἦσαν στὴν βουλήν του·
λεπτῶς τοὺς ἀφηγήσετον τοῦ πρίγκιπος Μορέως,
τὸ τί ἐμήνα κ’ ἔγραφεν νὰ ποιήσῃ μετ’ ἐκεῖνον.
6365Κ’ ἐνταῦτα ἄρχασαν νὰ λαλοῦν κ’ ἐπαίρνουν τὴν βουλήν τους·
κι ἀφότου ἐσυμβουλεύτησαν εἴπασιν καὶ ἐτοῦτο·
νὰ κράξουν κ’ ἐρωτήσουσιν τοὺς ἀποκρισαρίους
p.261ΣΧΕΣΕΙΣ ΑΥΤΟΥ ΠΡΟΣ ΒΑΣΙΛΕΑ ΚΑΡΟΛΟΝ
νὰ μάθωσιν κι ἀκούσωσιν ὅλα τους τὰ κεφάλαια.
[fr§449]Ἐν τούτῳ τοὺς ἐκράξασιν, ἄρχασαν κ’ ἐρωτοῦν τους,
6370ὁ πρίγκιπας γὰρ τοῦ Μορέως, ἐκεῖνος ὁ Γυλιάμος,
τὸ πῶς κρατεῖ τὸν τόπον του καὶ ποῖον ἀφέντην ἔχει,
καὶ τί τόπος ἔνι ὁ Μορέας καὶ τί ἠμπορεῖ νὰ ἀξιάζῃ;
Ἐνταῦτα ἀποκρίθηκεν αὐτὸς ὁ μισὶρ Πιέρης,
ὅπου ἔξευρεν κ’ ἐγνώριζεν τὰ πάντα τοῦ Μορέως,
P6375τὰ πάντα τοῦ ἀφηγήθηκεν ἀπὸ ἀρχῆς εἰς τέλος.
H (5041)    Κι ἀφότου ὁ ρῆγας ἤκουσεν ὡσαύτως κ’ ἡ βουλή του
τὸ πριγκιπᾶτο τοῦ Μορέως τὸ τί κρατεῖ κι ἀξιάζει,
ὅλοι τὸν ἐσυμβούλεψαν νὰ πληρωθῇ τὸ πρᾶγμα,
διατὶ εἴδασιν κι ἀπείκασαν ὅτι ἦτον διάφορόν του.
6380Κ’ ἐν τούτῳ ὁ ρῆγας ἔστερξεν νὰ πληρωθῇ ἡ βουλή τους·
κι ἀφότου ὁ ρῆγας ἔστερξεν συμπεθερία νὰ ποιήσῃ
μετὰ τὸν πρίγκιπα Μορέως, ἐκεῖνον τὸν Γυλιάμον,
ἐπίσκοπον ἐδιόρθωσε καὶ δύο φλαμουριαρίους
καὶ ἄλλους δύο καβαλλαρίους ὅπου ἦσαν μετ’ ἐκεῖνον,
6385ἀποκρισάρους νὰ ἀπελθοῦν στὸν πρίγκιπα Γυλιάμον,
νὰ στρέψουσιν ἀπόκρισιν μετὰ τοὺς ἐδικούς του
τὸ θέλημα κι ἀπόκρισιν, τὸ τοῦ μηνᾷ ὁ ρῆγας.
    Ἐνταῦτα ἐμισσέψασιν κ’ ἦλθαν εἰς τὸ Βροντῆσι·
τὰ πλευτικὰ ηὑρήκασιν, τὰ ἦσαν ὠρθωμένα.
[fr§450]6390Ἐσέβησαν ἀμφότεροι, ἦλθαν εἰς τὴν Κλαρέντσαν,
στὴν Ἀνδραβίδα ηὕρασιν τὸν πρίγκιπα Γυλιάμον.
Ὁ ἐπίσκοπος τῆς Ὤλενας μετὰ τὸν μισὶρ Πιέρην
τὸν πρίγκηπα ἐλάλησαν καὶ μοναξὰ τὸν εἶπαν
τὰ ὅσα ἐπερίστησαν κ’ ἐποίησαν μὲ τὸν ρῆγαν.
6395Καὶ μετὰ ταῦτα, ἐκράξασιν καὶ τοὺς μαντατοφόρους,
(5061)ὅπου ἦλθασιν μετ’ ἐκεινοὺς ἀπὸ τὸν ρῆγαν Κάρλον.
p.262ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ
Κι ἐνταῦτα ἐσυντύχασιν τὰ εἴχασιν νὰ εἰποῦσιν
ἀπὸ τὸν ρῆγαν Κάρουλον τοῦ πρίγκιπα Μορέως·
τὸ πῶς ἀρέσει τοῦ ρηγός, ὀρέγεται καὶ θέλει
6400νὰ πληρωθῇ ἡ συμπεθερία στὰς συμφωνίας ἐκείνας,
ὅπου εἴπασιν γὰρ τοῦ ρηγὸς ἐκεῖνοι οἱ ἀποκρισάροι,
τοὺς ἔστειλεν ὁ πρίγκιπας ἐτότε εἰς τὸν ρῆγαν,
ἤγουν νὰ ἐπάρῃ ὁ πρίγκιπας τὴν θυγατέρα ὅπου εἶχεν,
ὅπου ἦτον κληρονόμος του, τὴν ἔλεγαν Ζαμπέα,
6405νὰ ἀπέλθουν στὴν Ἀνάπολιν, νὰ ἐσμίξουν μὲ τὸν ρῆγαν,
νὰ εὐλογηθοῦσιν τὰ παιδία, νὰ ἐπάρῃ ὁ υἱὸς τοῦ ρῆγα
τὴν θυγατέρα, σὲ λαλῶ, τοῦ πρίγκιπα Γυλιάμου,
καὶ μετὰ ταῦτα ὁ πρίγκιπας νὰ ποιήσῃ καὶ τὸ ὁμάτζιο,
τοῦ νὰ κρατῇ τὸν τόπον του ἀπὸ τὸν ρῆγα Κάρλον.
[fr§451]6410Κι ὡς τὸ ἤκουσεν ὁ πρίγκιπας, μεγάλως τὸ ἀποδέχτη,
μεγάλως γὰρ ἐτίμησεν, δωρήματα ἐδῶκεν
ἐκείνων ὅπου ἤλθασιν ἀποκρισάροι εἰς αὖτον.
Καὶ ὤρθωσεν κ’ ἐστράφησαν ἐκεῖσε εἰς τὸν ρῆγαν
τοῦ νὰ στρέψουν ἀπόκρισιν, νὰ τὸν πληροφορέσουν,
6415τὸ πῶς ὁ πρίγκιπας Μορέως, οἱ συμφωνίες τοῦ ἀρέσουν
(5081)κ’ οἰκονομᾶται διὰ νὰ ἐλθῇ τὸ πρᾶγμα νὰ πληρώσουν.
Κι ὁ πρίγκιπας ἀπέστειλεν στὸν Εὔριπον εὐθέως,
κ’ ἠφέρασίν του κάτεργον καλὰ ἀρματωμένον,
κ’ εἰς τὴν Κλαρέντσαν ὤρθωσεν κι ἄλλο τοῦ ἀρματῶσαν.
6420Οἰκονομήθη ὡς ἔπρεπεν τέτοιου μεγάλου ἀνθρώπου·
ἐσέβην εἰς τὰ κάτεργα μετὰ τὴν θυγατήρ του,
τὴν ὠνομάζασι ἡ Ζαμπέα, μετὰ τὴν φαμελίαν του,

NO NOTES 5[επεξεργασία]

6455



p.263ΓΑΜΟΣ ΙΣΑΒΕΛΛΑΣ ΒΙΛΛΑΡΔ. ΜΕ ΒΑΣΙΛΟΠΑΙΔΑ ΝΕΑΠΟΛΕΩΣ
ἐπῆρεν καὶ καβαλλαρίους ὅσους τοῦ ἔκαμναν χρεία,
ἐκ τὴν Κλαρέντσα ἐμίσσεψαν, εἰς τὸ Βροντῆσι ἐσῶσαν.
PΚ ἀφότου ἀπεσκάλωσαν ἐκεῖ εἰς τὸ Βροντῆσι,Πληρέστερος ο P από τον H
6425ἄλογα εὐτὺς ἀγόρασεν καὶ τὴν ὁδὸν ἐπίασεν.
Καὶ οὕτως ἀπεσώσασιν ἐκεῖσε εἰς τὸν ρῆγαν,
ἤγουν εἰς τὴν Ἀνάπολιν ποῦ ἦτον κατοικία του.
H [fr§452]Ὁ ρῆγας γάρ, ὡς τὸ ἤκουσεν κι ὡς τὸ ἐπληροφορέθη,
ὅτι ἔρχετον ὁ πρίγκιπας ἐκεῖ πλησίον τῆς χώρας,
6430ἀτός του ἐκαβαλλίκεψεν, ἐξέβη εἰς ἀπαντήν του.
Ἐκεῖ ὅπου τὸν ἀπάντησεν γλυκέα τὸν χαιρετίζει,
ἀπὸ τὸ χέρι τὸν κρατεῖ, ὡδεύασιν οἱ δύο·
τιμὴν μεγάλην τοῦ ἔποικεν, οἱ πάντες τὸ ἐθαυμάσαν.
Καὶ μετ’ αὐτὸν ἐπέζεψαν εἰς τοῦ ρηγὸς τὸ ὁσπίτι·
6425ὥρισεν, ἀππλικέψαν τον τιμητικὰ εἰς τὴν χώραν.
(5100)Ἐκάλεσέ τον νὰ γευτῇ ἐπὶ τῆς αὐρίου μετ’ αὖτον·
καὶ διὰ τιμὴν τοῦ πρίγκιπος ἐκάλεσεν τοὺς πάντας
ὅλους τοὺς εὐγενικούς, ὅπου ἦσαν εἰς τὴν χώραν.
Κούρτην μεγάλην ἔποικεν, χαρὲς μεγάλες ἦσαν.
[fr§453]6440Καὶ ἀφότου ἐχάρησαν καλὰ ἐκείνην τὴν ἡμέραν,
ὁ κατὰ εἷς ἐδιάβηκεν εἰς τὴν κατούνα ὅπου εἶχεν.
    Ἐπὶ τῆς αὐρίου τὸ πρωὶ ὁ πρίγκιπας ἐδιάβη,
στὸν ρῆγαν ἐκατέλαβε νὰ τὸν ἔχῃ συντύχει.
Ὁρίζει ὁ ρῆγας κ’ ἤλθασιν ὅλοι του οἱ κοντᾶδες·
6445ἐκάθισαν εἰς τὴν βουλήν, ἄρξαν νὰ συντυχαίνουν.
    Ἐνταῦτα ἤλθασιν ἐκεῖ ἐκεῖνοι οἱ ἀποκρισάροι,
p.264ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ
ὅπου ἦσαν εἰς τὸν πρίγκιπα διαβόντα εἰς τὸν Μορέαν
καὶ ἄρξασιν νὰ λέγουσιν νὰ θέλουν ἀφηγᾶσται,
τὸ πῶς ἀπῆλθαν στὸν Μορέαν, στὸν πρίγκιπα Γυλιάμον,
6450μὲ τοῦ ρηγὸς τὸν ὁρισμὸν διὰ τὴν συμπεθερίαν,
(5123)κ’ εἰς τί ἀποκατάστησαν κ’ εἰς τί ποσὸν ἠφέραν
τὸ πρᾶγμα, τὴν ὑπόθεσιν ἐνῷ ἤσασιν σταλμένοι.
«Λοιπόν, ἀφῶν ἐπρόσταξεν ὁ βασιλέας τῆς Δόξης
κ’ ἦλθεν ὁ πρίγκιπας ἐδῶ εἰς τὸ κράτος τῆς βασιλείας σου,
6455ἐνέμεινεν ἡ ὑπόθεσις ’ς ἐσᾶς τοὺς δύο ἀφέντας,
νὰ ποιῆτε κ’ ἐκπληρώσετε τὸ πρᾶγμα εἰς τέτοιον τρόπον,
ὅπου νὰ ἔνι εἰς τιμὴν ἐσᾶς τῶν δύο ἀφέντων,
κ’ εἰς δόξαν καὶ ἀνάπαψιν ἐσᾶς καὶ τοῦ λαοῦ σας».
[fr§454]Καὶ ὅσον ἀποπλήρωσαν ἐκεῖνοι οἱ ἀποκρισάροι
6460τὸ ὅσον εἴχασιν νὰ εἰποῦν διὰ τὴν συμπεθερίαν,
ἄρχασεν τότε ὁ πρίγκιπας νὰ λέγῃ κι ἀφηγᾶται
τὴν πρᾶξιν γὰν καὶ τὴν ἀρχήν, τὸ πῶς τὸ πρᾶγμα ἀρχάστην
καὶ πῶς ἀπὸ τοῦ ὁρισμοῦ καὶ θέλημα τοῦ ρῆγα
ἦλθεν ἐκεῖθεν κ’ ἤφερεν μὲ αὐτὸν τὴν θυγατήρ του,
κ’ ἦτον νὰ ποιήσῃ ἕτοιμος τὸ ὅσον ἐπεριστῆσαν
οἱ ἀποκρισάροι τοῦ ρηγὸς μὲ αὐτὸν εἰς τὸν Μορέαν,
στὲς συμφωνίες ὅπου ἔποικαν κ’ εἰς ὅλα τὰ κεφάλαια.
    Κ’ ἐνταῦτα ἀποκρίθηκεν ὁ ρῆγας ἀπ’ ἀτός του·
ὅτι ὅσον λέγει ὁ πρίγκιπας ἀλήθεια οὕτως ἔνι,
6470καὶ θέλει γὰρ κι ὀρέγεται νὰ πληρωθῇ τὸ πρᾶγμα,
καθὼς τὸ ἐσυμβίβασαν κι ὡσὰν τὸ ἐπεριεστῆσαν.
[fr§455]Κι ἀφότου ἐπληρώσασιν κ’ εἴπασιν τὰ κεφάλαια,
ὥρισαν καὶ ἠφέρασιν ἐκεῖσε τὰ παιδιά τους.
Τῆς Ἀνάπολης ὁ ἀρχιερεύς, μητροπολίτης ἔνι,
p.265ΓΑΜΟΣ ΙΣΑΒΕΛΛΑΣ ΒΙΛΛΑΡΔ. ΜΕ ΒΑΣΙΛΟΠΑΙΔΑ ΝΕΑΠΟΛΕΩΣ
6475ἐκεῖνος ἀρρεβώνιασεν ἐτότε τὰ παιδία·
(5140)κι ἀφότου ἀρρεβώνιασεν κ’ ἐποίησεν τὸν γάμον,
ἐποίησε γὰρ ὁ πρίγκιπας τὸ ὁμάτζιον πρὸς τὸν ρῆγα
τοῦ νὰ κρατῇ τὸν τόπον του ἀπὸ τὸν ρῆγα Κάρλον.
Ἐκδύθη καὶ τὸν τόπον του καὶ τοῦ ρηγὸς τὸν δίδει,
6480κι ὁ ρῆγας ἐρεβέστισεν ἐνταῦτα τὸν υἱόν του,
ἐκεῖνον τὸν μισὶρ Λωῒς ἀπὸ τὸ πριγκιπᾶτο·
καὶ ἐκεῖνος τὸ ἔστρεψεν πάλε τοῦ πεθεροῦ του,
νὰ τὸ κρατῇ, νομεύεται ἕως ὅτου ζῇ εἰς τὸν κόσμον.
[fr§456]Κι ἀφότου ἐκαταστήσασιν ἐτοῦτα ὅπου σὲ λέγω,
6485ἄργησε ὁ πρίγκιπας ἐκεῖ ἡμέρας δεκαπέντε
μετὰ τὸν ρῆγαν Κάρουλον· χαρὲς μεγάλες εἶχαν.
Ἐνταῦτα ἦλθαν ἐκ τὸν Μορέαν τοῦ πρίγκιπος μαντᾶτα
τὸ πῶς ἀπὸ τοῦ βασιλέως ἦλθε εἰς Μονοβασίαν
ὁκάποιος του ἕνας ἀνεψίος καὶ ἤφερεν φουσσᾶτα,
6490Κουμάνους, Τούρκους καὶ Ρωμαίους ἐκ τῆς Νικαίας τὰ μέρη,
κ’ ἔχουσιν φόβον στὸν Μορέαν οἱ ἄνθρωποι τοῦ τόπου,
τὸν πρίγκιπα παρακαλοῦν νὰ καταλάβῃ ἐκεῖσε.
Ἀκούσων ταῦτα ὁ πρίγκιπας, ἀπῆγεν εἰς τὸν ρῆγαν
καὶ εἶπεν του λειπομερῶς ἐκεῖνα τὰ μαντᾶτα,
6495κ’ ἐζήτησέ του ἀπολογίαν ν’ ἀπέλθῃ στὸν Μορέαν
(5160)διὰ συμμαχίαν καὶ δύναμιν τοῦ τόπου καὶ λαοῦ του·
p.266ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ
εἰς τὰ κάστρη του νὰ ἀπελθῇ διὰ νὰ τὰ σωταρχίσῃ.
Κι ὁ ρῆγας, ὡς τὸ ἤκουσεν, εἶπε ὅτι καλὸν ἦτον
νὰ ἀπέλθῃ εἰς τὸν τόπον του διὰ νὰ τὸν συμμαχήσῃ,
6500κι ἀπὸ τοὺς ἀντιδίκους του νὰ τὸν ἔχῃ φυλάξει.
Ἐν τούτῳ ἀπῆρε ὁ πρίγκιπας ἀπολογίαν ’κ τὸν ρῆγαν·
[fr§457]σπουδαίως ἐκαβαλλίκεψεν, ἔσωσε εἰς τὸ Βροντῆσι,
ηὗρεν νὰ κάτεργα ἕτοιμα, ἐσέβηκεν ἀπέσω,
εἰς δύο ἡμέρας ἔσωσεν ἐκεῖσε εἰς τὴν Κλαρέντσα
6505κι ἀπέκει ἐκαβαλλίκεψεν κ’ ἦλθεν στὴν Ἀνδραβίδαν.
    Τὸ ἀκούσει το οἱ ἅπαντες τοῦ τόπου τοῦ Μορέως,
τὸ πῶς ἦλθεν ὁ πρίγκιπας, ἐχάρησαν μεγάλως·
θάρσος ἐπῆραν δυνατὸν ἀπάνω εἰς τοὺς ἐχτρούς τους.
[fr§458]Καταπαντόθεν ἔστειλεν γραφὲς τῶν κιβιτάνων
6510νὰ ἔχουν μεγάλην φύλαξιν ὅλοι μὲ τὸν λαόν τους,
ἐπεὶ κ’ ἐκεῖνος ἔρχετον διὰ νὰ τοὺς συμμαχήσῃ,
τὰ κάστρη νὰ σωταρχίσουσι καὶ τὸν λαὸν σωρέψουν,
νὰ στήκουν καὶ φυλάττουσιν τὸν τόπον καὶ τὲς ἄκρες.
[fr§459]Καὶ ὅσον ἀναπαύτηκεν κἄν τέσσαρες ἡμέρες,
6515τῶν κεφαλάδων ἔγραψεν καὶ τῶν καβαλλαρίων,
(5180)κ’ ἦλθαν ἐκεῖσε εἰς αὐτὸν κ’ εὐθέως καβαλλικεύουν.
Ἐπῆρε τους κ’ ἐδιάβησαν ἀπὸ τὰ κάστρη ὅλα
καὶ ὤρθωσε νὰ ἔχουσιν φύλαξες κατὰ τόπον,
ὡς νὰ διαφυλάττωνται ἀπὲ τοὺς ἀντιδίκους.
[fr§460]6520Ἐν τούτῳ παύω ἐδῶ μικρὸν νὰ γράφω καὶ νὰ λέγω
ἀπὸ τὸν πρίγκιπα Μορέως ἐκεῖνον τὸν Γυλιάμον
καὶ θέλω νὰ ἀφηγήσωμαι ἀπὸ τὸν ρῆγαν Κάρλον,
τὴν πρᾶξιν ὅπου ἔποικεν, τὸ σπλάχνος ὅπου ἐδεῖξεν
ἐτότε πρὸς τὸν πρίγκιπα ἐκεῖνον τοῦ Μορέως.
P [fr§461]6525Ὁ ρῆγας ὡς πανφρόνιμος, οὗτος ὁ ρόϊ Κάρλος,
ἀπὲ τὸ σπλάχνος τὸ πολύ, τὴν ζέσιν ὅπου εἶχεν
πρὸς τὸν αὐτοῦ συμπέθερον τὸν πρίγκιπαν Γουλιάμον,
κι ὡς ἦτον καὶ παιδευτικὸς τῆς μάχης τῶν φουσσάτων,
p.267ΕΠΑΝΑΛΗΨΙΣ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΕΙΣ ΜΟΡΕΑΝ
Hἀφότου ἐξέβη ὁ πρίγκιπας κ’ ἐμίσσεψεν ἀπ’ αὖτον,
6530ἐσκόπησεν, ἐλόγιασεν ὅτι ἀφότου ὁ βασιλέας
ἀπέστειλεν εἰς τὸν Μορέαν φουσσᾶτα ἐδικά του
νὰ μάχωνται τὸν πρίγκιπα ποῦ ἔνι συμπέθερός του,
τοῦ πρίγκιπα κάμει ἤθελεν χρεία νὰ εἶχεν συμμαχίαν
ἀπὸ φουσσᾶτα καὶ λαὸν τὸν τόπον του φυλάξει.
6535Ἐν τούτῳ ὁρίζει κ’ ἔκραξαν ἕναν του καβαλλάρην,
ὅπου ἦτον παιδευτικὸς στρατιώτης, εἰς τὰς μάχας·
(5200)μισὶρ Γγαλερὰν τὸν ἔλεγαν, ντὲ Βρῆ εἶχε τὸ ἐπίκλη.
Λέγει του· «Θέλω νὰ ἀπελθῇς ἐκεῖσε εἰς τὸν Μορέαν
»εἰς συμμαχίαν τοῦ πρίγκιπος, ὅπου ἔν’ συμπέθερός μου,
6540»μὲ ρογατόρους ἑκατὸν ἀπάνω εἰς τὰ φαρία τους
»καὶ διακοσίους ὁμοίως πεζοὺς ὅλοι ἐκλεκτοὶ κ’ ἐκεῖνοι,
»νὰ εἶναι οἱ ἑκατὸν τζαγράτοροι κ’ οἱ ἄλλοι σκουταρᾶτοι.
»Κι ὁρίζω νὰ εἶναι ἐξαμηναῖον ὅλοι τους πληρωμένοι,
»νὰ εἶσαι ἐσὺ ἀπάνω τους μπάϊλος καὶ καπετάνος·
6545»κ’ οἰκονομήσου παρευτὺς κ’ ὑπάγαινε σπουδαίως.
»Τὰ πλευτικὰ εἶναι ἕτοιμα ἐκεῖσε εἰς τὸ Βροντῆσι,
»καὶ σέβα εἰς ταῦτα, ὑπάγαινε σπουδαίως εἰς τὸν Μορέαν,
»εἰς συμμαχίαν τοῦ πρίγκιπος, πολλὰ μὲ τὸν χαιρέτα,
»κ’ εἰπές του ἀπὸ τὸ μέρος μου, ἂν χρήζῃ πλέον φουσσᾶτα,
6550»ἂς ἔχω εἴδησιν μικρὴν κ’ εὐθέως νὰ τοῦ ἀποστείλω».
    Ὁ καβαλλάρης παρευτύς, ὡς φρόνιμος ὅπου ἦτον,
οἰκονομήθη ἕτοιμα, ὡς τὸ ὥριζεν ὁ ρῆγας.
p.268ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ
Ἐξέβη ἀπ’ τὴν Ἀνάπολιν, ἦλθεν εἰς τὸ Βροντῆσι·
ἐκεῖ ηὗρεν τὰ πλευτικὰ ἕτοιμα ἐσέβη εἰς αὖτα ἀπέσω,
6555κ’ εἰς τὴν Κλαρέντσαν ἔσωσεν ἀπέσω εἰς τρεῖς ἡμέρες.
Ὁ πρίγκιπας εὑρέθηκεν ἐτότε εἰς τὸ Βληζῆρι.
(5220)Μισὶρ Γγαλερὰν τοῦ ἀπέστειλεν μαντατοφόρους ἕξι·
σιργέντες ἦσαν τέσσαροι κ’ οἱ δύο ἦσαν καβαλλάροι,
κ’ ἐμήνα του λεπτομερῶς τὸ πῶς ἦλθεν ’κ τὴν Πούλιαν
6560μὲ τοῦ ρηγὸς τὸν ὁρισμόν, μὲ τὸ φουσσᾶτο ὅπου ἔχει
εἰς συμμαχίαν τοῦ πρίγκιπος νὰ ποιήσῃ τὸν ὁρισμόν του.
    Κι ὅταν ἔμαθε ὁ πρίγκιπας τὸ ἔλθημον τοῦ μπάϊλου
ἐκείνου τοῦ μισὶρ Γκαλερᾶ, ὅπου ἦλθε ἀπὸ τὸν ρῆγαν
καὶ ἤφερεν καὶ μετ’ αὐτοῦ τὸ ἔκλαμπρον φουσσᾶτο,
6565καβαλλαρίους γὰρ καὶ πεζούς, καθὼς σὲ τὸ ἀφηγοῦμαι,
πολλὰ τοῦ ἐφάνη ὀνόστιμον, ἐχάρην το μεγάλως·
καὶ διὰ νὰ ποιήσῃ γὰρ τιμὴν τοῦ μπάϊλου διὰ τὸν ρῆγαν,
εὐθέως ἐκαβαλλίκεψεν μὲ τὸν λαὸν ὅπου εἶχεν,
κι ἀπῆλθε ὁλόρθα πρὸς αὐτὸν ἐκεῖσε εἰς τὴν Κλαρέντζα.
6570Καὶ πάλι ὁ μισὶρ Γγαλεράνς, ὡς φρόνιμος ὅπου ἦτον,
τὸ ἀκούσει καὶ μάθει ὅτι ἔρχετον ὁ πρίγκιπας πρὸς αὖτον,
εὐθέως ἐκαβαλλίκεψε μετὰ τὴν συντροφίαν του,
ἀρματωμένοι εἰς τὰ ἄλογα, πεζοὶ καὶ καβαλλάροι,
καὶ ἦλθαν εἰς συναπαντὴν τοῦ πρίγκιπος Γυλιάμου
6575στὸν ποταμὸν τοῦ Ἠλειακοῦ, στὴν Κρίβησκαν τὸ λέγουν.
    Ἐκεῖ ἐσυναπαντήθησαν ἐχάρησαν ἀλλήλως·
(5240)ἐκεῖνος ὁ μισὶρ Γγαλερὰνς τὸν πρίγκιπα ἐχαιρέτα
ἐκ τὸ ἰμοιράδι τοῦ ρηγὸς καὶ εἶπεν πρὸς ἐκεῖνον·
p.269ΕΠΑΝΑΛΗΨΙΣ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΕΙΣ ΜΟΡΕΑΝ
«Ὁ ρῆγας μὲ ἔστειλεν ἐδῶ, πολλὰ σὲ χαιρετίζει,
6580»ἐτοῦτον ὅλον τὸν λαὸν μετὰ μὲ σὲ ἀποστέλνει
»εἰς συμμαχίαν τοῦ τόπου σου, βοήθειαν διὰ τὴν μάχην
»ὅπου ἔχεις μὲ τὸν βασιλέαν αὐτόνων τῶν Ρωμαίων.
P»Καὶ πάλι ἂν χρήζῃς πλεότερον, μήνα του νὰ σὲ στείλῃ».
HΚι ὁ πρίγκιπας ὡς φρόνιμος εὐχαριστᾷ τὸν ρῆγαν,
P6585στὴν συμμαχίαν, τὴν ἔστειλεν, ὁμοίως καὶ βοήθειαν.
H    Ἀφότου γὰρ ἀπέσωσαν κ’ οἱ δύο εἰς τὴν Κλαρέντζαν,
ὥρισεν ὁ πρίγκιπας ἄλογα νὰ ἔχουν εὕρει,
τὰ λέγουσιν παρίππια, νὰ δώσουν τῶν ρογατόρων
πρὸς ἕνα γὰρ τοῦ καθενὸς διὰ νὰ τοὺς ἀναπεύουν,
6590τοῦ νὰ βαστοῦν τὰ ροῦχα τους καὶ τὲς ἀρματωσίες τους.
Κι ἀφότου οἰκονόμησεν ὁ πρίγκιπας τοὺς Φράγκους,
ὅπου ἦλθαν εἰς βοήθειαν του, τοὺς ἔστειλεν ὁ ρῆγας,
βουλὴν ἀπῆρεν μ’ ἐκεινοὺς ὅπου ἦσαν τῆς βουλῆς του,
τὸ ποίαν ὁδὸν νὰ πιάσουσιν κι εἰς ποῖον μέρος νὰ ἀπέλθουν
6595εἰς τοὺς ἐχτροὺς ὅπου ἔχουσιν, τὸ γένος τῶν Ρωμαίων.
Κι ἀφῶν ἐπῆραν τὴν βουλήν, ἐμίσσεψαν ἐνταῦτα
(5260)στὸ παρεπόταμον τοῦ Ἀλφέως, ἐκεῖσε ἀπεσῶσαν·
τὰ λέγουσιν στὴν Ἴσοβαν· ἦλθαν οἱ κιβιτάνοι
μὲ τὸν λαὸν ὅπου εἴχασιν, ὁμοίως κ’ οἱ φλαμουριάροι·
6600διὰ μῆνες δύο ὡρίστησαν νὰ ἔχουν τὸ ψωμί τους,
κ’ ἐκεῖ βουλὴν ἀπήρασιν τὸ ποῦ νὰ φουσσατέψουν.
[fr§462]Ἐν τούτῳ ἐσυμβουλεύτησαν νὰ ἀπέλθουν εἰς τὸ Νίκλι,
εἰς τέτοιον νοῦν γὰρ καὶ σκοπὸν διατὸ ἔνι ἁπλὴς ὁ τόπος
διὰ νὰ ἔχουν τὰ φουσσᾶτα τους ἀνάπαψιν κι ἀππλίκην
6605καὶ νὰ πλησιάσουν τῶν Ρωμαίων εἰς τὰ φουσσᾶτα ὅπου ἔχουν,
πολλάκις νὰ ἠθελήσουσιν νὰ ἔχουν φουσσατέψει·
p.270ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ
κ’ εἰ μὲν ἐλθοῦν εἰς ὄρεξιν τοῦ νὰ ἔχουσιν μαδίσει,
ὁ πρίγκιπας ἐλόγιαζεν εἰς τὰ φουσσᾶτα ὅπου ἔχει,
κ’ εἰς τὴν ἐλπίδα τοῦ Θεοῦ βοήθειαν νὰ τοῦ δώσῃ,
6610ἀπάνω γὰρ εἰς τοὺς Ρωμαίους τὸ νῖκος νὰ τὸ ἐπάρῃ.
Κ’ εἰ μὲν εὐδόκησε ὁ Χριστὸς νὰ τοῦ ἔδωκεν τὸ νῖκος,
πολλὰ ἐλαφρὰ νὰ ἐκέρδισε ὅλον τὸ πριγκιπᾶτο.
[fr§463]Ἐνταῦτα ἐκαβαλλίκεψαν, ἐχώρισαν τὰ ἀλλάγια,
ἐξέβησαν κ’ τὴν Ἴσοβαν, ἐσῶσαν τὴν ἑσπέραν
6615ἐκεῖσε στὴν Καρύταινα, εἰς τὸ λαμπρὸν τὸ κάστρον.
    Ὁ ἀφέντης τῆς Καρύταινας ὡς ἔμαθεν ἐνταῦτα
(5280)ὅτι ἔρχετον ὁ πρίγκιπας μὲ τὰ φουσσᾶτα ὅπου εἶχεν,
ἐκεῖ ἐκ τὸ παρεπόταμον ἀνέβαινεν πρὸς αὖτον.
Εὐθέως ἐκαβαλλίκεψεν μετὰ τοὺς ἐδικούς του
6620καὶ ἦλθεν εἰς συναπαντὴν τοῦ πρίγκιπα Μορέως.
Καὶ πάλε ἀπὸ τὴν Ἄκοβαν ἦλθε ὁ μισὶρ Γατιέρης,
ὁ ἀφέντης τοῦ κάστρου ἐκεινοῦ, μὲ τὰ φουσσᾶτα ὅπου εἶχεν·
ἐκεῖσε εἰς τὴν Καρύταιναν ἑνώθησαν ἀλλήλως·
ἐγνώμιασαν τοῦ καθενὸς τὸ τί φουσσᾶτα εἶχεν,
6625καὶ ηὕρασιν ὅτι εἴχασιν οἱ δύο ἐκεῖνοι φλαμουριάροι,
ὁ ἀφέντης τῆς Καρύταινας κ’ ἐκεῖνος τῆς Ἀκόβου,
ἀνθρώπους εἰς τὰ ἄλογα, καλὰ ἑκατὸν πενῆντα,
ὅπου ἦσαν ὅλοι ἐκλεκτοί, στρατιῶτες παιδεμένοι·
διακοσίους εἴχασιν πεζούς, ὅλους ἀρματωμένους.
[fr§464]6630Κι ἀφότου ἐκατουνέψασιν στὸν κάμπον τῆς Καρυταίνου
ἐκεῖ εἰς τὸ παρεπόταμον, στὰ πανώραια λιβάδια,
p.271ΕΠΑΝΑΛΗΨΙΣ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΕΙΣ ΜΟΡΕΑΝ
ὥρισεν γὰρ ὁ πρίγκιπας, κράζουν τοὺς κεφαλᾶδες,
τὸν ἀφέντην τῆς Καρύταινας κ’ ἐκεῖνον τῆς Ἀκόβου
ὡσαύτως καὶ τοὺς ἕτερους, τοὺς πρώτους τοῦ φουσσάτου.
6635Βουλὴν ἐζήτησε ὁλονῶν τὸ ποῦ τὸν συμβουλεύουν
νὰ ἀπέλθουν τὰ φουσσᾶτα του ἀπάνω εἰς τοὺς ἐχτρούς του.
(5300)Ἐνταῦτα πρῶτο ἐλάλησεν ὁ ἀφέντης τῆς Καρυταίνου,
καὶ δεύτερον ἀπὸ αὐτοῦ ὁ ἀφέντης τῆς Ἀκόβου,
καὶ εἶπαν κ’ ἐσυμβούλεψαν νὰ ἀπέλθουν εἰς τὸ Νίκλι
6640οὕτως καθὼς τὸ εἴχασιν συμβουλευτῆ εἰς τὸ πρῶτον.
Ὁ ἀφέντης τῆς Καρύταινας λέγει τῶν κεφαλάδων·
ὅτι ἔξευρεν κ’ ἐγνώριζεν τὴν κεφαλὴν ἐκείνην,
ὅπου εἶχεν γὰρ ὁ βασιλέας ἀπάνω εἰς τὸν λαόν του,
ὅτι ἦτον ἀλαζονικὸς κ’ εἶχεν μεγάλην δόξαν
6645κ’ ἔπαρσιν στὰ φουσσᾶτα του, τὰ εἶχεν μετ’ ἐκεῖνον·
«Πολλὰ γουργὸ νὰ ὀρεχτῇ νὰ ἐλθῇ νὰ πολεμήσῃ
ὅπου νὰ τὸν ζητήσωμεν, εἰς κάμπον ἢ εἰς βουνία.
Κι ἂν δώσῃ ὁ Θεὸς καὶ τὸ ριζικόν, καὶ προθυμήσῃ εἰς τοῦτο,
νὰ πολεμήσωμε ἑνομοῦ καὶ λάβωμεν τὸ νῖκος,
6650ἐπαίρνομε ὅλον τὸν Μορέαν ἐκ τῶν Ρωμαίων τὰς χεῖρας».
[fr§465]Ἐνταῦτα ἐδιορθώσασιν, ἐχώρισαν τὰ ἀλλάγια,
ὠρθῶσαν τὰ φουσσᾶτα τους, πρῶτα τοὺς κουρσατόρους,
ἐσέβησαν στὸν Γαρδαλεβόν, τὴν Τσακωνίαν κουρσεύουν,
διατὶ ἦσαν ροβολέψοντα μετὰ τὸν βασιλέα·
p.272ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ
6655κοῦρσον μεγάλον ἔποικαν, ἀριφνισμὸν οὐκ εἶχεν.
Ἡμέρες πέντε ἐκούρσευαν ἐκεῖνα τὰ φουσσᾶτα,
καὶ μετὰ ταῦτα ἐστράφησαν ἐκεῖσε εἰς τὸ Νίκλι.
[§]Κ’ ἡ κεφαλὴ τοῦ βασιλέως μὲ τὰ φουσσᾶτα ὅπου εἶχεν
ἦτον στὴν Λακοδαιμονίαν, ποτὲ ἀπ’ ἐκεῖ οὐκ ἐξέβη.
Κι ἂν μὲ ἐρωτήσῃ ὁκάποιος, διὰ τί τρόπον τὸ ἐποῖκεν;
ἐγώ τοῦ ἀποκρένομαι· διατὶ ὁρισμὸν τὸ εἶχεν,
τὸν ὥρισεν ὁ βασιλέας ἀτός του ὁ κὺρ Μιχάλης,
ἀφότου ἐγίνη ὁ πόλεμος ἐκεῖνος τῆς Πρινίτσας,
ποτὲ Ρωμαῖοι μὴ ἐσμίξουσιν εἰς κάμπον νὰ πολεμήσουν
μὲ Φράγκους γὰρ εἰς τὸν Μορέαν, διὰ τρόπον τι τοῦ κόσμου·
κι ἀπέκει τοῦ Μακρυπλαγίου ὁ δεύτερος ἐκεῖνος.
Τὸ ὤμοσεν ὁ βασιλεὺς κι οὕτως τὸ ἐπροφωνέθη·
εἰς τοῦ Μορέως τὴν περιοχήν, εἰς κάμπον, μὲ κοντάρια,
ποτὲ Ρωμαῖοι μὴ ἐσμίξουσιν μὲ Φράγκους νὰ πολεμήσουν,
ἐπεὶ ἀφότου ἐκέρδισαν τριακόσιοι μόνοι Φράγκοι
τὸν ἀδελφὸν τοῦ βασιλέως, ὅπου εἶχε ἕξι χιλιάδες
λαὸν ἀπάνω εἰς τὰ ἄλογα ἄνευ τὰ πεζικά του.
Ἂν ηὗραν ἄλλοι πλειότεροι Φράγκοι Ρωμαίους εἰς τὸν κάμπον,
ποτέ του πλεῖον ὁ βασιλέας οὐκ εἶχεν τὸν Μορέαν.
Εἰς τὸ βουνὶν τοὺς ὥρισεν νὰ στήκουν οἱ Ρωμαῖοι,
τὸν τόπον νὰ φυλάσσουσιν ὅλοι μὲ τὰ δοξάρια·
κι ὅταν εὕρουσιν τὸν καιρόν, μὲ μηχανίαν, μὲ τρόπον,
καὶ ἔχουν τὴν προτίμησιν, νὰ πολεμοῦν τοὺς Φράγκους.
[§]Κι ἀφότου ἄκουσε ὁ πρίγκιπας τὸν ὁρισμὸν ἐκεῖνον,
κράζει τοὺς κεφαλᾶδες του διὰ νὰ τὸν συμβουλέψουν.
Κ’ οἱ μὲν ἀπ’ αὔτους εἴπασιν, τέτοιαν βουλὴν τοῦ ἐδῶκαν·
νὰ ἐπάρῃ τὰ φουσσᾶτα του, νὰ ἀπέλθῃ ὁλόρθα ἐκεῖσε,
ὅπου ἦτον τοῦ βασιλέως ἡ κεφαλή, στὴν Λακκοδαιμονίαν,
νὰ πολεμήσῃ μετ’ αὐτόν, νὰ τὸν καταδικάσῃ.
Οἱ δὲ ἄλλοι οἱ φρονιμώτεροι ὅπου ἐξεῦραν τὸν τρόπον,
οὐδὲν τὸ ἐστεργήθησαν νὰ τὸ ποιήσουν οὕτως,
λέγας· ὅτι τὸ διάστημα ὅπου ἔνι ἀπὸ τὸ Νίκλι
μέχρι εἰς τὴν Λακκοδαιμονίαν ἔνι δασώδης τόπος,
βουνία καὶ στενολάγγαδα, ὅπερ βολὴ δοξώτων
νὰ στήκουν καὶ δοξεύουσιν ἐμᾶς καὶ τ’ ἄλογά μας,
κ’ ἡμεῖς νὰ μὴ δυνώμεθεν ἐβλάψωμεν ἐκείνους.
[§]Ἐνταῦτα κράζει ὁ πρίγκιπας μισὶρ Γγαλερὰν ἐκεῖνον,
τὸν ἀφέντην τῆς Καρύταινας κ’ ἐκεῖνον τῆς Ἀκόβου,
ὡσαύτως καὶ τοὺς ἕτερους ὅλους τοὺς κεφαλᾶδες·
βουλὴν ἐζήτησε νὰ εἰποῦν τὸ πῶς νὰ ἔχουν πράξει.
Ἐν τούτῳ εἴπασιν τινὲς νὰ στήκουν εἰς τὸ Νίκλι,
νὰ κατακλείσουν τοὺς Ρωμαίους στοῦ Μηζηθρᾶ τὰ μέρη
νὰ μὴ ἔχουν πόθεν ἐξεβῆ, τοὺς τόπους νὰ ζημιώνουν·
καὶ νὰ κρατοῦν τὰ διάβατα, τὸν τόπον νὰ φυλάττουν,
νὰ μὴ περάσῃ ἡ κεφαλὴ τοῦ βασιλέως ἐκείνη,
νὰ ποιήσῃ τίποτε ζημίαν εἰς τῶν Σκορτῶν τὰ μέρη,
οὔτε στὸ Ἄργος ἀλλὰ δή, οὔτε στὴν Μεσαρέαν·
ἐπεὶ ἂν μισσέψουν ἀπ’ ἐκεῖ κι ἀφήσουσιν τὸν τόπον
ἀπόσκεπον κι ἀφύλαχτον, θέλουν ἔλθει οἱ Ρωμαῖοι
καὶ δράμει καὶ κουρσεύοντα τοὺς τόπους ἐρημώσουν.
[§]Στὸ τέλος γὰρ ὁ πρίγκιπας κ’ οἱ φρονιμώτεροί τους
οὐδὲ τὸ ἐσυμβιβάστησαν οὕτως νὰ τὸ ποιήσουν,
λέγας διὰ τὸν μισὶρ Γγαλερὰν καὶ διὰ τοὺς ρογατόρους,
διατὶ οὐκ ηὑρίσκασιν τροφὴν δι’ αὐτοὺς καὶ τὰ ἄλογά τους,
νὰ εὑρίσκουν, νὰ ἀγοράζουσιν, ὡς τὸ ἔχουν τὰ φουσσᾶτα.
[§]Ἐν τούτῳ ὁρίζει ὁ πρίγκιπας τὸ Νίκλι νὰ  σωταρχίσουν
ἀπὸ ὅλα γὰρ τὰ πράγματα ὅπου εἶχεν χρεία τὸ κάστρον·
τὸν μισὶρ Ντζὰ ντὲ Νιβηλὲτ ἄφηκεν κιβιτᾶνον
μὲ ἑκατὸν ἀπάνω εἰς τὰ ἄλογα νὰ στήκουσιν μετ’ αὖτον
καὶ τζαγρατόρους ἑκατὸν κ’ ἑκατὸν σκουταράτους,
δοξαρατόρους τριακοσίους νὰ στήκουσιν μὲ ἐκεῖνον
τοῦ νὰ διατρέχουν τοῦ Νικλίου τὰ μέρη καὶ τοὺς κάμπους,
καὶ μέχρι εἰς τὴν Βελίγοστην καὶ τοῦ Χελμοῦ τὰ μέρη,
νὰ μὴ περάσῃ ἐκ τοὺς Ρωμαίους διὰ κοῦρσον ἢ διὰ μάχην,
διὰ νὰ ποιήσουσιν ζημίαν εἰς τῶν Φραγκῶν τοὺς τόπους.
Κι ἀφότου ἀπεκατέστησεν ὁ πρίγκιπας Γυλιάμος
τὴν γαρνιζοῦν καὶ φύλαξιν τοῦ μέρους τοῦ Ἀμυκλίου,
ἐπῆρεν τὰ φουσσᾶτα του κ’ εἰς τὴν Καρύταινα ἦλθεν
κι ἀπέκει ἀπηλογίασεν ὅλα του τὰ φουσσᾶτα.
Ἐδιάβησαν οἱ Καλαματιανοὶ κ’ ἐκεῖνοι γὰρ τοῦ Ἄργου,
ὁ ἀφέντης γὰρ τῆς Μεσαρέας, ἐκεῖνος τοῦ Ἀκόβου,
ὡσαύτως δὲ καὶ οἱ Σκορτινοί, πεζοὶ καὶ καβαλλάροι·
ὁ ἀφέντης τῆς Καρύταινας μετὰ τὴν φαμελίαν του
ἐδιάβη μὲ τὸν πρίγκιπα ὁμοῦ μετὰ τὸν μπάϊλον,
ἐκεῖνον τὸν μισὶρ Γγαλερὰν ὅπου ἦτον διὰ τὸν ρῆγαν·
εἰς τὸν Μορέαν ἐδιέβησαν ὁλόρθα εἰς τὴν Κλαρέντσαν.
[§]Κι ἀφότου ἀποσώσασιν κ’ ἐπιάσασιν κατοῦνες,
ὥρισεν γὰρ ὁ πρίγκιπας, κράζουν τὸν λογοθέτην,
ἐκεῖνον τὸν μισὶρ Λινὰρτ ὅπου ἦτον ἐκ τὴν Πούλιαν,
τὸν ἀφέντην τῆς Καρύταινας καὶ λέγει πρὸς ἐκείνους·
«Εἴδατε σπλάχνος καὶ τιμήν, τὴν μ’ ἔποικεν ὁ ρῆγας
κ’ ἔστειλε τὸν μισὶρ Γγαλερὰν μετὰ τοῦ ρογατόρου
εἰς συμμαχίαν, βοήθειαν ὅλου τοῦ πριγκιπάτου.
Ἐν τούτῳ λέγω πρὸς ἐσᾶς· Δότε με τὴν βουλήν σας
τὸ τί τιμὴν κ’ εὐεργεσίαν νὰ ποιήσωμεν πρὸς αὖτον,
ἐπεὶ εἴδατε ὀφθαλμοφανῶς ὅτι διὰ τὸν λαὸν αὐτοῦνον
ἐδιάβημαν γυρεύοντα τοῦ νὰ ἔχωμεν μαδίσει
μὲ τὸν λαὸν τοῦ βασιλέως καὶ μὲ τὴν κεφαλήν του».
[§]Κι ἀφότου ἐσυμβουλεύτηκεν ὁ πρίγκιπα Γυλιάμος
τὸ τί τιμὴν κ’ εὐεργεσίαν νὰ ποιήσῃ πρὸς ἐκεῖνον
(διὰ τὴν τιμὴν γὰρ τοῦ ρηγὸς ἐλόγιασέ το πλεῖον),
ἐν τούτῳ κράζει πρὸς αὐτὸν μισὶρ Γγαλερὰν ἐκεῖνον
καὶ λέγει του προφαντικὰ ἐνώπιον πάντων ὅλων·
«Ἐσὲν ἀπέστειλεν ἐδῶ ὁ ἀφέντης μου ὁ ρῆγας
μὲ τὸν λαὸν ὅπου ἤφερες διὰ συμμαχίαν τοῦ τόπου·
τὸ ὅποιον πρᾶγμα ἐδέχτηκα εἰς δόξαν μου μεγάλην,
’ς εὐεργεσίαν, βοήθειαν ἐμὲν καὶ τοῦ λαοῦ μου.
Ἐν τούτῳ θέλω φίλε μου, ἀξιοπαρακαλῶ σε,
δι’ ἀνταμοιβὴν γὰρ τῆς τιμῆς, τὴν μὲ ἔποικεν ὁ ρῆγας,
νὰ παραλάβῃς ἀπὸ ἐμὲν τ’ ὀφφίκιον τοῦ μπαλιάτου,
νὰ εἶσαι μπάϊλος κύβερνος ὅλου τοῦ πριγκιπάτου
ἐκ μέρους πρῶτον τοῦ ρηγὸς καὶ δεύτερον ἀπὸ ἐμέναν,
νὰ κυβερνᾷς τὸν τόπον μας ὁλοῦ τοῦ πριγκιπάτου
εἰς αὔξησίν τε καὶ τιμὴν ἐμᾶς κ’ ἐσὲν ὁμοίως».
Ἀκούσων ταῦτα ὁ μισὶρ Γγαλερὰνς ἤθελεν πρὸς τὸν νοῦν του
νὰ ποιήσῃ πρὸς τὸν πρίγκιπα ἀπόκρισιν ἐτέτοιαν,
τὸ πῶς γὰρ οὐκ ἐδύνετον ἐτοῦτο νὰ ποιήσῃ,
σκοπῶντα, λογιζόμενος διὰ νὰ στραφῇ εἰς τὴν Πούλιαν.
Καὶ πάλε ἐσκόπησε μικρὸν καὶ εἶπεν πρὸς τὸν νοῦν του·
ὅτι ἀφότου ὁ πρίγκιπας τὸν βάνει διὰ τὸν ρῆγαν,
διὰ μπάϊλον εἰς τὸν τόπον του, τιμὴ του ἔνι μεγάλη,
καὶ λέγει πρὸς τὸν πρίγκιπα. «Στὸν ὁρισμόν σου, ἀφέντη,
νὰ ποιήσω ὅσον μὲ λαλεῖς στὴν δύναμίν μου ὅλην».
[§]Ἐνταῦτα εὐθέως ὁ πρίγκιπας ἐπαίρνει τὸ χερόρτι,
τὸν μισὶρ Γγαλερᾶν ἐρρεβέστισε διὰ μπάιλον τοῦ πριγκιπάτου,
καὶ ἦτον μπάϊλος στὴν ζωὴν τοῦ πρίγκιπα Γυλιάμου.
[§]Ἐν τούτῳ παύομαι ἐδῶ ἐτοῦτο ὅπου ἀφηγοῦμαι
καὶ θέλω νὰ σᾶς ἔχω εἰπεῖ περὶ τοῦ ρόϊ Κάρλου.
τὸν πόλεμον τὸν ἔποικεν μετὰ τὸν Κουραδῖνον,
τὸν ἀνηψίον, σὲ λαλῶ, βασιλέως Φερδερίγου
ὁμοίως καὶ ἐξάδελφος τοῦ ρόϊ Μαφρὲ ἐκείνου.
[§]Ἀφότου γὰρ ἐκέρδισεν ὁ μέγας ρόΐ Κάρλος
τῆς Πούλιας καὶ τῆς Σικελίας ἐκεῖνα τὰ ρηγᾶτα,
κ’ ἐσκότωσεν στὸν πόλεμον τὸν ρόϊ Μαφρόϊ ἐκεῖνον,
ἐκράτει τὰ ρηγᾶτα του μὲ ἀνάπαψιν κ’ εἰρήνην.
Ὁκάποιος μέγας εὐγενὴς ἀπὸ τὴν Ἀλαμάνιαν,
τὸν ὠνομάζαν Κουραδήν, ἐνῷ ἦτον ἀνεψίος
τοῦ Φρεδερίγου βασιλέως κ’ ἐξάδελφος ὁμοίως
ἐκείνου γὰρ τοῦ ρόϊ Μαφρὲ ὅπου σᾶς ἀφηγοῦμαι,
ὡς ἤκουσεν καὶ ἔμαθεν καὶ ἐπληροφορέθη
τὸ πῶς ὁ ρῆγας Κάρουλος μὲ τὰ φουσσᾶτα ὅπου εἶχεν
εἰς κάμπον ἐπολέμησε μὲ τὸν ἐξάδελφόν του,
τὸν ρόϊ Μαφρὲ ἐνίκησεν, τὴν ἀφεντίαν ἀπῆρεν,
ὠρέχτη κι ἀναγκάστηκεν ἀπὸ τοὺς ἐδικούς του
νὰ φουσσατέψῃ νὰ ἐλθῇ ἐκεῖσε εἰς τὴν Πούλιαν,
νὰ πολεμήσῃ ἑνομοῦ μετὰ τὸν ρόϊ Κάρλον·
πολλάκις νὰ τοῦ δώσῃ ὁ Θεός, ἂν λάχῃ νὰ ἐκδικήσῃ
ἐκεῖνον γὰρ τὸν ρόϊ Μαφρὲ ὅπου ἦτο ἐξάδελφός του.
Ἐνταῦτα ἐπεριεπάτησεν ὅλην τὴν Ἀλαμάνιαν,
ὅλους ἐπαρακάλεσε τοὺς ἀρχηγοὺς κι ἀφέντες,
οἵτινες ἀφεντεύασι τότε τὴν Ἀλαμάνιαν,
νὰ τοῦ βοηθήσουν καὶ νὰ ἐλθοῦν μετ’ αὖτον εἰς τὴν
Πούλιαν,
νὰ πολεμήσουν ἑνομοῦ μετὰ τὸν ρόϊ Κάρλον,
νὰ ἐκδικήσουσιν ὁμοῦ τὸν ρόϊ Μαφρόϊ ἐκεῖνον.
Ὅλοι γὰρ τοῦ ἐπισχήθησαν νὰ τοῦ ἔχουσιν βοηθήσει·
ἄλλοι λαὸν τοῦ ἐδώκασιν, ἄλλοι μετ’ αὖτον ἦλθαν.
Ἐσώρεψεν πολὺν λαόν, πεζοὺς καὶ καβαλλάριους,
ἐξέβη ἀπὸ τὸν τόπον του ἐκεῖ ἐκ τὴν Ἀλαμάνιαν
καὶ ἦλθεν εἰς τὴν Λουμπαρδίαν ποῦ ηὗρε τοὺς Γυμπελίνους,
τοὺς τύραννες τῆς Ἐκκλησίας ὅπου εἶναι ἐχτροὶ τοῦ Πάπα,
ὅλους ἐπαρακάλεσεν καὶ ἤλθασιν μετ’ αὖτον,
μὲ προθυμίαν καὶ ὄρεξιν μετ’ αὖτον νὰ ἀποθάνουν.
Τοὺς Ἀλαμάνους εἴχασιν κάλλιον παρὰ τοὺς Φράγκους
τόσα φουσσᾶτα ἐσώρεψεν, ἀριφνισμὸν οὐκ εἶχαν.
Κι ἀφότου ἐσυνάχτησαν ὅλα του τὰ φουσσᾶτα,
ἐχώρισεν τὰ ἀλλάγια του, χώρια τὰ πεζικά του,
ἐξέβη ἀπὸ τὴν Λουμπαρδίαν καὶ ἦλθεν εἰς τὴν Πούλιαν.
Ἐνταῦτα παύομαι ἀπ’ ἐδῶ νὰ γράφω καὶ νὰ λέγω
περὶ τοῦ Ἀλαμάνου ἐκεινοῦ, τοῦ ἐξάκουστου στρατιώτου,
τοῦ Κουραδίνου, σὲ λαλῶ, ὅπου ἦτον ἀνεψίος
τοῦ Φρεδερίγου βασιλέως, τοῦ ἐχτροῦ τῆς Ἐκκλησίας,
καὶ θέλω πάλε νὰ στραφῶ καὶ νὰ σᾶς ἀφηγήσω
τὴν πρᾶξιν ὅπου ἔποικεν ὁ μέγας ρόϊ Κάρλος,
ὅταν ἤκουσεν κ’ ἔμαθεν ἐκεῖνα τὰ μαντᾶτα
ὅτι ἔρχετον ὁ Κουραδὴς διὰ νὰ τὸν πολεμήσῃ.
Ὡς ἤκουσεν ὁ ἐξάκουστος ὁ μέγας ρόϊ Κάρλος
τὸ πῶς ἐπεριεσώρευεν ὁ Κουραδὴς ἐκεῖνος
φουσσᾶτα, νὰ ἔλθῃ ἀπάνω του διὰ νὰ τὸν πολεμήσῃ·
ὡς ἦτον γὰρ παφρόνιμος στρατιώτης, εἰς τὰ πάντα,
οὐδὲν ἐγίνη ἄμελος νὰ τὸν καταφρονήσῃ.
Γοργὸν σπουδαίως ἀπέστειλεν ἐκεῖ εἰς τὸν ἀδελφόν του,
ὅπου ἦτον ρῆγας τῆς Φραγκίας διὰ νὰ τοῦ ἔχῃ βοηθήσει
φουσσᾶτα ἀπὸ τὸν τόπον του, παιδευτικοὺς στρατιῶτες,
νὰ τοῦ βοηθήσουν εἰς τὴν χρείαν τῆς μάχης ὅπου εἶχεν.
Κι ὁ ρῆγας, ὡς τὸ ἤκουσε, κράζει τὸν ἀδελφόν του,
τὸν κόντον ντὲ Ἀρτόϊ, λέγει τον ἐκεῖνα τὰ μαντᾶτα
καὶ ὥρισέν τον παρευτὺς νὰ ἐπάρῃ δύο χιλιάδες
καβαλλαρίους εἰς τὰ ἄλογα ἐκ τὸ ἄνθος τῆς Φραγκίας,
νὰ ἀπέλθῃ εἰς τὴν συμμαχίαν ἐκεινοῦ τοῦ ἀδελφοῦ τους,
τοῦ ρόϊ Κάρλου τοῦ ἐξάκουστου ἐκεῖσε εἰς τὴν Πούλιαν.
Μετὰ ταῦτα ἀπέστειλεν ἐκεῖνος ὁ ρόϊ Κάρλος
ἐκεῖσε εἰς τὸν τόπον του ἐνῷ ἦτον ἡ Προβέντσα
ἑξῆντα κάτεργα ἤλθασιν, καράβια καὶ ταρίδες,
ὅπου ἐβασταῖναν τὸν λαὸν ὁμοίως καὶ τὰ ἄλογά τους,
τὴν σωταρχίαν καὶ τὴν τροφὴν ἐκείνου τοῦ φουσσάτου.
Ἀπαύτου πάλε ὁ ἁγιώτατος ὁ Πάπας γὰρ τῆς Ρώμης,
ὡς ἤκουσεν καὶ ἔμαθεν ἐκεῖνα τὰ μαντᾶτα,
ὅτι ἔρχετον ὁ Κουραδὴς μὲ πλῆθος γὰρ φουσσάτων
ἀπάνω εἰς τῆς Ἐκκλησίας τοὺς τόπους καὶ τὲς χῶρες,
τὸν ρῆγαν Κάρλον ἔκραξε καὶ λέγει του· «Υἱέ μου,
ἀφότου γὰρ ἐμάθαμεν κ’ ἐξεύρομε εἰς ἀλήθειαν
ὅτι ἔρχεται ὁ Κουραδὴς στὴν Ἐκκλησίαν ἀπάνω,
ἐγὼ σὲ δίδω ἐξουσίαν νὰ ἐπάρῃς ’κ τὸ λογάριν
τοῦ ἁγίου Πέτρου τοῦ Ἀπόστολου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης
ὅσον κελεύεις κι ὀρέγεσαι, ὅλο ἔν’ στὸ θέλημά σου·
καὶ ρόγεψε φουσσᾶτα σου ὅσα ἠμπορεῖς νὰ εὕρῃς
καὶ φύλαξον τῆς Ἐκκλησίας τὰ δίκαια καὶ τὸν τόπον».
Κι ὁ ρῆγας, ὡς παμφρόνιμος, εὐχαριστᾷ τὸν Πάπαν·
χαμαὶ τὸν ἐπροσκύνησε κι ὁ Πάπας τοῦ εὐχήθη.
Καὶ μετὰ ταῦτα ὁ ἁγιώτατος ὁ Πάπας γὰρ τῆς Ρώμης
ὥρισεν καὶ ἐγράψασιν εἰς ὅλα τὰ ρηγᾶτα,
ἀπόστειλε γαρδιναρίους καὶ ἀρχιερεῖς, ὡσαύτως
εὐχὴν καὶ παρακάλεσιν, νὰ τοῦ ἔχουσιν βοηθήσει
ὅλοι, φουσσᾶτα καὶ λαὸν νὰ τοῦ ἔχουν ἀποστείλει,
εἰς τοῦ ρηγὸς τοῦ Κάρλου τε τὴν συντροφίαν νὰ ἔλθουν,
ὅστις βαστᾷ τὸ φλάμουρον, τῆς Ἐκκλησίας τὸ σκῆπτρον·
νὰ τοῦ βοηθήσουν ἑνομοῦ τοῦ νὰ ἔχουσι φυλάξει
τοὺς τόπους καὶ τὰ δίκαια τῆς Ἐκκλησίας Ρώμης.
Εὐχήν, συμπάθειον νὰ ἔχουσιν ἀπὲ ὅσα ἁμαρτέψαν
ἀφότου ἐγεννήθησαν κ’ ἐκείνην τὴν ἡμέραν,
ὥσπερ γὰρ νὰ ἀπήλθασιν εἰς τοῦ Χριστοῦ τὸν τάφον
νὰ ἐπολεμῆσαν τοὺς ἐχτρούς, τὸ γένος τῶν βαρβάρων.
Ὅλοι τοῦ ἀποστείλασιν ἀπὸ ὅλα τὰ ρηγᾶτα
φουσσᾶτα πλεῖστα καὶ καλά, πεζοὺς κ’ εἰς τὰ ἄλογά του.
Ὁ ρῆγας πάλε ἀπόστειλεν, αὐτὸς ὁ μέγας Κάρλος,
στὸ πριγκιπᾶτο τοῦ Μορέως, στὸν πρίγκιπα Γυλιάμον,
παρακαλῶντα φιλικῶς νὰ ἔλθῃ νὰ τοῦ βοηθήσῃ
μὲ τὸν λαὸν τοῦ τόπου του, μὲ τὰ φουσσᾶτα ὅπου εἶχεν.
Κ’ ὡς τὸ ἤκουσεν ὁ πρίγκιπας, ἐθλίβην τὸ μαντᾶτο,
διατὸ ἐφοβήθην δυνατὰ ὡς διὰ τὸν Κουραδῖνον,
διατὸ ἄκουσεν τὴν δύναμιν ὅτι εἶχεν πολλὰ φουσσᾶτα·
πολλάκις κ’ ἔλθῃ ἀπὸ ἁμαρτίας καὶ ἔλθῃ αὐτοῦ τὸ νῖκος,
καὶ χάσῃ ὁ ρῆγας Κάρουλος τὴν ἀφεντίαν τῆς Πούλιας.
Ὅμως, τὸ ἀκούσει ὁ πρίγκιπας ἐκεῖνο τὸ μαντᾶτο,
ἀπέστειλε εἰς τοῦ βασιλέως τὴν κεφαλὴν ὅπου εἶχεν
ἐκεῖσε γὰρ εἰς τὸν Μορέαν, ὅπου ἦτον γὰρ δικαῖος του.
Τρέβαν ἐποίησε μετ’ αὐτόν, ἀγάπην διὰ ἕναν χρόνον
διὰ νὰ ἐνεμείνῃ ὁ τόπος του ’ς ἀνάπαψιν κ’ εἰρήνην.
Μετὰ ταῦτα γὰρ ἐδιόρθωσε νὰ ἐπάρῃ μετ’ ἐκεῖνον
τοὺς πρώτους καὶ καλλιώτερους, τὸ ἄνθος τοῦ Μορέως.
Ἐν πρώτοις ἀπῆρεν μετ’ αὐτὸν τὸν ἀφέντην τῆς Καρυταίνου·
ὁμοίως ἐπῆρε μετ’ αὐτὸν τὸν ἀφέντην τῆς Ἀκόβου,
τὸν μέγαν τὸν κοντόσταυλον τὸν Τσιαντεροῦν ἐκεῖνον,
τὸν μισὲρ Ντζεφρὲ ντὲ Ντουρνᾶ κι ἄλλους καβαλλαρίους,
εἰς ἀριθμὸν τετρακοσίων ἀπάνω εἰς τὰ φαριά τους.
Οὐδὲν ἐποῖκαν ἄργηταν· ἀπὸ τὸ Δεσποτᾶτο
ἐπέρασαν κ’ ἐδιάβησαν ὁλόρθα στὸ Βροντῆσι·
ὅσα ἄλογα τοῦ ἐλείπασιν ηὕρηκαν κι ἀγοράσαν·
κ’ ἐνταῦτα ἐκαβαλλίκεψαν κι ὡδήγεψαν τοσούτως,
ΣΥΜΜΕΤΕΧΕΙ ΕΙΣ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟΝ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΚΟΝΡΑΔΙΝΟΥ
στὸ Μπονιβὰντ ἀπέσωσεν, ἐκεῖ ηὗρεν τὸν ρῆγαν.
Κι ὁ ρῆγας, ὡς τὸ ἤκουσεν κι ὡς τὸ ἐπληροφορέθη,
ὅτι ἔρχετον ὁ πρίγκιπας, ἐξέβη εἰς ἀπαντήν του·
γλυκέα τὸν ἐχαιρέτησεν, ἀσπάστησαν ἀλλήλως,
ἀπὸ τὸ χέρι τὸν κρατεῖ τὸν πρίγκιπαν ὁ ρῆγας.
Τὸ ἰδεῖ τὸν ἔμορφον λαὸν ὅπου ἤφερεν μετ’ αὖτον,
πολλὰ τὸν εὐχαρίστησεν κ’ ἐχάρησαν ἀλλήλως.
Ἐνταῦτα τὸν ἐσύντυχεν κ’ ἐπληροφόρεσέ τον,
τὸ πῶς ἦλθεν ὁ Κουραδὴς κ’ ἐσέβην εἰς τὴν Πούλιαν
μὲ δύναμιν πολλοῦ λαοῦ ὅπου εἶχεν μετ’ ἐκεῖνον.
[§]Κατερωτῶντα ἔρχετον, γυρεύοντα τὸν ρῆγαν,
καὶ τόσα τὸν ἐγύρεψεν, ἐπλήσιασεν μετ’ αὖτον.
Κι ἀφότου ἐπλησιάσασιν τὰ δύο φουσσᾶτα ἐκεῖνα,
ὁ πρίγκιπας (ὅπου ἔξευρεν τῆς Ρωμανίας τὴν μάχην,
τὲς μηχανίες καὶ πονηρίες ὅπου ἔχουν οἱ Ρωμαῖοι
κ’ οἱ Τοῦρκοι, ποῦ τοὺς ἔμαθαν νὰ ἐξεύρουσιν τῆς μάχης),
κράζει μετ’ αὖτον ἐκεινοὺς ὅπου ἤθελεν κι ἀγάπα·
ὅλοι ἐκαβαλλίκεψαν, μετ’ αὐτὸν ὑπαγαίνουν,
ὡδήγεψαν κ’ ἐδιέβησαν ἄνω εἰς βουνὶν ἀπάνω
διὰ νὰ ἐγνωμιάσουν καὶ νὰ ἰδοῦν καὶ νὰ κατασκοπήσουν
τοῦ Κουραδίνου τὸν λαὸν καὶ τί φουσσᾶτα εἶχεν.
Κι ἀφότου τοὺς ἐγνώμιασεν, μεγάλως τὸ θαυμάστη·
Ο ΓΟΥΛΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ
καὶ κράζει τοὺς καβαλλαρίους ὅπου ἦσαν μετ’ ἐκεῖνον
καὶ λέγει τους· «Συντρόφοι μου, ἐλᾶτε ἐδῶ νὰ ἰδῆτε·
φουσσᾶτα ἐβλέπω φοβερά, πλεῖστα καὶ ἀντρειωμένα·
ἐγὼ ἐγνωμιάζω, νὰ ἔχουσιν διπλὰ παρὰ τὸν ρῆγαν».
[§]Ἐνταῦτα ἀπῆρε, ἐστράφηκεν ὀπίσω εἰς τὸ φουσσᾶτο,
κι ἀφότου ἀποσώσασιν, ὁ πρίγκιπα Γυλιάμος
κράζει τὸν ρῆγαν μοναξὰ καὶ λέγει πρὸς ἐκεῖνον·
«Ἔξευρε, ἀφέντε μου καλέ, ἐγὼ πληροφορῶ σε
ὅτι ἐγὼ ἀπέρχομαι ὅπου εἶδα τὰ φουσσᾶτα,
τὴν δύναμιν καὶ τὸν λαὸν ὅπου ἔχει ὁ Κουραδῖνος,
διὰ νὰ ἐγνωμιάσω καὶ νὰ ἰδῶ τὸ τί φουσσᾶτα ἔχει.
Οὐδὲν ἀπῆγα μοναξὸς νὰ μὲ κατηγορήσῃς·
στρατιῶτες εἶχα μετ’ ἐμέν, ἀνθρώπους παιδεμένους.
Κι ὡς εἴδαμε εἰς πληροφορίαν, καθὼς τὸ ἐγνωμιάσαν,
λογίζω νὰ ἔχῃ ὁ Κουραδὴς εἰς τὰ φουσσᾶτα ὅπου εἶδον
διπλὰ φουσσᾶτα παρὰ ἐμᾶς· λαὸς λαμπρὸς μοῦ ἐφάνη.
Ἐν τούτῳ λέγω, ἀφέντη μου κ’ ἐσὲν οὐδὲν λανθάνει,
ὅτι οἱ Ἀλαμᾶνοι εὑρίσκονται σήμερον εἰς τὸν κόσμον
ἕνας λαὸς ἀκέφαλος, ὅλοι θεληματάροι·
κι ὅταν ἐλθοῦν εἰς πόλεμον διὰ νὰ ἔχουν πολεμήσει,
καμμίαν ὁρμὴν οὐκ ἔχουσιν, πρᾶξιν καλῶν στρατιώτων·
οὕτως ἔρχονται εἰς πόλεμον ὡσὰν παραπαρμένοι.
Λοιπόν, λέγω σε, ἀφέντη μου, ἂν θέλῃ ἡ βασιλεία σου
μηδὲν τοὺς πολεμήσωμεν ὡς πολεμοῦν οἱ Φράγκοι
καὶ χάσωμεν τὸν πόλεμον, ὅτι πλειότεροί μας εἶναι·
ἀλλὰ ἂς τοὺς πολεμήσωμεν μὲ μηχανίαν καὶ φρόνα
ὡς πολεμοῦν εἰς Ρωμανίαν οἱ Τοῦρκοι κ’ οἱ Ρωμαῖοι.
Κ’ εἰ μὲν τὸ ποιήσομε ὡς λαλῶ, ἐγὼ εἰς Θεὸν ἐλπίζω,
καὶ εἰς τὸ δίκαιον ποῦ ἔχομεν, νὰ μᾶς ἔλθῃ τὸ νῖκος».
ΣΥΜΜΕΤΕΧΕΙ ΕΙΣ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟΝ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΚΟΝΡΑΔΙΝΟΥ
[§]Κι ὁ ρῆγας, ὡς παμφρόνιμος στρατιώτης ὅπου ἦτον,
τὸν πρίγκιπαν ἐλάλησεν, οὕτως τοῦ ἀπεκρίθη·
«Γίνωσκε, πρίγκιπα ἀδελφέ, φίλε καὶ συγγενῆ μου,
οὐκ ἔνι πρᾶγμα σήμερον εἰς τὸν παρόντα κόσμον,
ἢ φρόνεσις ἢ μηχανία, καμμία ἐπιδεξιωσύνη,
τοῦ νὰ μηδὲν τὴν ἔποικα εἰς τὸν ἐχτρόν μου ἐπάνω,
μόνι νὰ τὸν ἐνίκησα νὰ ἐπῆρα τὴν ἀφεντίαν του.
Λοιπόν, καλέ μου συγγενῆ, ὡς φρόνιμος ὅπου εἶσαι
ἀφότου ἐπαιδεύτηκες στῆς Ρωμανίας τὶς μάχες,
νὰ ἐξεύρεις καὶ τὲς μηχανίες ὅπου ἔχουσιν οἱ Τοῦρκοι,
ἐδῶ ἔχεις τὰ φουσσᾶτα μας κι ὡς θέλεις, διόρθωσέ τα».
Ἐνταῦτα τοῦ ἀπεκρίθηκεν ὁ πρίγκιπα Γυλιάμος.
[§]«Ἀφέντη, ἀφῶν ὀρέγεσαι κι ὁρίζεις νὰ τὸ ποιήσω,
νὰ πράξωμε μὲ φρόνεσιν καὶ μὲ τὲς μηχανίες,
ἄκουσον πρῶτα νὰ σὲ εἰπῶ τὴν πρᾶξιν ὅπου λέγω,
κ’ εἰ μὲν σὲ φαίνει ἀρεστόν, οὕτως νὰ τὸ διορθώσω».
Ἐνταῦτα ἄρξετον νὰ λαλῇ καὶ νὰ τοῦ ἀφηγᾶται,
τὸ πῶς οἱ Τοῦρκοι κ’ οἱ Ρωμαῖοι οὐδὲν εἶναι στρατιῶτες
νὰ πολεμοῦν εἰς πρόσωπον ὡσὰν ἐμεῖς οἱ Φράγκοι,
διατὸ ἔχουν πονηρίαν καὶ πολεμοῦν μὲ τέχνην·
«Κι ἀφότου ὁρίζεις νὰ γενῇ νὰ πράξωμε ὡς τὸ λέγω,
νὰ σὲ διδάξω καὶ νὰ εἰπῶ τὸ πῶς θέλομεν πράξει.
[§]Ὁ τόπος ἐτοῦτος ὅπου εἴμεστεν ἔνι κλαστώδης τόπος
κι οὐδὲν ἔνι διὰ πόλεμον κάμπος πλατύς, καθάριος,
ὡς πολεμοῦν εἰς τὴν Φραγκίαν κ’ εἰς ὅλα τὰ ρηγᾶτα.
Διὰ τοῦτο ἂς χωρίσωμεν ἀπὸ ὅλα μας τὰ ἀλλάγια
λαφροὺς ἀνθρώπους, φρόνιμους, στρατιῶτες παιδεμένους,
καὶ νὰ ἔχουν ἄλογα ἐλαφρὰ νὰ διώξουν καὶ νὰ φύγουν,
Ο ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ
ἀλλάγια τρία ἢ τέσσαρα νὰ τοὺς ἔχωμεν χωρίσει,
νὰ τοὺς ὀρθώσωμεν νὰ ὑπάουν ἐκεῖ εἰς τοὺς Ἀλαμάνους,
νὰ δείξουν ὅτι θέλουσιν τοῦ νὰ ἔχουν πολεμήσει.
[§]Κ’ ἐκεῖνοι, ὡς εἶναι πρόθυμοι πολλὰ εἰς τὸν πόλεμόν τους,
ἐξεύρω, μετὰ προθυμίας θέλουν ἔλθει πρὸς αὔτους.
Κ’ ἐτοῦτοι, ἂν εἶναι φρόνιμοι, ἂν τοὺς ἀφοῦν νὰ ἔλθουν,
καὶ τὸ πλησιάσει εἰς αὐτούς, ἂς δείξουν ὅτι φεύγουν·
κ’ ἐνταῦτα ἂς ἔρχωνται ὀρθὰ ἐκεῖσε εἰς τὰς κατοῦνας.
[§]Καὶ τὸ ἀποσώσει ἐκεῖ πλησίον, μηδὲν σεβοῦν ἀπέσω·
ἄς πιλαλήσουν κι ἂς διαβοῦν ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος
καὶ πάντα ἂς εἶναι μαζωτά, μὴ πιάσῃ καὶ σκορπίσουν.
Κ’ ἐγὼ ἐγνωρίζω καθαρὰ οὕτως τοὺς Ἀλαμάνους
καὶ τοὺς Λουμπάρδους ἀλλὰ δή, ὁμοίως τοὺς ρογατόρους,
ὅτι τὸ ἰδεῖ τὲς τέντες μας, τὲς φορεσίες, τὰ ροῦχα,
καὶ τὰ λαμπρὰ τὰ πράγματα, τὰ ἔχουν οἱ κατοῦνες,
ν’ ἀφήκουσιν νὰ διώχνουσιν ἐκεῖνον τὸν λαόν μας
κ’ εἰς τὲς κατοῦνες νὰ σεβοῦν, τὰ ροῦχα μας ἐπαίρνει.
Κ’ ἡμεῖς οἱ δύο, ἀφέντη μου, ἂς χωριστοῦμε εἰς δύο
μὲ τὰ φουσσᾶτα ὅπου ἔχομεν, νὰ χωριστοῦν τὰ ἀλλάγια,
νὰ βάλωμεν τὰ ἐγκρύμματα εἰς ἐπιδέξιους τόπους.
Οὐ χρήζω νὰ ἔχω μετὰ ἐμὲν μόνι καὶ τὸν λαόν μου,
ὅπου ἤφερα ἀπὸ τὸν Μορέαν, διατὶ τοὺς ἐγνωρίζω.
[§]Κι ἀφῶν ἰδοῦν οἱ βίγλες μας ἐκεῖ ἀπὸ τὰ βουνία
ὅτι οἱ Ἀλαμᾶνοι ἐσέβησαν ἀπέσω εἰς τὲς κατοῦνες,
καὶ σκορπιστοῦν τὰ ἀλλάγια τους, στὸ κέρδος νὰ βαλθοῦσιν,
ἂς δώσουσιν τὰ βούκκινα νὰ νοήσῃ ὁ λαός μας,
ΣΥΜΜΕΤΕΧΕΙ ΕΙΣ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟΝ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΚΟΝΡΑΔΙΝΟΥ
νὰ ἐξεβοῦμε ἐκ τὲς χωσίες, νὰ δράμωμεν πρὸς αὔτους.
Ἔλα ἐσὺ ἐκ τὴν μίαν μερέαν κ’ ἐγὼ πάλε ἀπ’ τὴν ἄλλην
μετὰ φουσσᾶτα καὶ λαὸν ὅπου ἔχομεν μετά μας·
κ’ ἐκεῖνα γὰρ τὰ τέσσαρα τὰ ἀλλάγια τὰ ἐλαφρά μας,
τὸ ἀκούσει γὰρ τὰ βούκκινα ὀπίσω νὰ στραφοῦσιν,
τὸν γῦρον νὰ τοὺς δώσωμεν ὅλοι μὲ προθυμίαν.
Κι ἀφῶν τοὺς ἐξηλώσωμεν καὶ σκορπιστοῦν τὰ ἀλλάγια,
πολλὰ ἐλαφρὰ κ’ ἐγρήγορα θέλουσιν κιντυνέψει».
[§]Κι ἀφότου γὰρ ἐπλήρωσεν ὁ πρίγκιπα Γυλιάμος
ἐκεῖνα, τὰ ἀφηγήθηκεν καὶ εἶπεν πρὸς τὸν ρῆγα,
ὁ ρῆγας τὸν ἀφκράστηκεν κ’ ἐπαίνεσεν εἰς σφόδρα,
τὰ ὅσα τοῦ ἀφηγήσετον ὀνόστιμον τοῦ ἐφάνη,
κ’ ἐστράφη πρὸς τὸν πρίγκιπα καὶ λέγει πρὸς ἐκεῖνον·
«Παρακαλῶ σε, ἀδελφέ, ὡσὰν μὲ τὸ ἀφηγήθης,
νὰ τὸ διορθώσῃς νὰ γενῇ, ὅτι πολλὰ μὲ ἀρέσει».
Κι ὁ πρίγκιπας, ὡς τὸ ἤκουσεν, κράζει τοὺς κεφαλᾶδες,
τοὺς κιβιτάνους τοῦ λαοῦ ὅπου ἤσασιν τὰ ἀλλάγια.
Ἀμφότεροι ἐδιορθώσασιν, ἐκεῖνος μὲ τὸν ρῆγαν,
κ’ ἐχώρισαν τὰ τέσσαρα ἀλλάγια ὅπου σὲ εἶπα·
τοὺς κεφαλᾶδες κι ἀρχηγοὺς ἐκράξαν κατὰ μόνας
καὶ τοὺς ἐδιερμηνέψασιν τὸ πῶς ἠθέλαν πράξει.
Κ’ ἐκεῖνοι ἀπῆραν τὸν λαόν, τὰ δὲ λοιπὰ ἀλλάγια,
τὰ ἐγκρύμματα καὶ τὲς χωσίες ἐχῶσαν εἰς τοὺς τόπους,
ὅπου ἔπρεπεν κ’ ἐτύχαινεν καὶ ἦτον ἐπιδέξιον.
Καὶ μετὰ ταῦτα ἐκίνησαν τὰ τέσσαρα ἀλλάγια
κι ὁλόρθα ὑπαγαίνασιν ἐκεῖ εἰς τὸν Κουραδῖνον.
Κι ὁ Κουραδής, ὡς ἔμαθεν ὅτι ἔρχετον ὁ ρῆγας
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ
ἐκεῖ πρὸς τὲς κατοῦνες του διὰ νὰ τὸν πολεμήσῃ,
ὥρισεν κ’ ἐχωρίστησαν τὰ ἐδικά του ἀλλάγια,
χώρια της καθεμία φυλὴ τοῦ νὰ ἔχουν πολεμήσει,
κ’ ἐκίνησαν κ’ ἐρχόντησαν τὸν ρῆγαν νὰ ἀπαντήσουν,
[§]Λοιπόν, ἐὰν σοῦ ἔγραφα λεπτομερῶς τὲς πράξες,
τὸ ὅσον ἐγίνετον ἐκεῖ στὸν πόλεμον ἐκεῖνον,
ἀλάχῃ νὰ ἐβαρήθηκες διὰ τὴν πολυλογίαν
καθὼς βαρειῶμαι γὰρ κ’ ἐγὼ νὰ σὲ τὸ διπλογράφω.
Ἀλλὰ καθὼς ἀκούσετε τὸ πῶς τὸ ἐκαταλέξα,
καὶ πῶς τὸ ἐδιερμήνεψεν ὁ πρίγκιπα Γυλιάμος,
οὕτως καὶ τὸ ἐπλήρωσεν κι ἀπεκατέστησέν το.
Ἐκεῖνος γὰρ ὁ πόλεμος στὸ Μπονιφὰντ ἐγίνη,
ὅπου ἔνι ὁ τόπος συγκλαστός, πλάγια γὰρ καὶ λαγγάδια·
καὶ δι’ αὖτα ἀπεργώθησαν ἐτότε οἱ Ἀλαμᾶνοι,
διατὶ οὐκ ἔβλεπαν καθαρὰ τοῦ Κάρλου τὰ φουσσᾶτα·
ἀφνίδια τοὺς ἐπέτρασαν τὰ τέσσαρα ἀλλάγια
ἐκεῖνα, τὰ ὑπαγαίνασιν νὰ τοὺς ἐξεμαυλίσουν.
Κ’ ἐκεῖνοι ἐλογίσαντο ὅτι ἔρχονται καὶ τὰ ἄλλα·
διὰ τοῦτο ἐτέθησαν εὐθέως νὰ ἀπέρχωνται πρὸς αὔτους
μὲ προθυμίαν κ’ ἐγρήγορα, ὡς τὸ ἔχουν τὰ φουσσᾶτα.
Κι ὡσὰν ἦλθαν νὰ ἐσμίξουσιν νὰ δώσουν κονταρέας,
ἐγύρισαν εἰς τὸ φυγίον τὰ τέσσαρα ἀλλάγια
κ’ ἐβάλθησαν νὰ ἀπέρχωνται ὁλόρθα εἰς τὲς κατοῦνες.
Κ’ οἱ Ἀλαμᾶνοι, ὡς εἴδασιν τοὺς Φράγκους ὅτι ἐφεῦγαν,
τοῦ πολέμου ἐθυμήθησαν κι ἀρχάσαν νὰ τοὺς διώχνουν,
καὶ τόσα τοὺς ἐδιώξασιν, ἐσῶσαν εἰς τὲς τέντες,
Οἱ Φράγκοι ἀναγαμήσασιν, ἀφῆκαν τὲς κατοῦνες,
’κ τὸ πλευρὸν ἐπεράσασιν κ’ ἐδιάβησαν ἀπέξω.
Κ’ οἱ Ἀλαμᾶνοι, ὡς εἴδασιν τὲς τέντες ὅπου ἐστέκαν
μὲ τὰ λαμπρὰ τὰ ἄρματα, τὰ ροῦχα, τὸ λογάριν,
ἀφήκασιν νὰ διώχνουσι τοὺς Φράγκους ὅπου ἐφεῦγαν
ΗΤΤΑ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΟΝΡΑΔΙΝΟΥ
κ’ εἰς τὲς κατοῦνες ἔδωκαν, ἐσέβησαν ἀπέσω,
ἀρχίσαν νὰ σκορπίζωνται, νὰ ἐπαίρνουσιν τὰ ροῦχα
καὶ τὰ σεντούκια, ὅπου εἴχασιν ἀπέσω τὸ λογάριν,
ἐτσάκιζαν κ’ ἐπαίρνασιν ἀπαύτου εἴ τι ηὑρέσκαν·
ἀλλήλως ἐμαλλώνασιν, μὲ τὰ σπαθία ἐκροῦσαν.
[§]Κ’ ἰδὼν οἱ βίγλες τῶν Φραγκῶν τὴν πρᾶξιν τῶν Ντουδέσκων,
ἐλάλησαν τὰ βούκκινα κ’ ἐννόησαν οἱ χωσίες,
κ’ ἐξέβησαν τὰ ἐγκρύμματα, ὁ πρίγκιπας κι ὁ ρῆγας,
ὁ εἷς ἀπὸ τὴν μίαν μερέαν, κι ὁ ἄλλος ἀπὸ τὴν ἄλλην.
Κ’ ἐκεῖνοι ὅπου ἐφεύγασιν, τὰ τέσσαρα τὰ ἀλλάγια,
ὀπίσω στρέμμα ἐποίκασιν ἐκεῖ πρὸς τὲς κατοῦνες,
τὸν γῦρον ἐτριγύρισαν ὅλους τοὺς Ἀλαμάνους·
ἐσώσασιν τὰ πεζικὰ μὲ τζάγρες καὶ δοξάρια·
οὕτως τοὺς ἐκατέσφαζαν ὡσὰν ἀγριοχοιρίδια,
ὀλίγοι γὰρ ἐγλύτωσαν ἀπὸ τοὺς Ἀλαμάνους.
Τὸ δὲ οἱ Ντουσκᾶνοι ἀλλὰ δὴ ὡσαύτως κ’ οἱ Δουμπάρδοι,
πολλοὶ ἀπ’ αὔτους ἔφυγαν διατὸ ἐξεῦραν τὸν τόπον,
καὶ ἄλλοι φίλους εἴχασιν καὶ ὡδηγέψανέ τους.
[§]Τὸν Κουραδῖνον ἔπιασαν, τὴν κεφαλήν του ἐκόψαν
ὁκάποι ἀπ’ τὴν Ἀνάπολιν, ὅπου τὸν ἐκακεῦαν,
διατὸ ἀγαποῦσαν τοῦ ρηγὸς τὴν ἀφεντίαν νὰ ἔχουν.
Στὸ ξίφος γὰρ τοῦ κονταρίου τὴν κεφαλὴν του ἠφέραν,
καὶ τοῦ ρηγὸς τὴν ἤφεραν κ’ ἐπροσκομίσανέ την.
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ
Κι ὁ ρῆγας, ὡς εὐγενικὸς καὶ φρόνιμος ὅπου ἦτον,
πολλὰ τὸ ἐβλαστήμησεν, μεγάλως τὸ ἐλυπήθη,
κ’ ἐχόλιασεν πρὸς ἐκεινούς, ὅπου τὸ ἔργον ἐποῖκαν,
καὶ φανερὰ τὸ ἐλάλησεν οἱ πάντες γὰρ τὸ ἀκοῦσαν·
τὸ πῶς ἠγάπα κ’ ἤθελεν κάλλιον νὰ εἶχεν χάσει
μίαν ἀπὸ τὲς χῶρες του ἐκ τὲς καλλιώτερές του,
παρὰ νὰ εἴχασιν ποσῶς τὸν Κουραδὴ σκοτώσει.
Ἐπεὶ ἂν τὸν εἶχαν ζωντανὸν πιάσει εἰς πόλεμόν του,
τιμὴν μεγάλη ἐβούλετον νὰ τοῦ εἶχεν ποιήσει,
διατὸ ἦτον γὰρ εὐγενικὸς ἄνθρωπος καὶ στρατιώτης
καὶ ἔρχετον στρατιωτικὰ τοῦ νὰ ἔχῃ ἐκδικήσει
τὸν θάνατον τοῦ ρόϊ Μαφρέ, ποῦ ἦτον ἐξάδελφός του,
κι οὐδὲν τὸ ἐξεδούλεψεν νὰ κόψῃ τὴν κεφαλήν του.
[§]Ἀφότου γὰρ ἐπλήρωσεν ὁ πόλεμος ἐκεῖνος,
τοὺς ζωντανούς, ὅπου ἔπιασαν, ὥρισεν γὰρ ὁ ρῆγας
καὶ ὅλους ἐδιεμοίρασαν κ’ ἐστείλασιν στὰ κάστρη.
Τὸ κέρδος ὅπου ἐκέρδισαν ὥρισεν πάλε ὁ ρῆγας,
ὁ κατὰ εἷς τὸ ἐκέρδισεν νὰ τὸ ἔχῃ ἐδικόν του.
Τὴν τένταν γὰρ τοῦ Κουραδῆ, ὅπου εἶχεν δέκα στύλους,
καὶ τὰ λαμπρὰ τὰ ἄρματα τὰ ροῦχα, τὸ λογάρι,
τὰ εἶχεν στὴν κατοῦνα του, ἐκράτησεν ὁ ρῆγας
διὰ λόγου κ’ ἰμοιράδι του, τίποτε ἄλλον οὐ χρειάστη.
Καὶ τὴν κατοῦνα τοῦ δουκὸς ντὲ Καρεντάνα ἐκείνου,
τὰ εἶχεν εἰς τὲς τέντες του, ἄρματα καὶ λογάρι,
ὥρισεν καὶ ἐδώκασιν τοῦ πρίγκιπος Γυλιάμου
διὰ εὐεργεσίαν κι ὁ λόγου του μερίδιν τοῦ πολέμου.
ΗΤΤΑ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΟΝΡΑΔΙΝΟΥ
[§]Κ’ ἀφότου εὐεργέτησεν ὅλους του τοὺς στρατιῶτες
κ’ ἐμέρισεν τὸ κοῦρσον του, τὸ νῖκος ὅπου ἐποιῆσεν,
ὥρισεν κι ἀπηλόγιασαν ὅλα του τὰ φουσσᾶτα
κ’ ἐδιέβηκεν ὁ κατὰ εἷς ἐκεῖθεν ὅπου ἦλθεν.
Τὸν πρίγκιπα ἐκράτησεν κι ἀπῆρε μετ’ ἐκεῖνον
κι ὁλόρθα στὴν Ἀνάπολιν ἐδιάβησαν οἱ δύο,
λέγας νὰ ἰδῇ τὴν ρήγαιναν ὁ πρίγκιπας Γυλιάμος
ὁμοίως τὴν θυγατέραν του ἐκείνην τὴν Ζαμπέαν,
ὅπου εἶχεν τοῦ ρηγὸς ὁ υἱὸς ὁμόζυγον γυναῖκα.
Κι ἀφότου ἀπεσώσασιν ὁ πρίγκιπας καὶ ὁ ρῆγας
ἐκεῖσε εἰς τὴν Ἀνάπολιν ἀμφότεροι οἱ δύο,
ὁ ρῆγας ἄρξετον λαλεῖ τῆς ρήγαινας νὰ λέγῃ,
τοῦ νὰ ἐπαινῇ τὸν πρίγκιπα καὶ νὰ τὴν ἔχῃ αὐξαίνει·
τὸ πῶς ἀπὸ τῆς γνώσεως του καὶ τὴν διόρθωσίν του
ἐκέρδισε τὸν πόλεμον, ἀπῆρεν καὶ τὸ νῖκος
ἀπὸ τοὺς ἀντιδίκους του, αὐτοὺς τοὺς Ἀλαμάνους.
Κ’ ἡ ρήγαινα, ὡς εὐγενική, τὸν πρίγκιπα εὐχαρίστει,
τιμὴν μεγάλην τοῦ ἔποικεν, δωρήματα τοῦ ἐδῶκεν.
[§]Κι ὁ ρῆγας πάλε τοῦ ἔκαμνεν τόση τιμὴν μεγάλην
τοῦ πρίγκιπος, φιλανθρωπίαν, οἱ πάντες τὸ ἐθαυμάζαν·
ἐκράτησέ τον μετ’ αὐτὸν μετὰ χαρὲς μεγάλες
ἡμέρας γὰρ κἄν δεκοχτώ, θέλεις εἰκοσιδύο,
καὶ εἶχεν ὄρεξιν καλὴν νὰ τὸν κρατῇ μετ’ αὖτον
κανέναν μῆναν, θέλεις δύο, νὰ χαίρωνται ἀλλήλως.
Κ’ ἐνταῦτα ἦλθαν ἐκ τὸν Μορέαν τοῦ πρίγκιπος μαντᾶτα
τὸ πῶς οἱ ἀντιδίκοι του, οἱ ἄνομοι Ρωμαῖοι,
Ο ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ
ἐπάτησαν τὸν ὅρκον τους κι ἀρχάσασιν τὴ μάχην
κι ἀφήκασιν τὸ τέρμενον ὅπου εἶχαν μετ’ ἐκεῖνον.
Τὸ ἀκούσει το ὁ πρίγκιπας, ἀπῆλθεν εἰς τὸν ρῆγαν
κι ἀπηλογίαν τοῦ ἐζήτησεν ν’ ἀπέλθῃ εἰς τὸν Μορέαν,
μὴ κιντυνέψῃ ὁ τόπος του καὶ πάθῃ καὶ ζημίαν.
[§]Κι ὁ ρῆγας, ὡς τὸ ἤκουσεν, ἀκριοβλαστήμησέ το·
κι ὡς ἔξευρεν κ’ ἐγνώριζεν, ὡς ἦτον γὰρ κ’ ἡ ἀλήθεια,
ὅτι ἀπὸ τὴν διόρθωσιν τοῦ πρίγκηπα Μορέως
ἐκέρδισε τὸν πόλεμον τοῦ Κουραδῆ ἐκείνου
κ’ ἐνέμεινέ τους ἀφεντία τῆς Πούλιας τοῦ ρηγάτου,
(τὴν ἤθελαν νὰ ἐπάρουσιν ἐκεῖνοι οἱ Ἀλαμᾶνοι,
οἱ Γιμπελῖνοι, μετ’ αὐτοὺς Ντουσκᾶνοι καὶ Λουμπάρδοι),
κ’ ἐγνώριζε ὅτι ὁ πρίγκιπας εἶχε ἐξοδιάσει τόσον
εἰς τὸν λαὸν ὅπου ἤφερεν ἐτότε ἐκ τὸν Μορέαν
εἰς συμμαχίαν καὶ δούλεψιν, βοήθειαν πρὸς ἐκεῖνον·
ὥρισεν καὶ ἐδῶκαν του ἀπ’ ἔσω ἐκ τὸ βιαστῆρι
λογάριν πλῆθος, χρήματα, χρυσάφι καὶ ἀσῆμιν,
φαρία ἑκατὸν τοῦ ἔδωκεν ἐκ τὰ καλλιώτερά του.
Μετὰ ταῦτα πάλε τοῦ ἔδωκεν ἀνθρώπους, τῶν ἁρμάτων
πενῆντα ἀπάνω εἰς τὰ φαρία, ὅλοι ἐκλεκτοὶ στρατιῶτες,
καὶ διακοσίους τζαγράτορους, ἐνῷ ἦσαν πληρωμένοι
διὰ ἕξι μῆνες ὅλοι τους, πεζοὶ καὶ καβαλλάροι,
νὰ τοὺς ἐπάρῃ εἰς τὸν Μορέαν, νὰ στήκουν μετ’ ἐκεῖνον,
νὰ τοῦ βοηθοῦν νὰ μάχεται τοὺς ἄνομους Ρωμαίους,
ὅπου ποτέ τους οὐ κρατοῦν ἀλήθειαν οὔτε ὅρκον.
[§]Ἀφότου γὰρ ἐδιόρθωσεν ὁ πρίγκιπας Μορέως
τὰ πάντα ὅλα πράγματα, τὰ τοῦ ἔδωκεν ὁ ρῆγας,
φουσσᾶτα, ἄρματα, φαρία, τὲς τέντες τὸ λογάριν,
ἀπηλογίαν τοῦ ἐζήτησεν κι ἀπεχαιρέτησέν τον·
ἐξέβη ἀπ’ τὴν Ἀνάπολιν κ’ ἦλθεν εἰς τὸ Βροντῆσι,
εὗρεν τὰ πλευτικὰ ἕτοιμα ὡς τὸ ὥρισεν ὁ ρῆγας·
ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ ΕΠΕΙΓΟΝΤΩΣ ΕΙΣ ΜΟΡΕΑΝ
ἀπέσω εἰς αὖτα ἐσέβηκεν μὲ τὸν λαὸν ὅπου εἶχεν
κ’ εἰς τὴν Κλαρέντσαν ἔσωσεν τὴν δεύτερην ἡμέραν.
Τὸ ἀκούσει το οἱ ἅπαντες ἐκεῖνοι οἱ Μοραΐτες
ὅτι ἔσωσεν ὁ πρίγκιπας κ’ ἦλθεν εἰς τὴν Κλαρέντσαν
μετὰ φουσσᾶτα καὶ λαὸν ὅπου εἶχεν μετ’ ἐκεῖνον,
ὕγιοι, σωζᾶτοι, οὐκ ἔλειπεν ἕνας μόνος ἀπ’ αὔτους,
μὲ κέρδος, πλοῦτον φοβερόν, τὸ ἐκέρδισαν ἐκεῖσε
στὸν πόλεμον ὅπου ἔποικαν μετὰ τὸν Κουραδῖνον,
τὸν Κύριον ἐδόξασαν καὶ τὴν ἁγίαν Θεοτόκον.
Χαρὰν μεγάλην ἔποικαν οἱ πάντες τοῦ Μορέως,
τὸν πρίγκιπα ἐπροσκύνησαν καὶ τοὺς φλαμουραρίους·
ὅπου εἶχεν φίλον, συγγενῆν, ἐχάρη μετ’ ἐκεῖνον,
κι ὅλοι τὸν Θεὸν ἐδόξασαν ὅταν τοὺς εἶδαν ὅτι ἦλθαν.
[§]Ὁ πρίγκιπας ἐρώτησεν νὰ μάθῃ τὴν ἀλήθειαν,
τὸ πῶς ἐγίνετο ἡ ἀφορμὴ κ’ ἐσκανταλίστη ἡ ἀγάπη.
Κ’ ἐκεῖνοι ὅπου τὸ ἐξεύρασιν τὸν ἐπληροφορέσαν,
τὸ πῶς τὴν μάχην ἄρχισαν κ’ ἐγίνησαν ἀφιόρκοι,
διατὶ τοὺς εἴπασιν τινές, κ’ ἐλπίζαν νὰ ἔνι ἀλήθεια,
ὅτι ἐσκοτώθη ὁ πρίγκιπας στὸν πόλεμον ἐκεῖνον,
ὅπου ἐπολεμήσασιν ὁ ρῆγας κ’ οἱ Ἀλαμᾶνοι.
Ἐνταῦτα ἀπεκρίθηκεν ὁ πρίγκιπας καὶ εἶπεν·
«Ποτὲ ἀφορμὲς οὐ λείπουσιν τῶν ἄπιστων Ρωμαίων·
ὡς ἔχουσιν τὴν ἀφιορκίαν, ἔχουσιν καὶ τοὺς τρόπους».
Μετὰ ταῦτα κράζει ὁ πρίγκιπας τὸν ἀφέντην τῆς Καρυταίνου
καὶ λέγει του· «Καλὲ ἀνεψίε, παράλαβε μετά σε
τοὺς Φράγκους ὅπου ἠφέραμεν μετά μας ἐκ τὴν Πούλιαν,
ὅπου μᾶς εὐεργέτησεν κ’ ἐβοήθησεν ὁ ρῆγας,
νὰ μᾶς βοηθοῦν καὶ μάχωνται μετά μας τοὺς Ρωμαίους·
κι ἂς εἶναι ἐκεῖσε εἰς τῶν Σκορτῶν μετά σε εἰς τὴν ἄκρην,
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ
εἰς φύλαξιν τοῦ τόπου μας, καὶ τοὺς Ρωμαίους νὰ βλάβουν».
[§]Τὸ ἀκούσει το ὁ μισὶρ Ντζεφρὲς τῆς Καρυταίνου ὁ ἀφέντης,
μεγάλως τὸ ἀποδέξετον, ὀνόστιμον τοῦ ἐφάνη,
λογίζοντα κ’ ἐλπίζοντα μὲ τὸν λαὸν ἐκεῖνον
θέλει ζημιώσει τοὺς Ρωμαίους, τὸν τόπον του φυλάξει.
Ἐπῆρε τους κι ἀπήλθασιν εἰς τῶν Σκορτῶν τὰ μέρη
ἐκεῖσε τοὺς ἐδιόρθωσεν νὰ κατοικοῦν καὶ στήκουν
εἰς τὸ χωρίον, τὸ λέγουσιν Ἀράχοβαν Μεγάλην,
ὅπου ἔνι ἡ ἄκρη τῶν Σκορτῶν ἐκεῖ πρὸς τοὺς Ρωμαίους,
νὰ μάχωνται μετ’ ἐκεινούς, τὸν τόπον νὰ φυλάττουν.
[§]Ἐν τούτῳ ἐσυνέβηκεν, ἂν λάχῃ ἀπὸ ἁμαρτίας,
κι οὐδὲν ἐπέρασεν ποσῶς κανένας μῆνας, δύο,
ἐφάνη ἀπὸ τὰ κρύα νερά, τὰ εἶχε ὁ τόπος ἐκεῖνος,
τὸ κοιλιακὸν τοὺς ηὕρηκεν κι ἀπόθαναν οἱ πλέῳ
αἱ Φράγκοι ἐκεῖνοι ὅπου ἤσασιν εἰς τὸ χωρίο Ἀραχόβου.
Ὁ ἀφέντης τῆς Καρύταινας ἀνάπαψιν οὐκ εἶχεν·
ἀπὸ ὅσοι ἐναπείμειναν ἀπ’ αὔτους, νὰ ἦσαν ὕγιοι
τοῦ νὰ ἐβαστοῦσαν ἄρματα καὶ νὰ ἐκαβαλλικεῦαν,
ἀεννάως τοὺς ἔπαιρνεν μετ’ αὐτὸν κ’ ὑπήγαιναν εἰς μάχην,
κ’ ἐμάζησε μὲ τοὺς Ρωμαίους κ’ ἐζήμιωνεν μεγάλως.
[§]Ἐνταῦτα ἐσυνέβηκεν ἀπὸ ἁμαρτίας τοῦ τόπου
καὶ δυστυχίαν γὰρ τῶν Φραγκῶν ἐτότε τοῦ Μορέως,
ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΥΘΕΝΤΟΥ ΤΗΣ ΚΑΡΥΤΑΙΝΗΣ
ὁ ἀφέντης τῆς Καρύταινας, ὁ ἐξάκουστος ἐκεῖνος,
ἔπεσε εἰς ζάλην φοβερήν, ’ς ἀστένειον βαρυτάτην
κ’ ἐνίκησεν τὸ φυσικόν, τὸ ἔχουσιν οἱ ἀνθρῶποι,
κ’ ἐπῆρε τον ὁ θάνατος· ἔδε ζημία μεγάλη
ὅπου ἦλθε ἐτότε εἰς τὸν Μορέαν, θλίψη μεγάλη ἐγίνη.
Ἐθλίβη τον ὁ πρίγκιπας, ὅπου ἦτον γὰρ καὶ θεῖος του,
οἱ πάντες τὸν ἐκλάψασιν, μικροί τε καὶ μεγάλοι,
αὐτὰ τὰ ὄρνεα τὰ ἄλαλα κι αὐτὰ ἐκλάψανέ τον·
ἀϊλλοὶ ζημία ποῦ ἐγίνετον ἐτότε εἰς τὸν Μορέαν!
Καὶ ποῖος οὐκ ἐβλαστήμησεν καὶ τίς οὐκ ἐλυπήθη;
πατέραν εἶχαν τὰ ὀρφανά, ἄντραν εἶχαν οἱ χῆρες,
ἀφέντην καὶ διαφέστοραν ὅλη ἡ φτωχολογία.
Τοὺς ἅπαντες ἐφύλαγεν ἀπὸ τὴν ἀδικίαν·
ποτὲ φτωχὸν οὐκ ἄφινεν νὰ δυστυχοατυχήσῃ,
ἄνθρωπον ποῦ ἐχρημάτιζεν νὰ πέσῃ εἰς πενητείαν.
Ἔδε ἁμαρτίαν ὅπου ἔποικεν ὁ θάνατος ἐτότε,
νὰ ἐπάρῃ ἐτέτοιον ἄνθρωπον, ἐξάκουστον στρατιώτην,
νὰ μείνουσιν πεντάρφανα ὅσοι τὸν ἀγαποῦσαν.
Λοιπόν, ὡς ἦλθε ἀπὸ ἁμαρτίας κι οὐκ εἶχεν κληρονόμον
νὰ ἀφήκῃ τέκνον ἀπὸ αὐτοῦ, διὰ νὰ κληρονομήσῃ
τὰ κάστρη καὶ τὴν ἀφεντίαν ὅπου εἶχεν στὸν Μορέαν,
εἰς τῶν Σκορτῶν γὰρ τὸν ζυγὸν καὶ εἰς ἑτέρους τόπους,
τὸν τὸπον του ἐμερίσασιν κ’ ἐποῖκαν δύο μερίδια·
τὸ ἕνα ἐπῆρε ὁ πρίγκιπας διατὸ εἶχεν τὴν ἀφεντίαν,
καὶ τὸ ἄλλο ἡ γυναῖκα του διὰ ντουάριν, ὅπου εἶχεν.
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ
Ἐκείνη γὰρ ἡ ἀρχόντισσα ἦτον γὰρ αὐταδέλφη
μισὶρ Γυλιάμου ἐκεινοῦ τῶν Ἀθηνῶν τοῦ δοῦκα,
Μέγαν Κύρην τὸν ἔλεγαν, ὄνομα τῶν Ἑλλήνων.
[§]Ἀφότου γὰρ ἐπέρασε καιρός, μῆνες κ’ ἡμέρες,
ὁ Μέγας Κύρης ἔστειλεν εἰς τὸ ρηγᾶτο Πούλιας
μαντατοφόρους φρόνιμους ἐκεῖ στὸν κόντον ντὲ Πριένε,
μισὶρ Οὗγγο τῷ ὀνόματι, κόντος ἦτον τοῦ Λέτσε.
Συμβίβασιν ἐποίκασιν νὰ ἐπάρῃ τὴν ἀδελφήν του
’ς ὁμόζυγον γυνὴν αὐτοῦ, τὴν κυρὰν τῆς Καρυταίνου.
Κι ἀφότου ἐσυμβιβάστησαν ἀπέρασεν ὁ κόντος
κ’ ἦλθεν ἐκεῖσε εἰς τὸν Μορέαν στὴν χώραν Ἀνδραβίδας·
κι ὁ Μέγας Κύρης ἦλθε ὁμοίως ἀπὸ τὴν χώραν Θήβας.
Κι ὅταν ἑνώθησαν ὁμοῦ, ἰσιάστησαν ἀλλήλως,
ἀπέστειλαν κ’ ἦλθεν ἐκεῖ ἡ κυρὰ τῆς Καρυταίνου,
κ’ ἐκεῖ τὴν εὐλογήθηκεν ὁ κόντος Οὐγγὸς ντὲ Μπριένε.
[§]Κι ἀφότου γὰρ ἐδιόρθωσεν τὰ κάστρη καὶ τὰς χώρας,
ὅπου εἶχεν τῆς ἀρχόντισσας ἐκεῖσε εἰς τὸν Μορέαν,
ΟΙ ΜΕΤΕΠΕΙΤΑ ΔΟΥΚΕΣ ΑΘΗΝΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΚΑΤΑΛΑΝΟΙ
ἐπῆρε την κι ἀπέρασε κ’ ἐδιάβησαν στὴν Πούλιαν.
Κι οὐδὲν ἐπέρασεν καιρός, ὡς ἤθελεν ὁ Κύριος,
κ’ ἐσύλλαβεν ἡ ἀρχόντισσα ἀπὸ τὸν κόντον Οὗγγον
κ’ ἐποίησεν υἱὸν ἐξαίρετον, Γατιέρην τὸν ἐκράζαν,
ἐξέβηκεν εἰς τ’ ἄρματα πρόθυμος, εἰς στρατεἱαν
κ’ ἐξάκουστος κ’ ἐπαινετὸς στῆς Δύσης τὰ ρηγᾶτα.
[§]Κι ἀφότου ἐπέρασεν καιρός, ἐδιάβησαν καὶ χρόνοι,
κι ἀπόθανεν ὁ μισὶρ Γγίς, τὸ ἐπίκλην ντὲ Λαρότσε,
ὁ Μέγας Κύρης σὲ λαλῶ, τῶν Ἀθηνῶν ὁ δοῦκας,
ἐξέπεσεν ὁ τόπος του κ’ ἡ ἀφεντία ὅπου εἶχεν
τοῦ κόντου Γατιέρη τοῦ υἱοῦ ἐκεινοῦ τοῦ κόντου Οὕγγου,
ἐκεινοῦ γὰρ τοῦ ἐπαινετοῦ στρατιώτου ὅπου σὲ λέγω,
ὅστις ἦτον ἐξάδελφος τοῦ μισὶρ Γγῆ ἐκείνου.
Κι ὡς ἦλθεν κ’ ἐπαράλαβεν τὸ Μεγαλοκυρᾶτο,
κ’ ἐγίνη δοῦκας Ἀθηνῶν, ἀφέντης κληρονόμος.
Κι ὡς ηὗρε ὅτι εἴχασιν ἐλθεῖ ἐτότε οἱ Κατελᾶνοι,
ὅπερ γὰρ τοὺς ἐλέγασιν κ’ ἐκράζασιν Κουμπάνια,
ἐκεῖσε εἰς τὸν Ἁλμυρόν, ὅπερ τοὺς εἶχεν φέρει
ὁ δοῦκας γὰρ τῶν Ἀθηνῶν, ὁ μισῖρ Γγὶς ἐκεῖνος
εἰς λογισμὸν καὶ συμφωνίες νὰ ἐλθοῦν στὸν Μορέαν,
τὸν τόπον νὰ κερδίσουνε, τὴν ἀφεντίαν νὰ ἐπάρῃ
διὰ τὴν ὁμόζυγον αὐτοῦ ὅπου ἦτον κληρονόμος,
ἐκείνην ὅπου ὠνόμαζαν κ’ ἐκράζασιν Μαάτην -
ὁ πρίγκιπας ὁ Τάραντος ἐκράτει τὸ ἰγονικόν του,
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ
τὸ πριγκιπᾶτο Ἀχαΐας μὲ τρόπον ἀδικίας.
Δοιπόν, ὡς ηὕρηκεν ἐκεῖ μυσὶρ Γατιέρης ὁ δοῦκας
ὅτι εἴχασιν ἐλθεῖ ἐκεῖ ἐκείνη ἡ Κουμπάνια
κ’ εἶχαν μετ’ αὔτους ἑνομοῦ Τούρκους χιλίους καὶ πλέον,
ἐσυμβιβάστην μετ’ αὐτοὺς μὲ συμφωνίες μεγάλες
νὰ μάχωνται τὴν Ρωμανίαν καὶ τὴν Βλαχίαν ἐπάρουν.
Καὶ ὅσον ἐκερδίσασιν τοῦ Δομοκοῦ τὸ κάστρον,
ἐσέβησαν εἰς σκάνταλα κ’ εἰς μάχην γὰρ μεγάλην.
Οἱ Κατελᾶνοι ἐσύμπεφταν δουλωτικὰ εἰς τὸν δοῦκαν·
κ’ ἐκεῖνος ἀπὸ ἀλαζονείας, ὡς τὸ ἔχουσιν οἱ Φράγκοι,
κι ἀπὸ κακῆς του γὰρ βουλῆς ὅπερ τοῦ ἐδῶκαν ἄλλοι,
ἐβάλθη κ’ ἐπολέμησε τὸν πόλεμον ἀχάσε,
ἐπιάστην εἰς τὸν πόλεμον, τὴν κεφαλήν του ἐκόψαν,
ἐπῆραν καὶ τὸν τόπον του τὸ Μεγαλοκυρᾶτο,
καὶ εἶναι ἀφέντες σήμερον εἰς αὖτο ἡ Κουμπάνια.
Ὁ πόλεμος ἐγίνετον ἡμέρα γὰρ δευτέρα
στὰς δεκαπέντε τοῦ μηνὸς ὅπερ τὸν λέγουν μάρτιον,
ἐν ἔτει τρέχοντος χρονῶν τῷ ἀπὸ κτίσεως κόσμου,
Η ΥΠΟΘΕΣΙΣ ΤΗΣ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΣ ΤΟΥ ΠΑΣΣΑΒΑ
ἕξι χιλιάδων ἀλλαδὴ κι ὀχτακοσίων χρόνων
καὶ σὺν αὐτοῖς δεκαεφτά, καὶ τῆς ἰνδίκνου ὀγδόης.
[§]Ἐν τούτῳ παύομαι ἐδῶ περὶ τοῦ κόντου ντὲ Μπριένε,
ὅπου ἦτον δοῦκας Ἀθηνῶν, νὰ λέγω καὶ νὰ γράφω
καὶ θέλω καὶ νὰ σᾶς εἰπῶ κι ἀφήγησιν ἑτέραν,
τὸ τί συνέβη εἰς τὸν καιρὸν τοῦ πρίγκιπα Γυλιάμου.
[§]Ὅταν ἦτον στὴν φυλακὴν τῆς Κωνσταντίνου πόλης
κ’ ἐξέβη μὲ τὲς συμφωνίες ὅπου ἔποικαν ἐτότε,
τὲς ὅποιες γὰρ ἀκούσετε εἰς τὸ βιβλίον ἐτοῦτο.
Ἔδωκεν γὰρ καὶ ὄψιδες τοῦ βασιλέως ἐτότε
τοῦ Τζαδεροῦ τὴν ἀδελφὴν, τοῦ μέγα κοντοσταύλου,
καὶ τὴν θυγάτηρ ἐκεινοῦ τοῦ Πασσαβᾶ τοῦ ἀφέντη,
ὅπου ἦτον πρωτοστράτορας ὅλου τοῦ πριγκιπάτου.
[§]Λοιπόν, ὡς ἦσαν ὄψιδες οἱ ἀρχόντισσες ἐκεῖνες
ἐκεῖσε διὰ τὸν πρίγκιπα στὴν Κωνσταντίνου πόλιν,
ἔτυχεν καὶ ἀπόθανεν ὁ ἀφέντης τῆς Ἀκόβου,
μισὶρ Γατιέρην τὸν ἔλεγαν, τὸ ἐπίκλην του ντὲ Ροζιέρες,
κι οὐκ εἶχεν κληρονόμον του ἀπὸ τὸν ἐνιαυνόν του,
μόνι τοῦ πρωτοστράτορος τὴν θυγάτηρ ἐκείνην
τοῦ μισὶρ Ντζᾶ ντὲ Πασσαβᾶ, ποῦ εἶχεν τὴν ἀδελφήν του
ὁμόζυγον γυνὴν αὐτοῦ, κ’ ἐποῖκαν θυγατέραν,
τὴν ὠνομάζαν κ’ ἔλεγαν μαντάμα Μαργαρίταν.
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ
Καὶ διατὸ ἦτον ὄψιδα ἐτότε εἰς τὴν Πόλιν
(τὴν ἔβαλεν ὁ πρίγκιπας ὡς διὰ τὸν ἐνιαυτόν του),
κι οὐδὲν ηὑρέθη εἰς τὸν Μορέαν στὰ τέρμενα ἀπέσω
διὰ ν’ ἀπέλθῃ στὸν πρίγκιπα, διὰ νὰ τὴν ρεβεστίσῃ
τῆς Ἄκοβας τὴν ἀφεντίαν ὅπου ἦτον κληρονόμος,
ἐκράτησεν ὁ πρίγκιπας τὴν ἀφεντία δι’ ἐκεῖνον.
[§]Κι ὅταν ἦλθε ἡ ἀρχόντισσα ἡ μαντάμα Μαργαρίτα
ἀπέκει ὅπου ἦτον ὄψιδα διὰ τὸν πρίγκιπα Γυλιάμον,
καὶ ἦλθεν κ’ ἐξεζήτησεν τὴν ἀφεντίαν Ἀκόβου,
ὁ πρίγκιπας τῆς ἔστρεψεν ἀπόκρισιν ἐτέτοιαν·
ὅτι ἀφότου ἐπέρασεν ὁ χρόνος καὶ ἡ μέρα
ὅπερ γὰρ τῆς ἐξέπεσεν τὸ ἰγονικὸν ἐκεῖνο,
κι οὐδὲν ἦλθεν στὴν κούρτην του διὰ νὰ τὸ ἐξεζητήσῃ,
ὡς τὸ ἔχουσιν τὸ τέρμενα τοῦ τόπου τὰ συνήθεια·
τίποτε ἂν εἶχε, ἐχάσε το, τίποτε οὐδὲν τῆς δίδει.
[§]Κι ὡς τὸ ἤκουσε ἡ ἀρχόντισσα, μεγάλως τὸ ἐθαυμάστη,
διατὶ οὐκ ἤλπιζεν ποτὲ στὸν πρίγκιπα νὰ εὕρῃ
ἐτέτοιαν γὰρ ἀπόκρισιν ὡσὰν τῆς ἀποκρίθη,
διατὶ ἦτον εἰς φυλακὴν ὄψιδα δι’ ἐκεῖνον,
ἀτός του γὰρ τὴν ἔβαλεν, φταίσιμον οὐκ ἐποῖκεν·
ἐπεί, ἂν ἦτον στὸν Μορέαν εἰς τὴν ἀνάπαψίν της,
ποτὲ οὐδὲν ἀπόλειπε νὰ σφάλῃ ἐκ τὰ συνήθεια.
Ἀφότου δὲ ὁ πρίγκιπας τὴν ἔβαλεν δι’ ἐκεῖνον
διὰ ὄψιδα καὶ φυλακήν, οὐδὲν ἐθάρρει εις αὖτον
ἐτέτοιους τρόπους κι ἀφορμὲς κι ἀπόκρισιν νὰ ποιήσῃ.
Ὅμως, ἀφῶν ἐγνώρισεν ἡ ντάμα Μαργαρίτα
κ’ ἐκεῖνοι ὅπου ἦσαν μετ’ αὐτὴν οἱ συμβουλάτοροί της,
ὅτι ὁ πρίγκιπας Μορέως οὐδὲν τῆς στρέφει δίκαιον,
ἐμίσσεψεν κ’ ἐδιάβηκεν στὸ ὁσπίτι της θλιμμένη.
Διαβοῦσα γὰρ καιρὸς μικρός, ἕνας μῆνας καὶ πλέον,
ἐστράφη πάλι ἡ ἀρχόντισσα, στὸν πρίγκιπαν ἐδιάβη
Η ΥΠΟΘΕΣΙΣ ΤΗΣ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΣ ΤΟΥ ΠΑΣΣΑΒΑ
μὲ τὴν βουλὴν καὶ συντροφίαν ὅπου εἶχεν μετ’ ἐκείνην,
κι ἀνάκραξεν κ’ ἐζήτησεν τὸ κάστρον τῆς Ἀκόβου
μετὰ τὴν περιοχὴν αὐτοῦ κι ὅλην τὴν μπαρουνίαν.
Ἐποίησε γὰρ τὴν δεύτερην ἀνάκραξεν καὶ τρίτην·
κι ὁ πρίγκιπας τῆς ἔστρεψεν ἀπόκρισιν ἐτέγοιαν,
ὡσὰν τὴν πρώτην γὰρ φορὰν ἐκράτει ἕναν στίχον.
[§]Ἀφότου ἐγροίκησεν καλὰ ἡ ντάμα Μαργαρίτα
ὅτι ποτὲ ἐκ τὸν πρίγκιπα δίκαιον οὐδὲν εὑρίσκει,
ὅλους ἐπαρακάλεσε φίλους καὶ συγγενεῖς της
τοῦ νὰ τὴν συμβουλέψουσιν τὸ πῶς νὰ ἔχῃ πράξει,
νὰ μὴ χάσῃ τὸ δίκαιον της καὶ πέσῃ εἰς ἀκληρίαν.
Κ’ ἐτότε οἱ φρονιμώτεροι, ὅπου τὴν ἀγαποῦσαν,
ὅλοι τὴν ἐσυμβούλεψαν τοῦ νὰ ἔχῃ ἐπάρει ἄντραν,
ἄνθρωπον μέγαν, φρόνιμον κι ἀπὸ ὑψηλὴν γενέαν,
«κ’ ἐκεῖνος μὲ τὰ φρόνα του καὶ μὲ τοὺς ἐδικούς του
σὲ θέλει βάλει εἰς νομὴν ἀπὸ τὸ ἰγονικόν σου».
[§]Ἐν τούτῳ γὰρ ἡ ἀρχόντισσα, ὡς φρόνιμη ὅπου ἦτον,
ἐσυγκατέβη, ἔστερξεν ἄντραν νὰ ἔχῃ ἐπάρει.
Ἐνταῦτα ἐσυνεργήσασιν οἱ πρῶτοι τῆς γενεᾶς της
κι ἀπῆρεν ἄντρα εὐγενικὸν ἀπὸ ὑψηλὴν γενέαν,
αὐτάδελφον τοῦ εὐγενικοῦ μισὶρ Νικόλα ἐκείνου,
ντὲ Σαὶντ Ὀμὲρ τὸν ἔλεγαν καὶ τῆς Θηβοῦ ἀφέντην,
τὸν μισὶρ Ντζὰν τὸ ὄνομα ντὲ Σαὶντ Ὀμὲρ κ’ ἐκεῖνον·
εἶχαν καὶ τρίτον ἀδελφὸν κ’ ἐκράζαν τον μισὲρ Ὄτον.
[§]Κι ἀφῶν τὴν εὐλογήθηκεν ὁ μισὶρ Ντζὰς ἐκεῖνος,
τὸ ὀφφίκιον ἐπαράλαβε τοῦ πρωτοστρατοράτου,
ὅπου ἦτον γὰρ τὸ ἰγονικὸν τῆς γυναικός του ἐκείνης.
Ἐκεῖνοι γὰρ ντὲ Σαὶντ Ὀμὲρ μεγάλη εὐγένειαν εἶχαν·
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ
ἡ μήτηρ τους εὑρίσκετον τοῦ ρῆγα τῆς Οὐγγρίας
αὐτάδελφη ὀνόμιμη, τὴν εἶχε ὁ πατήρ τους
ἐκεῖνος ὁ μισὶρ Μπελᾶς διὰ ὁμόζυγον γυναῖκαν·
κ’ ἐποιήκασιν οἱ δύο ὁμοῦ ἐκείνους τοὺς τρεῖς ἀφέντες.
Κι ὁ δοῦκας γὰρ τῶν Ἀθηνῶν, αὐτὸς ὁ Μέγας Κύρης,
εἶχε αὐταδέλφους ἄλλους τρεῖς κ’ ἦσαν πρῶτοι ἐξαδέλφοι
μετὰ ἐκεινοὺς ντὲ Σαὶντ Ὀμέρ, ’ς πρῶτον βαθμὸν σὲ λέγω.
Κι ἀφότου εὐλογήθηκεν ὁ μισὶρ Ννζὰς ἐκεῖνος
ἐκείνην τὴν εὐγενικὴν τὴν ντάμα Μαργαρίτα,
οὐδὲν ἠθέλησε ποσῶς τοῦ νὰ μακρημερέψῃ
ἡ ὑπόθεσις τῆς Ἄκοβας, νὰ μὴ τὴν ἀνακράξῃ
στὴν κούρτην γὰρ τοῦ πρίγκιπος ἐκείνου τοῦ Μορέως.
Τοὺς ἀδελφούς του ἀξίωσεν κ’ ἦλθαν ὁμοῦ μετ’ αὖτον·
εἰς τὸν Μορέαν ἀπέσωσαν ὁλόρθα εἰς τὴν Κλαρέντσα.
[§]Ἐκεῖ ηὗραν τὸν πρίγκιπα μετὰ τοὺς κεφαλᾶδες
ἐνῷ ἐκράτει παρλαμᾶ διὰ ὑπόθεσες ὅπου εἶχεν.
Ἡμέρας δύο ἐποιήσασιν τίποτε οὐκ ἀνακράξαν.
ἔπαιζον, εἴχασιν χαρὲς μετὰ τοὺς Μοραΐτες.
Διαβόντα γὰρ ἡμέρες δύο ἦλθεν ὁ μισὶρ Ἰωάννης
μετὰ τοὺς δύο του ἀδελφούς, ντὲ Σαὶντ Ὀμὲρ ἐκείνους
καὶ μετὰ τὴν γυναῖκαν του ὅπου ἦτον κληρονόμος·
κ’ ἦλθαν ἐμπρὸς στὸν πρίγκιπα κ’ ἐπρεζαντίστη ἐκείνη
ὡς κληρονόμος ὅπου ἦτον τοῦ ἰγονικοῦ της ὅλου.
Κ’ ἐνταῦτα ἐπρεζάντισε τὸν ἄντραν της ἐκεῖνον
ὡς ἀβουὲ καὶ ἄντραν της, ὡς τὸ ἔχουν τὰ συνήθεια.
Κ’ εὐθέως τὴν ὥραν ἐκεινὴν τοῦ εἶπεν ὁ μισὶρ Ἰωάννης·
«Ἀφέντη πρίγκιπα Μορέως, ἀξιῶ, παρακαλῶ σε,
ὡς ἀφέντης μου ποῦ εὑρίσκεσαι καὶ ἴδιος κληρονόμος,
νὰ ὁρίσῃς καὶ νὰ σωρευτοῦν οἱ κεφαλᾶδες σου ὅλοι,
οἱ φλαμουριάροι τοῦ Μορέως κ’ οἱ λίζιοι καβαλλάροι
Η ΥΠΟΘΕΣΙΣ ΤΗΣ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΣ ΤΟΥ ΠΑΣΣΑΒΑ
διὰ νὰ ἀφκραστῇς μετὰ κεινοὺς τὰ ἔχω ν’ ἀνακράξω,
κ’ εἰς δίκαιον νὰ μὲ κρίνετε, ἀπόφασιν νὰ λάβω,
πρὸς τὰ συνήθεια τοῦ Μορέως θέλω νὰ λάβω δίκαιον,
χάριν καμμίαν οὐ ζητῶ εἰ μὴ τὸ δίκαιον ποῦ ἔχω».
Ἐνταῦτα τοῦ ἀπεκρίθηκεν ὁ πρίγκιπας ἀτός του
καὶ λέγει του· «Μετὰ χαρᾶς, ἀφῶν ζητεῖς τὸ δίκαιον,
ἕτοιμος μὲ τὴν κούρτην μου νὰ σὲ τὸ ἐκπληρώσω».
[§]Ὥρισε ὁ πρίγκιπας εὐθέως κ’ ἦλθαν οἱ φλαμουριάροι,
οἱ καβαλλάροι ἀλλὰ δὴ τοῦ πριγκιπάτου οἱ λίζιοι·
ἐκάτσαν ὅλοι ἑνομοῦ εἰς τὴν ἁγίαν Σοφίαν,
ὅπου ἤμενεν ὁ πρίγκιπας, ἐκεῖ εἰς τὴν Ἀνδραβίδα.
Ἐνταῦτα ἐσηκώθηκεν ὁ γέρο μισὶρ Νικόλαος,
ντὲ Σαὶντ Ὀμὲρ τὸν ἔλεγαν, ὁ τῆς Θηβοῦ ἀφέντης.
Μὲ τὴν δεξιὰν τὴν χεῖραν του τὴν ἀδελφή του ἐκράτει,
τοῦ ἀδελφοῦ του τὴν γυνήν, τὴν ντάμα Μαργαρίτα.
[§]Καὶ λέγει πρὸς τὸν πρίγκιπα· «Ἀφέντη τοῦ Μορέως,
ἀλήθεια ἔνι, τὸ ἐξεύρουσιν τοῦ πριγκιπάτου οἱ πάντες,
ὅτι ἡ ἀδελφή μου, ὅπου ἔνι ἐδῶ ἐνώπιον τῆς ἀφεντίας σου,
εὑρίσκεται γὰρ ἀνεψία τοῦ ἀφέντου τῆς Ἀκόβου,
μισὶρ Γαρνιέρην τὸν ἔλεγαν, τὸ ἐπίκλην ντὲ Ροζιέρες·
τῆς ἀδελφῆς του ἔνι παιδὶ ἡ ἀδελφή μου ἐτούτη.
Κι ὡς ἔθνηκεν ἄνευ παιδὶ νὰ ἀφήκῃ κληρονόμον,
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ
ἐξέπεσεν ὁ τόπος του, τὸ κάστρον τῆς Ἀκόβου,
ἐτούτης μου τῆς ἀδελφῆς ὅπου ἔνι κληρονὁμος.
Κι ὡς τὸ ἐξεύρεις, ἀφέντη μου, ὅτ’ ἦτον διὰ ἐσέναν
ὄψιδαν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, τὴν ἔβαλες ἀτός σου.
οὐδὲν εὐρέθηκεν ἐδῶ στὸ τέρμενον τοῦ χρόνου,
ἀφῶν ἐμεταστάθηκεν ὁ ἀφέντης τῆς Ἀκόβου,
διὰ νὰ ἐλθῇ καὶ πρεζαντιστῇ ἐμπρὸς στὴν ἀφεντίαν σου,
ὡς τὸ ἔχουν τὰ συνήθεια μας ὁλοῦ τοῦ πριγκιπάτου,
ἀπέσω εἰς τὰς σαράκοντα ἡμέρας κ’ εἰς τὸν χρόνον,
εἰς τὸ ὅποιον πρᾶγμα οὐδὲν σὲ φταίει, τίποτε οὐδὲν ἐσφάλλει,
ἀφῶν ἦτον εἰς φυλακήν, ἐσὺ τὴν εἶχες βάλει,
διὰ ὄψιδαν τὴν ἔβαλες κ’ ἐξέβης ἀπ’ ἐκεῖθεν.
[§]Καὶ ὅταν τὴν ἐξήβαλες κ’ ἦλθεν ἐδῶ εἰς τὸν τόπον,
εὐθέως γὰρ ἐκατάλαβεν καὶ ἦλθεν ἔμπροστέν σου·
ὡς κληρονόμος φυσικὸς ὅπου ἦτον τῆς Ἀκόβου
ἐπρεζαντίστη εἰς ἐσὲν κ’ ἐζήτησέ σε δίκαιον.
Κ’ ἐσὺ τῆς ἀποκρίθηκες ὅτι δίκαιον οὐκ εἶχεν
καὶ πάντα ἐσυχνοέρχετον κ’ ἐζήτα σὲ γὰρ δίκαιον
κ’ ἐσὺ ποτὲ οὐκ ἠθέλησες κούρτην νὰ τῆς κρατήσῃς,
μόνι αὐτεξούσιος ἔλεγες ὅτι δίκαιον οὐκ εἶχεν.
Κ’ ἐτούτη, ὡς ἀσυμβούλευτος γυναῖκα ἄνευ φίλους,
ἐστρέφετον στὸ ὁσπίτι της ὡσὰν ἀπεγνωσμένη
κι ἀνάμενεν νὰ τῆς ἐλθῇ ἀπὸ Θεοῦ βοήθεια.
Θεοῦ εὐδοκοῦντος σήμερον ὑπαντρεμένη ἔνι
εἰς ἄνθρωπον εὐγενικὸν ἀπὸ γενέας μεγάλης,
τὸ δίκαιον ποῦ τῆς ἔρχεται νὰ τὸ φυλάξῃ οὕτως
ὡς πρέπει πᾶσα εὐγενικοῦ ἀνθρώπου νὰ τὸ κάμνῃ
Διὰ τοῦτο ἤλθασιν ἐδῶ ἐμπρὸς στὴν ἀφεντίαν σου
κ’ ἐγὼ μετ’ αὔτους ἑνομοῦ ὅπου εἶμαι ἀδελφός τους,
καὶ παραοφρίζω καὶ τοὺς δύο, τὸν ἕναν κληρονόμον,
κι ὁ ἄλλος, ὡς ἀβουέρην της, τὸ δίκαιον τους ζητῶντα.
Παρακαλῶ σε, δέομαι νὰ τοὺς τὸ ἔχῃς δώσει
τὸ δίκαιον ποῦ τοὺς ἔρχεται, καὶ εἰς νομὴν τοὺς βάνῃς
ἀπὸ τὰ κάστρη κι ἀφεντίαν τῆς περιοχῆς Ἀκόβου.
Κ’ ἐτοῦτοι εἶναι ἕτοιμοι νὰ ποιήσουν πρὸς ἐσέναν
τὸ ὅσον χρεωστοῦσιν εἰς δουλείαν κι ὁμάτζι καὶ λιζίαν».
[§]Ἐνταῦτα ἀπεκρίθηκεν ὁ πρίγκιπας ἀτός του
καὶ λέγει τοῦ μισὶρ Νικολάου ντὲ Σαὶντ Ὀμὲρ ἐκείνου·
«Ἡμεῖς ἀκούσαμεν λεπτῶς κ’ ἡ κούρτη μας ὡσαύτως
τοὺς λόγους ὅπου ἐσύντυχες καὶ τὴν ὑπόθεσίν σου,
καὶ μαρτυροῦμεν, λέγομεν, ἀλήθεια ἔνι τὸ εἶπες,
ὅτι διὰ ἐδικήν μου ἀφορμὴν καὶ διὰ ἐδικόν μου τρόπον
ἐχάσεν κι ἀκληρήθηκεν ἡ ἀρχόντισσα ἡ ἀδελφή σου
τὸ ἰγονικὸν καὶ ἀφεντίαν, τὸν τόπον τῆς Ἀκόβου.
Ἐν τούτῳ σὲ ἀποκρένομαι καὶ λέγω κ’ ἐρωτῶ σε·
ἐὰν μᾶς ζητῇς νὰ ποιήσωμεν τὸ δίκαιον κατὰ νόμον,
ἢ ἂν μᾶς ζητᾷς διὰ χάριταν καὶ διάκρισιν ἀφέντου,
διατὸ ἐμποδίστη ὡς διὰ ἐμᾶς κι οὐδὲν εὑρέθη ἐνταῦτα
ἐδῶ εἰς τὸ πριγκιπᾶτον μας κ’ εἰς τὴν ἀνάπαψίν της
ἀπέσω εἰς τὰ τέρμενα, τὰ ἔχουσιν τὰ συνήθεια,
τοῦ νὰ ἀνακράξῃ ὡς ἔπρεπεν καὶ νὰ ζητήσῃ δίκαιον».
[§]Ἐνταῦτα ἀποκρίθηκεν   μισὶρ Νικόλαος ἐκεῖνος
καὶ λέγει πρὸς τὸν πρίγκιπα ἀπόκρισιν ἐτέτοιαν·
«Ἀφέντη πρίγκιπα Μορέως, λέγω τὴν ἀφεντίαν σου·
ἐὰν ἔβλεπα κ’ ἐγνώριζα μετὰ πληροφορίας
ὅτι ἡ ἀδελφή μου, ὅπου ἔνι ἐδῶ, οὐδὲν ζητεῖ μὲ δίκαιον
τὸ κάστρον καὶ τὴν ἀφεντίαν, τὴν περιοχὴν Ἀκόβου,
ἐτότε νὰ ἦτον εὔπρεπον τοῦ νὰ ἐζητοῦμαν χάριν.
Τὸ δὲ τὸ δίκαιον ἔνι ὀρθόν, ὡς τὸ ἐξεύρεις ἀτός σου,
ὅτι ἡ ἀδελφή μου ὡς διὰ ἐσὲν εἰς φυλακὴ ἐκρατειέτον
κι οὐδὲν ἠμπόρει οὐδὲ ποσῶς τοῦ νὰ ἐξέβῃ ἀπέκει
διὰ νὰ ἔλθῃ ἀνακράζοντα τὸ ἰγονικὸν Ἀκόβης.
Διὰ τοῦτο γὰρ οὐδὲν ζητῶ χάριν καμμία ἀπὸ ἐσέναν,
μόνι τὸ δίκαιο ὡς ἀπαιτεῖ κι ὁρίζει το ὁ νόμος».
[§]Ἐνταῦτα τοῦ ἀπεκρίθηκεν ὁ πρίγκιπας Μορέως
καὶ λέγει τοῦ μισὶρ Νικολάου ντὲ Σαὶντ Ὀμὲρ ἐκείνου·
«Ἀφῶν οὐ χρήζεις χάριταν νὰ λάβῃς ἀπὸ ἐμέναν
καὶ θέλεις κι ἀνακράζεις με τῆς κούρτης μου τὸ δίκαιον,
λέγω καὶ μαρτυρῶ σε το, ’ς ἀλήθειαν τὸ ἀφιρώνω,
ὅτι ἁμαρτίαν ἀπὸ Θεοῦ καὶ ψέγος τῶν ἀνθρώπων
ἤθελα ἔχει εἰς ἐμέν, ἂν σὲ ἔλειψα ἀπὸ τοῦτο.
Διὰ τοῦτο θέλω νὰ γενῇ τὸ πρᾶγμα ἀφιρωμένον
μὲ προσοχὴν καὶ διάκρισιν, τοῦ τόπου τὰ συνήθεια,
ὅπως μὴ σφάλω τίποτε κ’ ἔχω κατηγορίαν
ἀπὸ τὸν Θεὸν κ’ ἐκ τοὺς ἁγίους ὁμοίως κ’ ἐκ τοὺς ἀνθρώπους.
Καὶ θέλω τοῦ νὰ σωρευτοῦν ὅλου τοῦ πριγκιπάτου
οἱ φλαμουριάροι κι ἀρχιερεῖς, οἱ λίζιοι καβαλλάροι,
νὰ βάλω τὴν ὑπόθεσιν εἰς αὔτους νὰ τὴν κρίνουν
πρὸς τὰ συνήθεια τοῦ Μορέως, μὲ τοῦ Θεοῦ τὸν φόβον,
τὰ ἔδωκεν ὁ βασιλεὺς ἐκεῖνος ὁ Ρομπέρτος
τοῦ μακαρίτου μου ἀδελφοῦ τοῦ πρίγκιπα Ντζεφρόη,
ὅταν ἐσυμβιβάστησαν κ’ ἐπῆρεν τον γαβρόν του».
[§]Ἐνταῦτα ὁρίζει ὁ πρίγκιπας κ’ ἐγράψασιν πιττάκια
εἰς ὅλους τοὺς φλαμουριαρίους τοῦ πριγκιπάτου ὅλου
ὡσαύτως κ’ εἰς τοὺς ἀρχιερεῖς κ’ εἰς τοὺς καβαλλαρίους,
καὶ ἦλθαν κ’ ἐσωρεύτησαν ἐκεῖσε εἰς τὴν Κλαρέντζαν.
Στοῦ ἅγιου Φραγκίσκου ἐσέβησαν, εἰς τοὺς Φρεμενουρίους
κ’ ἐκάτσαν εἰς κρισίματα, ὡς ἔνι τὸ συνήθειον.
Ἐνταῦτα λέγει ὁ πρίγκιπας μισὶρ Νικολάου ἐκείνου·
«Θέλω νὰ μάθω ἀπὸ σοῦ τὸ ποῖος ἔνι ὁ ἀβουκᾶτος
ὅπου χρεωστεῖ τοῦ νὰ λαλῇ ὡς διὰ τὴν ἀδελφήν σου
τοῦ νὰ βαστᾷ τὸν λόγον της, νὰ συντυχαίνῃ εἰς κούρτην».
Κ’ ἐκεῖνος τοῦ ἀπεκρίθηκεν· ἀτός του θέλει εἶσται
νὰ λέγῃ κι ἀποκρένεται ὅσον διαφέρνει εἰς κρίσιν
διὰ ἐκείνην τὴν ὑπόθεσιν τοῦ κάστρου τῆς Ἀκόβου.
[§]Κ’ εἰς τοῦτο ἀπεκρίθηκεν ὁ πρίγκιπας καὶ εἶπεν·
«Ἀφότου ἐσὺ ἀποδέχεσαι νὰ εἶσαι ἀβοκᾶτος
διὰ τὴν ὑπόθεσιν αὐτὴν τῆς ντάμα Μαργαρίτας,
κ’ ἐγὼ ὡς διὰ τὴν ἀγάπην σου κι ὡς διὰ τὴν συντροφίαν σου
νὰ σὲ ποιήσω συντροφίαν καὶ νὰ βαλθῶ ἀβοκᾶτος,
νὰ διαφεντεύω καὶ κρατῶ τὰ δίκαια τῆς κούρτης».
Ἐνταῦτα κράζει ὁ πρίγκιπας τὸν λογοθέτη ἐκεῖνον,
μισὶρ Λινάρδον τὸ ὄνομα, ἀπὸ τὴν Πούλιαν ἦτον·
ἄνθρωπος ἦτον φρόνιμος, καλὰ γραμματισμένος·
ἐκεῖνον εἶχε ἰσόψυχον καὶ πρῶτον στὴν βουλήν του.
Τὴν βέργαν γὰρ καὶ τὸ ραβδί, τὸ ἐκράτει εἰς τὸ χέριν,
ὡς τὸ ἔχουσιν οἱ ἀρχηγοὶ κ’ οἱ ἀφέντες γὰρ τοῦ κόσμου,
τοῦ ἔδωκεν καὶ λέγει τον· «Ἐγὼ σὲ παραδίδω
τὴν ἀφεντίαν ὅπου κρατῶ νὰ στήκῃς διὰ τὴν κούρτην,
νὰ κρένῃς γὰρ καὶ νὰ κρατῇς τὸ δίκαιον μὲ τὸν νόμον,
μὲ τὴν βουλὴν καὶ συντροφίαν ὅπου εἶναι ἐδῶ εἰς τὴν κούρτην·
κι ὁρκῶ σε κατὰ τοῦ Χριστοῦ κ’ εἰς τὴν ψυχήν σου ἐπάνω,
ἐσὲν κι ὅσοι καθέζονται μετὰ σὲ ἐδῶ εἰς τὴν κούρτην,
τὸ δίκαιον τῆς ἀρχόντισσας μαντάμα Μαργαρίτας
νὰ τὸ κρατήσετε καλὰ ὥσπερ καὶ τὸ τῆς κούρτης.
Μὴ σαλευτῆτε τίποτε διὰ φτόνον ἢ φιλίαν·
προσέχετε μὴ σφάλετε ἀπάνω εἰς τὰς ψυχάς σας,
ἐπεὶ ἐγὼ διὰ συντροφίαν κι ἀγάπην τοῦ ἀδελφοῦ μου
τοῦ μισὶρ Νικολάου ντὲ Σαὶντ Ὀμὲρ θέλω νὰ ἀβοκαρίσω
ἐκ τὸ ἄλλο μέρος, νὰ κρατῶ τὸ δίκαιον γὰρ τῆς κούρτης».
[§]Ἐν τούτῳ ἐπεχείρησεν μισὶρ Νικόλας ἐκεῖνος
νὰ λέγῃ κι ἀφηγήσεται τὸν τρόπον τῆς Ἀκόβου,
τὸ πῶς ἐξέπεσε ἡ ἀφεντία τοῦ ἰγονικοῦ ἐκείνου
τῆς πρωτοστρατόρισσας τῆς ντάμα Μαργαρίτας,
καθὼς τὸ ἀκούσετε ἐδῶ ὀπίσω εἰς τὸ βιβλίον μου
τοὺς τρόπους καὶ τὲς ἀφορμὲς καὶ τὴν καθοδηγίαν,
τὸ ὅποιον οὐδὲν μὲ φαίνεται νὰ σᾶς τὸ διπλογράψω,
διατὸ ἔνι γὰρ κολαστικόν, οἱ πάντες τὸ βαρειῶνται.
[§]Κι ἀφότε ἀποπλήρωσε τὰ εἶχεν νὰ λαλήσῃ,
ἐνταῦτα πάλε ἄρχισεν ὁ πρίγκιπας νὰ λέγῃ,
νὰ βάνῃ τρόπους κι ἀφορμὲς καὶ λόγους ἐναντίους
πρὸς τὸ εἶπεν γὰρ κ’ ἐλάλησε μισὶρ Νικόλαος ἐκεῖνος,
ὡς τὸ ἔχουσιν οἱ διάταξες κι ὅλα τὰ δικαστήρια
καὶ λέγουσιν ὁ κατὰ εἷς τὸ ἐξεύρει διὰ ὄφελόν του.
Κι ἀφότου εἴπασιν πολλὰ κ’ ἐπλήθυναν τὰ λόγια,
ὥρισεν ὁ πρίγκιπας κ’ ἠφέραν τὸ βιβλίον,
ὅπου ἔγραφαν κ’ ἐλέγασιν τοῦ τόπου τὰ συνήθεια.
Ἐνταῦτα ηὕρασιν ἐκεῖ ἐγγράφως τὸ κεφάλαιον,
ὅπερ γράφει λεπτομερῶς, λέγει καὶ διερμηνεύει,
τὸ πῶς ὁ λίζιος ἄνθρωπος χρεωστεῖ ποιῆσαι τοῦτο·
εἰ μὲν συμβῇ ὁ ἀφέντης του ὁ ἐχτρός του νὰ τὸν πιάσῃ
καὶ νὰ τὸν ἔχῃ εἰς φυλακήν, εἰς τιμωρίαν σιδήρων,
νὰ τὸν ζητήσῃ ὁ ἀφέντης του καὶ νὰ τὸν ἀνακράξῃ·
νὰ σέβῃ εἰς τὴν φυλακὴν εἰς ὄψιδαν διὰ ἐκεῖνον,
νὰ ἐβγάλῃ τὸν ἀφέντην του ἀπὸ τὸ δεσμωτήριον.
Ὀφείλει πρὸς τὸ σύνηθες καὶ πρὸς τὸ ὁρίζει ὁ νόμος
νὰ σέβῃ εἰς τὴν φυλακὴν σωματικῶς ἀτός του.
Καὶ μετὰ ταῦτα ὁ ἀφέντης του χρεωστεῖ πάλιν νὰ ἐβγάλῃ
τὸν λίζιον ἄνθρωπο ἀπ’ ἐκεῖ ποῦ ἐσέβη ὡς διὰ ἐκεῖνον.
[§]Οἱ πάντες γὰρ ὅπου ἤσασιν ἐκεῖ στὴν κούρτη ἐτότε,
ὅλοι ἐπλαγίασαν κ’ ἔλεγαν μὲ διάκρισιν μεγάλην
ὅτι ἡ πρωτοστρατόρισσα ἐτύχαινεν νὰ ἔχῃ
τὸ ἰγονικόν, τὴν περιοχὴν τοῦ κάστρου τῆς Ἀκόβου,
ἀφῶν ἀτός του ὁ πρίγκιπας τὴν ἔβαλε καὶ ἦτον
ὄψιδα καὶ εἰς φυλακὴν διὰ ἐκεῖνον εἰς τὴν Πόλιν.
[§]Τὸ φέρει γὰρ ὁ πρίγκιπας τοῦ νόμου τὸ βιβλίον
κ’ ἐστάθη κι ἀφιρώθηκεν εἰς τὸ κεφάλαιο ἐκεῖνο·
κι ἀπόδειξε μὲ τὸ βιβλίον, τοῦ τόπου τὰ συνήθεια,
ὅτι μὲ δίκαιον χρεωστικὸν ἐχρεώστει νὰ τὸ ποιήσῃ.
Οὐδὲν τῆς ἔφταιεν τίποτε διατὶ γὰρ οὐκ ηὑρέθη
διὰ νὰ ζητήσῃ δίκαιον στὸ ἰγονικὸν ἐκεῖνον
ἀπέσω εἰς τὰ τέρμενα ὅπου ἔχουν τὰ συνήθεια.
[§]Ἐμεταπιάσαν ὅλοι τους κ’ ἐστράφησαν καὶ εἶπαν
ὅτι ἀφότου ἐτύχαινε κ’ ἐχρεώστει νὰ τὸ ποιήση,
(νὰ σέβῃ γὰρ στὴν φυλακὴν ἀφῶν τὴν ἀνακράξει,
ὁ ἀφέντης της ὁ λίζιος, τὸ ὁρίζουν τὰ συνήθεια,
κι οὐδὲν εὑρέθη εἰς τὸν Μορέα στὰ τέρμενα ἀπέσω,
νὰ φανιστῇ εἰς τὸν πρίγκιπα, νὰ τοῦ ζητήσῃ δίκαιον),
κ’ ἐπέρασαν τὰ τέρμενα, - τὸ δίκαιον της ἐχάσε·
ἐδῶκαν τὴν ἀπόφασιν ὅτι ἔρημα γυρεύει.
Ἐκράξασιν τὸν πρίγκιπα καὶ τὸν μισὶρ Νικόλαον,
καὶ ἤλθασιν ἀμφότεροι ἐνώπιον τῆς κούρτης,
Κι ὁ λογοθέτης, ὅπου ἦτον τοῦ πρίγκιπος ὁ δίκαιος,
ἐκεῖνος τοὺς ἐσύντυχεν κ’ ἐβάσταξε τὸν λόγον,
τὸ πῶς ἡ κούρτη ἐτήρησε κ’ ηὕρασι μὲ τὸν νόμον·
λεπτομερῶς τοὺς ἔδειξε τὸ δίκαιον καὶ τοὺς τρόπους,
τὸ πῶς ἡ κούρτη ἐκέρδισε τὸ κάστρον τῆς Ἀκόβου
μὲ τὰ ὁμάτζια κι ἀφεντίαν, τὴν περιοχὴν ὅπου εἶχεν,
πρὸς τὰ συνήθεια τοῦ Μορέως, καθὼς τὸ ὁρίζει ὁ νόμος.
Τὸ ἀκούσει ἐτοῦτο ὁ πρίγκιπας, ὡς τὸ ἔχουσιν οἱ κοῦρτες,
τὴν κούρτην εὐχαρίστησεν κι ἀπόφασιν ἀπῆρεν·
ὡς δὲ ὁ πρωτοστράτορας ὁ μισὶρ Ντζᾶς ἐκεῖνος,
οὐδὲν ἠθέλησεν ποσῶς εὐχαριστίαν νὰ ποιήσῃ.
Μετὰ ταῦτα ὅλοι οἱ ἄρχοντες, οἱ λίζιοι φλαμουριάροι,
ἀπηλογίαν ἐζήτησαν κι ὁ πρίγκιπας τοὺς τὴν δίδει,
κ’ ἐδιάβησαν ὁ κατὰ εἷς ἔνθα ἤθελεν κ’ ἠγάπα.
Ἡ κούρτη γὰρ ἐσκόρπισεν, ὁ κατὰ εἷς ἐδιάβη
ἐκεῖ ποῦ ἐχρεώστει ν’ ἀπελθῇ ἕκαστος ἀπ’ ἐκείνους.
[§]Καὶ μετὰ ταῦτα ὁ πρίγκιπας κράζει τὸν λογοθέτην
καὶ λέγει του γὰρ μοναξὰ μὲ διάκρισιν μεγάλην·
«Ὀμνύω σε, λογοθέτη μου, ἐνώπιον τοῦ Κυρίου μου,
πολλὰ μὲ ἐφάνη βαρετὸν ἡ κρίσις ὅπου ἐδόθη,
καὶ ἀκληρήθη ἡ ἀρχόντισσα, ἡ ντάμα Μαργαρίτα,
ἀπὸ τὸ κάστρον κι ἀφεντίαν, τὴν περιοχὴν Ἀκόβης,
διατὶ ἀπεικάζω αἰσθητὰ κι ἐξεύρω ὅτι ἔνι ἀλήθεια
ὅτι ἐγὼ τὴν ἔβαλα στὴν φυλακὴν ὅπου ἦτον.
Καὶ δι’ αὔτην γὰρ τὴν ἀφορμὴν οὐδὲν εὑρέθη ἐνταῦτα,
στὰ τέρμενα καὶ στὸν καιρὸν ὅπου ἔπρεπεν νὰ ἔλθῃ,
νὰ ἐμφανιστῇ εἰς τὴν κούρτην μου καὶ νὰ ἔχῃ ἐξεζητήσει
τῆς Ἄκοβας τὴν ἀφεντίαν ὅπου ἦτο ἰγονικόν της.
Κ’ ἐτούτη γὰρ ἡ ἁμαρτία νὰ σὲ εἰπῶ πῶς ἐγίνη.
Ἐτότε ὅταν μὲ ἠφέρασιν κ’ εἴπασιν τὸ μαντᾶτο,
ὅτ’ εἶναι καὶ ἀπόθανεν ὁ ἀφέντης τῆς Ἀκόβου
(διατὸ ἦτον εἰς τὴν φυλακὴν ἡ ντάμα Μαργαρίτα,
ὅπερ γὰρ τῆς ἔρχετον τὸ ἰγονικὸν ἐκεῖνο,
διατὸ ἦτον κληρονόμος του, παιδὶ τῆς ἀδελφῆς του),
μὲ ἤφερεν ἡ ὄρεξις κ’ ἐπίασα τὸ βιβλίον
ἐκεῖνο ὅπου γράφουσιν τοῦ τόπου τὰ συνήθεια.
Καὶ ἔτυχεν καὶ ηὕρηκα ἐκεῖνο τὸ κεφάλαιον
ὅπερ τὸ γράφει καὶ δηλοῖ, λέγει καὶ διερμηνεύει,
τὸ πῶς ὁ λίζιος ἄνθρωπος, ὅποιος γὰρ κι ἂν ἔνι,
χρεωστεῖ νὰ σέβῃ εἰς φυλακὴν εἰ μὲν τὸν ἀνακράξῃ
ὁ ἀφέντης του ὁ φυσικὸς διὰ νὰ ἔβγῃ ἀπέκει ἐκεῖνος·
καὶ μετὰ ταῦτα ὁ ἀφέντης του χρεωστεῖ νὰ τὸν ἐβγάλῃ
ἀπὸ τὸ δεσμωτήριον τῆς φυλακῆς ἐκείνης.
Λοιπὸν ὡς ἐλογίστηκα καὶ ηὕραμε τὸν νόμον,
ἀφῶν ἡ πρωτοστατόρισσα εὑρίσκετον στὴν Πόλιν
εἰς φυλακήν, ὡς ὄψιδαν ὅπου ἦτον διὰ ἐμέναν,
κι οὐκ ἠμπόρει νὰ ἐφανιστῇ στὴν κούρτην μου νὰ ἔλθῃ
ἀπέσω εἰς τὰ τέρμενα, τὰ ὁρίζει γὰρ ὁ νόμος,
ἦτον δίκαιον νὰ ἀκληρηθῇ καὶ χάσῃ τὸ ἰγονικόν της;
Ἐν τούτῳ ἐδιακρίθηκα κ’ εἶπα εἰς τὸν λογισμόν μου·
ὅτι ἀφότου εὑρίσκετον στὴν φυλακὴν δι’ ἐμέναν,
καὶ ἔχανε τὸ ἰγονικόν, τῆς εἶχεν ἐξεπέσει,
πάλε ἡ ἁμαρτία, τὸ μέμψιμον, ἔρχετον εἰς ἐμέναν.
Κ’ εἰς τοῦτο ἐβουλήθηκα κ’ ἐπῆρα εἰς τὸν σκοπόν μου
νὰ τῆς ἀφήκω τὸ ἥμισον τῆς μπαρουνίας ἐκείνης,
καὶ πάλε τὸ ἄλλο ἥμισον νὰ δώσω τῆς Μαργαρίτας,
τῆς θυγατρός μου τῆς μικρῆς, νὰ τὸ ἔχῃ εἰς γονικόν της.
Κ’ εἶδες ὅτι ἤλθασιν ἐδῶ ντὲ Σαὶντ Ὀμὲρ ἐκεῖνοι
μὲ παρρησίαν καὶ ἔπαρσιν κι ἀλαζονείαν μεγάλην·
πολλὰ μ’ ἐφάνη βαρετὸν κ’ ἐχόλιασε ἡ καρδία μου
καὶ δι’ αὐτὸ γὰρ ἐρώτησα ἐτότε τὸν μισὶρ Νικόλα,
τὸ τί ἐζήτει εἰς τὴν κούρτην μου, κἄν χάριταν, κἄν δίκαιον;
κ’ ἐκεῖνος ἀποκρίθηκεν μὲ ἀλαζονείαν μεγάλην·
ὅτι ἀπὸ ἐμὲν οὐκ ἔχρηζεν καμμίαν χάριν νὰ λάβῃ,
μόνι τὸ δίκαιον τοῦ ἔρχετον τῆς ντάμα Μαργαρίτας.
Κ’ ἐγὼ διὰ τοῦτο ὥρισα κ’ ἠφέραν τὸ βιβλίον,
ὅπου ἔνι ὁ νόμος τοῦ Μορέως, καὶ γράφουν τὰ συνήθεια,
διὰ νὰ κριθοῦμε μετ’ αὐτό, νὰ λείψῃ ἡ ἀλαζονειά τους,
κι ἀπώθωκα τὴν διάταξιν στὴν τήρησιν τῆς κούρτης.
Λοιπόν, ἀφότου ἐκρίνασιν οἱ λίζιοι μὲ τὸν νόμον
ὅτι ἀκληρήθηκεν ἡ ντάμα Μαργαρίτα,
θέλω νὰ ποιήσω πρὸς αὐτὸν χάριν, νὰ τὸ ἐγνωρίσουν
ὅσοι τὸ ἀκούσουν κ’ ἔχουσιν φρένα καὶ γνώση εἰς αὔτους.
Ἐν τούτῳ ἐξεύρω, ἐπίσταμαι τὸ γράφει εἰς τὸ ριτζέστρο·
τῆς Ἄκοβας ἡ μπαρουνία μὲ τὰ ὁμάτζια ποῦ ἔχει,
ὅτι εἶναι εἰκοσιτέσσαρα φιὲ καβαλλαρίων.
Διὰ τοῦτο θέλω, ἂν μ’ ἀγαπᾷς, νὰ κράξῃς τὸν Κολινέτον,
ὅπου ἔν’ πρωτοβιστιάριος ὅλου τοῦ πριγκιπάτου,
κι ἂς ἔλθουσιν οἱ γέροντες τῆς μπαρουνίας Ἀκόβου
κι ἂς φέρουσιν τὰ πραχτικὰ ὅπου ἔχουσιν μετ’ αὔτους.
Καὶ ποιήσετε τὴν μερισίαν ὅλης τῆς μπαρουνίας·
τὸ τρίτον γὰρ χωρίσετε κι ἀθολογήσετέ το·
ἐνῷ ἔρχονται τὰ φίε ὀχτώ, θέλω τὰ πέντε νὰ εἶναι
ὅλα ἀπὸ τὰ καλλιώτερα δημοσικὰ τοῦ τόπου·
κι ἀπὸ τὰ ὁμάτζια χώρισον τὰ πρῶτα γὰρ τὰ τρία,
καὶ βάλε νὰ μοῦ γράψουσιν φράγκικον προβελέντζι,
τὸ πῶς τὰ δίδω αὐτὰ τὰ ὀχτὼ τὰ φίε τῆς Ἀκόβου,
τὸ τρίτον γὰρ τῆς μπαρουνίας, τῆς ντάμα Μαργαρίτας
διὰ χάριν καὶ δόμα νέον αὐτῆς καὶ τῶν παιδίων της».
[§]Κι ὁ λογοθέτης παρευτύς, μὲ προθυμίαν μεγάλην,
τοῦ πρίγκιπος τὸν ὁρισμὸν ἐπλήρωσεν κ’ ἐποῖκεν,
[§]Τὸ προβελέντζι ἐβούλλωσεν ἀτός του ὁ λογοθέτης,
τοῦ πρίγκιπος τὸ ἤφερεν καὶ προσκομίζει τοῦ το.
Κι ὁ πρίγκιπας τὸ ἀνάγνωσεν· πολλὰ καλὸν τοῦ ἐφάνη·
τὸ κουβερτοῦρι ἐσήκωσεν αὐτὸ τοῦ κρεββατίου του,
ἐκεῖ ἀπὸ κάτω τὸ ἔβαλεν, λέγει τοῦ λογοθέτη·
«Ἄγωμε ἀτός σου, φέρε ἐδῶ τὴν ντάμα Μαργαρίτα
κι εἰπές της ὅτι χρήζω την, θέλω νὰ τῆς συντύχω».
Κι ὁ λογοθέτης παρευτὺς ἀπῆλθεν κ’ ἔφερέν την·
τὸ ἔλθει ἡ πρωτοστρατόρισσα, ὁ πρίγκιπας τῆς λέγει·
[§]«Τὸν Θεὸν ἐβγάνω μάρτυρα, καλή μου θυγατέρα,
στὴν ὄρεξιν καὶ θέλημα, ὅπου εἶχα πρὸς ἐσέναν,
τοῦ νὰ σὲ ποιήσω κουρτεσίαν καὶ χάριταν ὁμοίως
στὸ ἰγονικὸν ποῦ σὲ ἔρχετον, στὴν μπαρουνίαν Ἀκόβου.
ἐπεὶ διὰ τοῦτο ἐρώτησα τὸν γέρο μισὶρ Νικόλα
ἐτότε ὅταν ἤλθετε ἐνώπιον μου εἰς τὴν κούρτην·
τὸ τί μοῦ ἐζήτει πρότερον κι ὠρέγετον νὰ ποιήσω,
κἄν δίκαιον κἄν τε χάριταν, τὸ ὅποιον θέλει ἐκ τὰ δύο;
κ’ ἐκεῖνος ἀπὸ ἀλαζονείας καὶ ἔπαρσιν ὅπου εἶχεν,
οὐδὲν ἐχρειάστη χάριταν νὰ λάβῃ ἀπὸ ἐμέναν,
ἀλλὰ τὸ δίκαιον ἤθελεν νὰ λάβῃ ἀπὸ τὴν κούρτην.
Κ’ ἐγὼ διὰ τοῦτο ἤφερα τοῦ νόμου τὸ βιβλίον·
τῆς κούρτης τὸ ἐπαράδωκα, μετὰ ταῦτα μᾶς ἐκρῖναν·
κι ἀφῶν ἡ κούρτη τὸ ἔκρινεν τὸ τί σὲ ποιήσει οὐκ ἔχω.
Ὅμως ἐγὼ διὰ χάριταν ἐξεύροντα μὲ ἀλήθειαν
ὅτι διὰ ἐμὲν εὑρέθηκες ὄψιδα εἰς τὴν Πόλιν
ὅταν γὰρ σὲ ἐξέπεσεν ἡ μπαρουνία Ἀκόβου·
ἔχοντα δὲ τὴν διάκρισιν καὶ σπλάχνος εἰς ἐσέναν,
ἐχώρισα καὶ δίδω σε τῆς μπαρουνίας τὸ τρίτον
ὡς νέον δόμα καὶ κληρονομίαν ἐσὲν καὶ τῶν παιδίων σου·
καὶ σήκωσε τὸ ὑπάπλωμα κι αὐτὸ τὸ κουβερτάριν
νὰ εὕρῃς τὸ προβελέγγι σου, πάρ’ το μὲ τὴν εὐχήν μου».
Κι ὁ λογοθέτης ἅπλωσεν, τὸ προβελέγγι ἐβγάνει,
τοῦ πρίγκιπος τὸ ἔδωκεν, στὰς χεῖρας του τὸ βάνει·
κι ὁ πρίγκιπας ἐλάλησε τῆς ντάμα Μαργαρίτας·
«Ἔλα ἐδῶ, θυγάτηρ μου, διὰ νὰ σὲ ρεβεστίσω».
Κ’ ἐκείνη τοῦ ἐσίμωσεν, καὶ τὸ χαρτὶ τῆς δίδει·
ἐβγάνει τὸ χερόρτι του, μὲ αὐτὸ τὴν ρεβεστίζει.
[§]Κ’ ἐκείνη γάρ, ὡς φρόνιμη, μετὰ χαρᾶς τὸ ἀπῆρεν,
μὲ χαμηλὸν προσκύνημα, κ’ εὐχαριστίαν μεγάλην.
Ἐνταῦτα ἀποχαιρέτησεν, στὸ ὁσπίτι της ἐδιάβη·
ἐκεῖ ηὕρηκεν τὸν μισὶρ Ντζᾶν τὸν ἄντραν της ἐκεῖνον.
Χαρὰν μεγάλην τοῦ ἔδειξεν, λεπτῶς τοῦ ἀφηγήθην
τὴν πρᾶξιν ὅπου ἔποικεν ἐκεῖσε ὅπου ἐδιάβη
καὶ τὴν δωρέαν, τὴν ἔλαβεν, τὴν χάριταν ποῦ ἀπῆρεν
ἀπὸ τὸν πρίγκιπα Μορέως, τὸ τρίτον τοῦ Ἀκόβου.
Τὸ ἀκούσει το ὁ μισὶρ Ντζᾶς, τὰς χεῖρας του σηκώνει·
χαρὰν μεγάλην ἔποικεν καὶ τὸν Θεὸν δοξάζει,
διατὶ ποτέ του οὐκ ἤλπιζεν, ποτέ του οὐδὲν ἐθάρρει
νὰ ἔχῃ μερίδι οὔτε ἀφεντίαν στὴν μπαρουνίαν Ἀκόβου.
[§]Ἀφότου γὰρ ὁ πρίγκιπας ἐποίησε τὰ σᾶς γράφω,
τὸν λογοθέτην ἔκραξε κ’ εἶπε του νὰ ποιήσῃ
ἕτερον προβελέντζιο ἀπὸ τὰ δύο ἰμερίδια
τοῦ κάστρου καὶ τῆς περιοχῆς τῆς μπαρούνιας Ἀκόβου,
τὸ πῶς τὸ δίδει εἰς γονικὸν τῆς θυγατρὸς του ἐκείνης,
τῆς Μαργαρίτας, σὲ λαλῶ, οὕτως τὴν ὠνομάζαν.
Ἔγραψαν κ’ ἐβουλλῶσαν τα, κράζει καὶ δίδει τῆς τα,
εὐθέως τὴν ἐρρεβέστισεν καὶ εἰς νομὴν τὴν βάνει,
εὐχήθη της νὰ τὸ κρατῇ, νὰ τὸ κληρονομήσῃ.
[§]Μετὰ ταῦτα ὁ πρίγκιπας, ἐκεῖνος ὁ Γυλιάμος,
τὰ πάντα ὅπου σὲ λαλῶ, γράφω καὶ ἀφηγοῦμαι,
καὶ ἄλλα πλεῖστα καὶ πολλά, τὰ οὐκ ἠμπορῶ σὲ γράφει,
ἐποίησεν καὶ ἐδιόρθωσεν κι ἀπεκατέστησέν τα.
Ὡς ἔν’ τὸ πρᾶγμα φυσικὸν στὸ γένος τῶν ἀνθρώπων
κι ὅσοι γεννοῦνται γεύγονται θάνατον κι ἀποθνήσκουν,
ἦλθεν τοῦ πρίγκιπος καιρός, τὸ ἐχρεώστει, νὰ ἀποθάνῃ,
ν’ ἀπέλθῃ εἰς τὸν παράδεισον καὶ νὰ διαβῇ ἐκ τὸν κόσμον.
Στὴν Καλομάτα ἐδιέβηκεν ὅπου εἶχεν μέγαν πόθον
διατὶ ἐγεννήθηκεν ἐκεῖ κ’ ἦτον ἰγονικόν του,
τὸ ἴδιον καὶ τὸ φυσικόν, τὸ ἔδωκε ὁ Καμπανέσης
εἰς γονικὸν κληρονομίας ἐκεινοῦ τοῦ πατρός του
τοῦ γέρο τοῦ μισὶρ Ντζεφρέ, Βιλαρδουὴν τὸ ἐπίκλην.
Καταπαντοῦθε ἀπέστειλε νὰ ἔλθουν οἱ φλαμουριάροι,
οἱ ἀρχιερεῖς κ’ οἱ φρόνιμοι ὅλου τοῦ πριγκιπάτου·
ἐκεῖσε ἐκατέπεσεν εἰς ζάλην τοῦ θανάνου·
ὅλους ἐπαρακάλεσε διὰ νὰ τὸν συμβουλέψουν
νὰ ποιήσῃ πρᾶγμα εὔπρεπον εἰς τέλος τῆς ζωῆς του.
[§]Τὴν διάταξίν του ἔποικεν μὲ διάκρισιν μεγάλην·
τὸν μέγαν τὸν κοντόσταυλον, τὸν Τζαρδεροῦν ἐκεῖνον,
ἐδιόρθωσεν καὶ ἄφηκεν μπάϊλον στὸ πριγκιπᾶτο.
Τὸν ρῆγαν γὰρ τὸν Κάρουλον ἔγραψεν κι ἄξιωσέ τον,
πρῶτα τὲς θυγατέρες του κι ὅλους τοῦ πριγκιπάτου,
μικροί, μεγάλοι, νὰ τοῦ εἶναι ὅλοι παραδομένοι,
νὰ τοὺς κρατῇ καὶ κυβερνῇ ὅλους μὲ δικαιοσύνην.
Τὰ μοναστήρια τῶν Φραγκῶν ὁμοίως καὶ τῶν Ρωμαίων,
τὰ ἔποικεν κι ἀνάστησεν διὰ νὰ παρακαλοῦσιν
τὸν Βασιλέα τῶν οὐρανῶν διὰ τὴν χριστιανωσύνην·
τὰ ψυχικά, τὰ ἔχουσιν μετὰ προβελεντζίου του,
ὅπου ἔποικεν τοῦ καθενός, τινὰς μὴ τὰ ἐμποδίσῃ,
μηδὲ ἐνοχλήσῃ τίποτε ἀπὸ ὅσα τοὺς ἐδῶκεν.
Ὡσαύτως γὰρ καὶ τὲς δωρεὲς ὅπου ἔποικεν ἀνθρώπων,
ὅπου τὸν ἐδουλέψασιν μὲ προθυμίαν καὶ κόπον,
μὴ τοὺς ὀχλήσῃ πώποτε ἄνθρωπος γεννημένος.
[§]Ὥρισε κ’ ἐπαρήγγειλεν, μεθ’ ὅτου ἀποθάνῃ,
μὴ προῦ περάσῃ ὁ καιρὸς ἐκεῖνος γὰρ ὁ χρόνος,
τὰ ὀστέα του μοναχὰ νὰ βάλουσι εἰς σεντοῦκι
στὸν ἅγιον Ἰάκωβον Μορέως, ἐκεῖ εἰς τὴν Ἀνδραβίδαν,
στὴν ἐκκλησίαν ὅπου ἔποικεν καὶ ἔδωκεν στὸ Τέμπλο,
εἰς τὸ κιβούριον, τὸ ἔποικεν, ὅπου ἦτον ὁ πατήρ του·
εἰς τὴν δεξιάν του τὴν μερέαν νὰ ἔνι ὁ ἀδελφός του,
κ’ ἐκεῖνος νὰ ἔνι ἀριστερά, καὶ ὁ πατήρ του μέσα.
Ἐδιόρθωσεν κ’ ἐπρόνοιασεν τέσσαρους καπελλάνους,
τοὺς ὀνομάζουν οἱ Ρωμαῖοι ἱερεῖς τοὺς λέγουν ὅλοι,
νὰ στήκουσιν ἀδιάλειπτοι εἰς αἰῶνας τῶν αἰώνων,
νὰ ψάλλουσιν καὶ λειτουργοῦν ἀεννάως διὰ τὲς ψυχές τους·
εἰς ἐντολὴν κι ἀφορισμὸν ὥρισε, ἐγράψανέ το,
ποτὲ νὰ μὴ ἔχουν σκάνταλον ἀπὸ ἄνθρωπον τοῦ κόσμου.
[§]Κι ἀφότου ἐκατόρθωσεν ὅσα σᾶς ἀφηγοῦμαι
καὶ ἄλλα πλεῖστα πράγματα (τὰ οὐκ ἠμπορῶ σᾶς γράψει,
διατὶ βαρειῶμαι γράφει τα διὰ τὴν πολυγραφίαν),
τὸ πνεῦμα του ἐπαρέδωκεν κι ἀπῆραν το οἱ ἀγγέλοι·
ἐκεῖ τὸ ἀποσκηνώσασιν ὅπου εἶναι οἱ δίκαιοι ὅλοι·
ὅλοι τὸν μνημονεύετε, καλὸς ἀφέντης ἦτον.
Ἔδε ἁμαρτία ποῦ ἐγίνετον, τὸ πρέπει νὰ λυποῦνται
μικροὶ μεγάλοι τοῦ Μορέως, διατὶ οὐδὲν ἀφῆκεν
ἀπ’ αὔτου υἱὸν ἀρσενικὸν διὰ νὰ κληρονοήσῃ
τὸν τόπον, ὅπου ἐκέρδισε μὲ μόχθον ὁ πατὴρ του.
Ἀμμὴ ἔποικεν θηλυκὰ κ’ ἐχάθη ἡ δούλεψή του·
ἐπεὶ τὸ θηλυκὸν παιδὶ ’ς κληρονομίαν ἀφέντου
ποτὲ στερχτὸ οὐκ εὑρίσκεται τοῦ νὰ κληρονομήσῃ,
ἀφοῦ ἐξ ἀρχῆς ἐγένετο κατάρα εἰς τὲς γυναῖκες·
κι οὐ πρέπει τοῦ νὰ χαίρεται ποτέ του γὰρ ἀφέντης
ὅπου διὰ κληρονομίαν ἔποικε θυγατέρες·
ἐπεὶ ὅλην τὴν ἀφεντίαν καὶ δόξαν ὅπου ἔχει,
οἷον γαμπρὸν τοῦ δώσῃ ὁ Θεός, θέλει τοῦ τὴν ἐπάρει.
[§]Ἀφότου γὰρ ἀπέθανεν ὁ πρίγκιπα Γυλιάμος,
ὁ μισὶρ Ντζὰς ὁ Τζαρδεροῦς, κοντόσταυλος ὁ μέγας,
(οὕτως τὸν ὠνομάζουσιν στὸ πριγκιπᾶτο ὅλο,
ὅπερ γὰρ τὸν ἄφηκε μπάϊλον εἰς τὸν Μορέαν)
εὐθέως πιττάκια ἔγραψεν, μαντατοφόρους στέλνει
ἐκεῖσε εἰς τὴν Ἀνάπολιν ὅπου ἦτο ὁ ρῆγας Κάρλος.
Λεπτομερῶς τοῦ ἐμήνυσεν κ’ ἐπληροφόρεσέ τον
τὸν θάνατον τοῦ πρίγκιπος καὶ τὴν κατάστασίν του.
Κι ὁ ρῆγας, ὡς τὸ ἤκουσεν, μεγάλως τὸ ἐλυπήθην·
ὥρισεν καὶ ἤλθασιν οἱ πρῶτοι τῆς βουλῆς του.
Βουλὴν ἐζήτησεν αὐτῶν τοῦ νὰ τὸν συμβουλέψουν
περὶ τοῦ τόπου τοῦ Μορέως πῶς νὰ τὸν κυβερνήσῃ.
Καὶ ἡ βουλή του τοῦ εἴπασιν τοῦ νὰ ἔχῃ ἀποστείλει
ἄνθρωπον φρονιμώτατον, στρατιώτην παιδεμένον,
τοῦ νὰ ἔνι μπάϊλος, κύβερνος ’ς ὅλο τὸ πριγκιπᾶτο,
νὰ ἔχῃ ἀπάδειαν κ’ ἐξουσίαν νὰ κυβερνᾷ τοὺς πάντας
εἰς ὄρεξιν κι ἀνάπαψιν τῶν τοπικῶν ἀνθρώπων.
[§]Ἐνταῦτα γὰρ ἐδιόρθωσεν ὁκάποιον καβαλλάρην·
Ροῦσον τὸν ὠνομάζουσιν καὶ ντὲ Σουλῆ τὸ ἐπίκλη·
ἄνθρωπος ἦτον εὐγενὴς, στρατιώτης παιδεμένος.
Καὶ ρογατόρους τοῦ ἔδωκεν πενῆντα εἰς τὰ φαρία τους
καὶ διακοσίους τζαγράτορους, ὅλοι ἐκλεχτοὶ εἰς ἄκρον,
τοὺς ὅποιους γὰρ τὸν ὥρισεν ὁ ρῆγας ἀπατός του
νὰ βάλῃ αὐτοὺς εἰς φύλαξιν τῶν καστρῶν τοῦ Μορέως·
προστάγματα τοῦ ἔποικεν, τὰ ἐπῆρε μετ’ ἐκεῖνον.
Στοὺς ἀρχιερεῖς, φλαμουριαρίους καὶ στοὺς καβαλλαρίους,
τοὺς πρώτους ὅπου ἤσασιν ἐτότε τοῦ Μορέως,
’ς ὅλους πιττάκια ἐβάσταινεν ἐκ τοῦ ρηγὸς τὸ μέρος.
Ἐξέβη ἀπ’ τὴν Ἀνάπολιν μὲ τὸν λαὸν ἐκεῖνον
κ’ εἰς τὴν Κλαρέντσαν ἔσωσεν τὸ ἔβγα τοῦ μαΐου.
Τὸ σώσει γὰρ ἀπέστειλεν στοὺς ἀρχιερεῖς τοῦ τόπου,
εἰς ὅλους τοὺς φλαμουριαρίους κ’ εἰς τοὺς καβαλλαρίους
γραφές, πιττάκια τοῦ ρηγός, τὰ ἐβάστα μετ’ ἐκεῖνον.
Ὡσαύτως γὰρ τοὺς ἔγραψεν κ’ ἐκ μέρους ἐδικοῦ του
ὅπως νὰ καταλάβωσιν ἐκεῖσε εἰς τὴν Κλαρέντσα,
νὰ ἰδοῦσιν τὰ προστάγματα, τὰ ἤφερε ἐκ τὸν ρῆγαν.
Κ’ ἐκεῖνοι ἐκατέλαβαν· τὸ λάβει τὰ πιττάκια,
κι ὅσον ἀποσωρεύτησαν μικροί τε καὶ μεγάλοι,
ἀνοῖξαν τὰ προστάγματα καὶ ἀναγνώσανέ τα·
τὸ πῶς ὁ ρῆγας ὥρισεν ἅπαντας τοῦ Μορέως,
τὸν Ροῦσο ἐκεῖνον ντὲ Σουλῆ νὰ τὸν δεχτοῦν διὰ μπάϊλον,
κι ὅσοι εἶναι λίζιοι ἄνθρωποι καὶ χρεωστοῦν ὁμάτζια,
τοῦ Ρούσου νὰ τὰ ποιήσουσιν ὡς διὰ τὰ ἰγονικά τους,
ὥσπερ νὰ ἦτο ὁλοστινὸς ὁ ρῆγας ἀπατός του.
[§]Καὶ ὅσον ἀναγνώσασιν τοὺς ὁρισμοὺς ἐκείνους
οἱ φλαμουριάροι κ’ οἱ ἀρχιερεῖς κ’ οἱ καβαλλάροι ὁμοίως,
ὁμοῦ βουλὴν ἀπήρασιν πῶς νὰ ἀπηλογηθοῦσιν.
Τὸν μητροπολίτην τῆς Πατροῦ, μισὶρ Μπενέτος ἄκω,
ἐκεῖνον γὰρ ἐκλέξασιν νὰ συντύχῃ διὰ ὅλους.
Ἐνταῦτα ἐπεχείρησε καὶ λέγει πρὸς τὸν μπάϊλον·
τὸ πῶς οἱ πάντες τοῦ Μορέως, μικροί τε καὶ μεγάλοι,
τοὺς ὁρισμούς, προστάγματα, τὰ ἤφερεν ἐκ τὸν ρῆγαν,
ὅλοι τὰ ἐπροσκύνησαν καὶ δέχονται τὰ ὁρίζει·
τὸν μπάϊλον ὅπου ἔστειλεν κ’ ἐκεῖνον δέχονταί τον,
νὰ τὸν κρατοῦν καὶ σέβονται ὥσπερ νὰ ἦτον ὁ ρῆγας.
Τὸ δὲ ὁμάτζιο καὶ λιζίαν, τὰ ὁρίζει νὰ ἔχουν ποιήσει
τοῦ μπάϊλου ἐκεινοῦ ντὲ Σουλῆ, ποτὲ οὐδὲν τὸ κάμνουν,
διότι γὰρ ἠθέλασιν σφάλλει ἀπὸ τὰ συνήθεια,
τὰ ὁρίζει ὁ νόμος τοῦ Μορέως, τὰ ἔχουν ἐκ τὴν κουγκέσταν,
τὰ ὠμόσασιν κ’ ἐγράψασιν ἐκεῖνοι ὅπου ἐκερδίσαν
τὸ πριγκιπᾶτο τοῦ Μορέως, ἀπὸ σπαθίου τὸ ἀπῆραν.
Ἐπεὶ ὁ νόμος τοῦ Μορέως, τοῦ τόπου τὰ συνήθεια
ὁρίζουν ὅτι ὁ πρίγκιπας, ὁ ἀφέντης γὰρ τοῦ τόπου,
ὅστις κι ἂν ἔνι, ὅταν ἔλθῃ τὴν ἀφεντίαν νὰ λάβῃ,
σωματικῶς νὰ ἀπέρχεται ἐντὸς τοῦ πριγκιπάτου,
νὰ ὀμόσῃ πρῶτα τοῦ λαοῦ, ὅπου εἶναι στὸν Μορέαν,
εἰς τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ τὴν χεῖραν του νὰ βάλῃ·
νὰ τοὺς κρατῇ δικαιολογᾷ εἰς τὰ συνήθεια ποῦ ἔχουν,
κ’ εἰς τὴν φραγγίδαν ποῦ ἔχουσιν νὰ μὴ τοὺς σκανταλίσῃ.
Κι ἀφῶν ὁμόσῃ ὁ πρίγκιπας οὕτως ὡσὰν τὸ λέγω,
ἐνταῦτα ἀρχάζουν οἱ ἅπαντες λίζιοι τοῦ πριγκιπάτου
καὶ κάμνουσιν τὰ ὁμάτζια, στὸν πρίγκιπαν ἐκεῖνον.
Ἐπεὶ ἡ λιζία ποῦ γίνεται, φιλοῦνται εἰς τὸ στόμα,
κ’ ἔνι τὸ πρᾶγμα ἐπίκοινον ἀμφοτέρων τῶν δύο·
οὕτως χρεωστεῖ ὁ πρίγκιπας τὴν πίστιν πρὸς τὸν λίζιον
ὡσὰν ὁ λίζιος πρὸς αὐτόν, οὐκ ἔνι διαφωνία,
ἄνευ ἡ δόξα καὶ τιμὴ ὅπου ἔχει πᾶσα ἀφέντης.
Πολλάκις δὲ ὁ πρίγκιπας νὰ ἦτον εἰς ἄλλον τόπον
καὶ νὰ ἤθελεν νὰ ἔβαλλεν ὁκάποιο ἄλλον δικαῖον του
νὰ παραλάβῃ τῶν λιζίων τὰ ὁμάτζια ὅπου χρεωστοῦσιν,
οὐδὲν χρεωστοῦν οἱ ἄνθρωποι οἱ λίζιοι τοῦ Μορέως
νὰ ποιήσουν ἄλλον γὰρ τινὸς ὁμάτζιον καὶ λιζίαν,
παρὰ τοῦ πρίγκιπος αὐτοῦ στὸ πριγκιπᾶτο ἀπέσω.
[§]«Διὰ τοῦτο σὲ παρακαλοῦν οἱ λίζιοι τοῦ Μορέως
μὴ τὸ δεχτῇς εἰς βάρος σου ἐτοῦτο ὅπου σὲ λέγουν,
ἐπεὶ πρῶτα ν’ ἀπόθαναν καὶ νὰ τοὺς ἀκληρῆσαν,
παρὰ νὰ τοὺς ἐβγάλασιν ἐκ τὰ συνήθεια ποῦ ἔχουν.
Ὅμως ἐτοῦτο νὰ γενῇ διὰ τοῦ ρηγὸς τὴν δόξαν·
νὰ μὴ σκοπήσῃ τίποτε διὰ σκυβουρίαν τὸ κάμνουν.
Ἀλλὰ ἀφότου ἄλλαξεν τοῦ πρίγκιπος ἡ ἀφεντία,
καὶ ἤλθαμεν στὴν ἀφεντίαν τοῦ ἀφέντη μας τοῦ ρῆγα,
ἐὰν εἴχαμεν τὴν δύναμιν νὰ ἐποίησαμεν τὸ ὁμάτζιον.
Ἡμεῖς ὅπου εἴμεθεν ἐδῶ μετὰ τὴν εὐγενείαν σου
οὐδὲν ἔχομεν τὴν ἐξουσίαν ἄνευ νὰ ἦσαν κι ἄλλοι·
ὁ Μέγας Κύρης πρότερον, τῶν Ἀθηνῶν ὁ δοῦκας,
οἱ τρεῖς ἀφέντες τοῦ Εὔριπου καὶ τῆς Νηξίας ὁ δοῦκας,
τῆς Ποντενίτζας ἀλλὰ δὴ ἐκεῖνος ὁ μαρκέσης.
Ὅμως ἂς λείψουν τὰ πολλά, ἐὰν ἔν’ τὸ θέλημά σου,
διατὸ εἶσαι μπάϊλος σήμερον κ’ ἔχεις τὴν ἐξουσίαν,
κι οὐκ εἶσαι ἀφέντης φυσικὸς ὁμάτζιον νὰ σὲ ποιήσουν.
Διὰ νὰ ἔχῃς ἀποθάρριον στοὺς τοπικοὺς ἀνθρώπους,
κ’ ἐτοῦτοι πάλε εἰς ἐσὲν νὰ τοὺς κρατῇς εἰς δίκαιον·
ἂς γένεται κατάθεσις μὲ τοῦ Θεοῦ τὸν φόβον,
στὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ, ἐσὺ πρῶτα νὰ ὀμόσῃς
νὰ μᾶς κρατῇς καὶ κυβερνῇς στοῦ τόπου τὰ συνήθεια
καὶ μετὰ ταῦτα ἀπὸ σοῦ κ’ ἐτοῦτοι νὰ σὲ ὀμόσουν
νὰ εἶναι πιστοὶ κι ἀληθινοὶ στὸν ρῆγαν κ’ εἰς ἐσέναν,
ὡς ὀφφικιάλον τοῦ ρηγὸς κι ἀντίτοπός του ποῦ εἶσαι».
[§]Τὸ ἀκούσει ὁ Ροῦσος ντὲ Σουλῆ ὅτι νὰ γένῃ ὅρκος,
εὐθέως ἐσυγκατέβηκεν κ’ ἰσιάστησαν εἰς τοῦτο.
Ἐνταῦτα ὥρισε ἠφέρασιν τὸ ἅγιον εὐαγγέλιον
κι ὤμοσε ὁ μπάϊλος πρότερον καὶ τότε οἱ λίζιοι ἀνθρῶποι,
νὰ εἶναι δοῦλοι καὶ πιστοὶ πρῶτα στὸν ρῆγαν Κάρλου
κι ἀπέκει στοὺς κληρονόμους του, ὡς ἔνι τὸ συνήθειον.
[§]Ἐν τούτῳ ἐπαράλαβεν ὁ Ροῦσος τὸ μπαϊλᾶτο
καὶ ἄρξετον τὸ ὀφφίκιον του εἰς ἔργον νὰ τὸ βάνῃ,
ν’ ἀλλάσσῃ τοὺς ὀφφικιαλίους, νὰ βάνῃ ἄλλους νέους.
Πρωτοβιστιάρην ἄλλαξε ὁμοίως καὶ τριζουριέρην,
τὸν προβεούρην τῶν καστρῶν, τοὺς καστελλάνους ὅλους·
τοὺς τζαγρατόρους ἔβαλεν κ’ ἠμοίρασε ἐκ τὰ κάστρη,
καὶ μετὰ ταῦτα ἐδιόρθωσεν τοῦ τόπου τὲς δουλεῖες.
[§]Κι ἀφότου γὰρ ἐπλάτυνεν ἡ ἀφεντία τοῦ ρῆγα
εἰς τὸ ὄνομα τοῦ πρίγκιπος μισὶρ Λοῒς ἐκείνου,
ὅπου ἦτον τοῦ ρηγὸς ὁ υἱὸς καὶ ἄντρας τῆς Ζαμπέας,
τῆς θυγατρὸς τοῦ πρίγκιπος ἐκεινοῦ τοῦ Γυλιάμου,
οὐδὲν ἐπέρασεν ποσῶς καιρὸς μικρὸς κι ὀλίγος,
ἀπὸ τὲς πλεῖστες ἁμαρτίες ὅπου ἔχει ὁ Μορέας
κι οὐκ ἔχουσιν ἐριζικὸν νὰ ἔχουν καλὸν ἀφέντην,
ἀπέθανεν ὁ μισὶρ Λοΐς, ὁ πρίγκιπας Μορέως.
Ἔδε ἁμαρτία ποῦ ἐγίνετον ’κ τὸν θάνατον ἐκεῖνον,
διατὶ ἔδειχνεν κ’ ἐφαίνετον καλὸς ἀφέντης ἔνι.
Δεύτερος ἦτο αὐτάδελφος τοῦ ρῆγα Κάρλου ἐκείνου,
ἐκεῖνος γὰρ ποῦ ἦτον κοτσός, ὁ πατὴρ τοῦ ρόη Ρομπέρτου.
Ἀφότου γὰρ ἀπέθανεν μισὶρ Λοῒς ἐκεῖνος,
ἐνέμεινεν ἡ ἀφεντία τοῦ ἁμαρτωλοῦ Μορέως
στὰς χεῖρας κ’ εἰς τὴν ἀφεντίαν τοῦ ρῆγα Κάρλου ἐκείνου.
[§]Ἐν τούτῳ παύομαι ἐδῶ νὰ λέγω κι ἀφηγοῦμαι
περὶ του ρῆγα Κάρουλου κ’ ἐκεινοῦ τοῦ ἀδελφοῦ του,
τὸν ἔλεγαν μισὶρ Λοῒν πρίγκιπα τοῦ Μορέως.
Καὶ θέλω νὰ ἀφηγήσωμαι περὶ τὸν Μέγαν Κύρην,
μισὶρ Γυλιάμο τὸ ὄνομα τὸ ἐπίκλην ντὲ λὰ Ρότζε,
ὅπου ἦτον δοῦκας Ἀθηνῶν, καλὸς ἀφέντης ἦτον·
ὡσαύτως νὰ ἀφηγήσωμαι καὶ διὰ τὸν κόντον Μπρένα,
μισὶρ Οὗγγο τὸ ὄνομα, κόντος ἦτον ντὲ Λέτζε,
τὸ ἐκράτει ἀπὸ τὸν Κάρουλον, τὸν ρῆγα, ἐκεῖ εἰς τὴν Πούλιαν.
[§]Στὸν χρόνο ἐκεῖνον καὶ καιρόν, ὅπου σὲ ἀφηγήθην
ἐδῶ ὁπίσω εἰς τὸ βιβλίον τοῦτο ποῦ ἀναγινώσκεις,
ὅταν ὁ δοῦκας Ἀθηνῶν ἐστράφη ἐκ τὴν Φραγκίαν,
εὕρεν ὅτι ὁ πρίγκιπας ἐκεῖνος ὁ Γυλιάμος
ἐπιάστη εἰς τὴν Πελαγονίαν καὶ ἦτον εἰς τὴν Πόλιν,
ἅπερ τὸν ἐκράτει ὁ βασιλέας εἰς φυλακήν του ἀπέσω.
Ὁ δοῦκας γὰρ τῶν Ἀθηνῶν γυναῖκα ἐτότε οὐκ εἶχεν
καὶ μετὰ ταῦτα ἰσιάστηκεν μὲ τὸν σεβαστοκράτωρ,
ἐκεῖνον τὸν κὺρ Θεόδωρον, τὸν ἀφέντην τῆς Βλαχίας,
κ’ ἐπῆρε τὴν θυγάτηρ του βλογητικὴν γυναῖκαν.
Καὶ ἔποικαν ἀμφότεροι τὸ ἀντρόγυνον ἐκεῖνο
υἱόν, τὸν ὠνομάσασιν μισὶρ Γγὶ ντὲ λὰ Ρότσε,
ὅστις γὰρ μετὰ τὴν θανὴν ἐκείνου τοῦ πατρός του
ἔζησεν καὶ ἐγένετον τῶν Ἀθηνῶν ὁ δοῦκας,
Μέγαν Κύρην τὸν ἔλεγαν, τῆς Ρωμανίας τὸ ἐπίκλην.
Κι ὅταν ἐκατεστάθηκεν κ’ ἐγίνη καβαλλάρης,
ἰσιάστη μὲ τὴν πριγκίπισσαν, τὴν ντάμα Ζαμπέαν ἐκείνην,
ἐνῷ ἐκράτει τὸν τόπον του ἀπ’ αὐτὴν κ’ ἦτον κυρά του,
κι ἀπῆρε τὴν θυγάτηρ της βλογητικὴν γυναῖκαν·
Μαάτα τὴν ἐλέγασιν οὕτως τὴν ὠνομάζαν,
τοῦ πρίγκιπος γὰρ τοῦ Φλορᾶ ἦτον ἡ θυγατέρα.
[§]Ὁ δοῦκας γὰρ τῶν Ἀθηνῶν Γυλιάμος ὁ πατήρ του
ἔζησε χρόνους ἱκανοὺς ἀφότου ἐμεταστάθη
ὁ πρίγκιπας γὰρ τοῦ Μορέως, ἐκεῖνος ὁ Γυλιάμος.
Κι ὅταν ἐξέπεσε ὁ Μορέας τοῦ ρῆγα Κάρλου ἐκείνου,
τὸν πρῶτον μπάϊλον ποῦ ἔστειλεν ὁ ρῆγας στὸν Μορέαν,
ἦτον ὁ Ροῦσος ντὲ Σουλῆ, καὶ μετ’ ἐκείνου ἐγίνη
ὁ δοῦκας γὰρ τῶν Ἀθηνῶν, ἐκεῖνος ὁ Γυλιάμος,
μπάϊλος καὶ βικάριος ντζενερὰλ ὅλου τοῦ πριγκιπάτου.
Ὁ ρῆγας τοῦ ἀπέστειλεν τὸ πρόσταγμα ’κ τὴν Πούλιαν,
τὴν λέγουν οἱ Φράγκοι κομεσίουν, οὕτως τὴν ὀνομάζουν.
Κ’ ἐνταῦτα ἐπαράλαβεν τ’ ὀφφίκιον τοῦ μπαλιάτου
καὶ ἦτον μπάϊλος τοῦ ρηγὸς ἕως εἰς τὴν ζωήν του.
Κ’ ἐτότε εἰς τὴν ἡμέραν του ἔχτισε τὴν Δημάτραν,
τὸ κάστρον ποῦ ἦτον στὰ Σκορτά, τὸ χάλασαν οἱ Ρωμαῖοι·
ἀτός του ἐστάθηκεν ἐκεῖ ἐτότε ὁ Μέγας Κύρης
ἕως οὗ καὶ ἐπληρώθηκεν τὸ κάστρον τῆς Δημάτρας.
[§]Διαβόντα γὰρ μικρὸς καιρὸς ἀπέθανε ἡ κουντέσσα,
τοῦ κόντου ντὲ Μπριένε ἡ γυνὴ ὅπου ἦτον αὐταδέλφη
τοῦ δοῦκα γὰρ τῶν Ἀθηνῶν μισὶρ Γυλιάμου ἐκείνου,
ἐνῷ ἦτον πρώτη σύμβια τοῦ θαυμαστοῦ στρατιώτου,
τοῦ ἀφέντη τῆς Καρύταινας, ὡσὰν σὲ τὸ ἀφηγήθην.
Ἐκείνη γὰρ ἡ ἀρχόντισσα ἔποικεν μὲ τὸν κόντον
υἱόν, ἐξαίρετον παιδί, τὸ ὠνόμασαν Γατιέρην·
ἔζησε καὶ ἐγένετον ἄξιος καβαλλάρης,
στρατιώτης γὰρ ἐξάκουστος εἰς ὅλα τὰ ρηγᾶτα,
ἐκεῖνον ποῦ ἐσκοτώσασιν στὸν Ἁλμυρὸ ἡ Κουμπάνια.
[§]Ἀφότου γὰρ ἀπέθανεν ἐκείνη ἡ κουντέσσα,
διαβόντα ὀλίγος ὁ καιρός, ἀπέθανεν κι ὁ δοῦκας,
ἐκεῖνος γὰρ τῶν Ἀθηνῶν ὀνόματι Γυλιάμος.
Ζημία μεγάλη ἐγίνετον ἀπὸ τὸν θάνατόν του,
διατὸ ἦτο ἀφέντης φρόνιμος, φιλάνθρωπος εἰς πάντας·
μεγάλη θλίψη ἐγένετον στὸ πριγκιπᾶτο ὅλον.
Ἐνταῦτα ἐσυνέβηκεν, ἀκούσετε τί ἐγίνη·
ὁ κόντος Οὗγγος ὠρέχτηκεν, ἐκεῖνος γὰρ ντὲ Μπριένε,
ἀπὸ τὴν Πούλια ἐπέρασεν κ’ ἦλθεν εἰς τὸν Μορέαν,
κι ἀπαύτου πάλε ἐδιάβηκεν ὁλόρθα εἰς τὴν Θήβαν,
λέγας νὰ ἰδῇ τὴν δούκισσαν, νὰ τὴν παρηγορήσῃ,
διατὸ ἦτο ἐγνέας χηρέψοντα ἀπ’ τὸν μισὶρ Γυλιάμον,
ἀπὸ τὸν δοῦκαν Ἀθηνῶν, τὸν γυναικάδελφόν του.
[§]Κι ἀφότου ἀπέσωσεν ἐκεῖ κ’ εἶδεν κ’ ἐσύντυχέ της,
ἐστάθη ἡμέρες ἱκανὲς λέγας, παρηγορᾷ την.
Καὶ τόσα ἐσύντυχαν ὁμοῦ, ὠρέχτη ὁ εἷς τὸν ἄλλον,
μετὰ συμβίβασιν καλὴν ὁ κόντος εὐλογήθη
τότε τὴν συμπεθέραν του, τὴν δούκισσαν ἐκείνην,
τοῦ γυναικαδέλφου τὴν γυνὴν εὐλογήθη εἰς γυναῖκαν.
Ἀφότου ἐσμίξασιν οἱ δύο, ὡς τὸ ἤφερεν τὸ φέρος,
ἡ ἀρχόντισσα ἐγγαστρώθηκεν κ’ ἔποικεν θυγατέραν·
Ντζανέτα τὴν ὠνόμασαν, κι ὅσον ἐκαταστάθη
κ’ ἦλθεν τοῦ νόμου ἡλικίας κ’ ἐγίνετον γυναῖκα,
ἄντραν τῆς ἐδώκασιν μισὶρ Νικόλαον ἐκεῖνον·
τὸ ἐπίκλην του ἦτον ντὲ Σανοῦ, δοῦκας ἦτον Νηξίας·
ποτὲ καλὴν συμβίβασιν οὐκ εἴχασιν τὰ δύο.
Ἀπὸ ἁμαρτίας ἐγίνετον, τέκνον οὐκ ἐποιῆσαν
νὰ ἀφήκουν κληρονόμον του, διὰ νὰ κληρονομήσῃ
εἰς τόσα κάστρη καὶ νησία, τὰ εἶχε ὁ μισὶρ Νικόλαος.
[§]Ὁ κόντος Οὗγγος ντὲ Μπριένε, ἀφότου εὐλογήθη
τὴν δούκισσαν τῶν Ἀθηνῶν, τὴν ἀφεντίαν ἀπῆρε,
τὸν τόπον ὅλο ἀφέντευεν τοῦ Μεγαλοκυράτου,
κ’ εἶχεν εἰς ἀβοερίαν αὐτοῦ τὸν Γγίον ντὲ λὰ Ρότζε
ἕως οὗ ἔζη ἡ μητέρα του, ἡ δούκισσα ἐκείνη.
Διαβόντα γὰρ χρόνοι κἄν δύο, ἀπέθανε ἡ κουντέσσα,
κι ὁ κόντος Οὗγγος ἐδιάβηκεν τὸν τόπον του τῆς Πούλιας.
Κι ἀφότου ἦλθεν ὁ Γιωτὴς τοῦ νόμου ἡλικίας,
τὴν ἀφεντία ἐπαράλαβεν, τὸ Μεγαλοκυρᾶτο.
Καβαλλάρης ἐγένετον, καλὸς ἀφέντης ἦτον,
Μέγαν Κύρην τὸν ἔλεγαν, τὸ ἐπίκλη τῶν Ἑλλήνων,
δοῦκας ἦτον τῶν Ἀθηνῶν, ὄνομα μέγαν εἶχεν·
μόνον γὰρ ἀπὸ ἁμαρτίας, διατὸ ἐδίαγε εἰς πονηρίαν,
ὁ Θεὸς οὐδὲν τοῦ ἔδωκεν νὰ ποιήσῃ κληρονόμον,
νὰ ἀφήκῃ ἀπὸ τὴν σάρκαν του παιδὶ τοῦ νὰ ἀφεντέψῃ
τὸν τόπον καὶ τὴν ἀφεντίαν, τὴν εἶχαν οἱ γονεῖς του.
[§]Ἐν τούτῳ παύομαι ἐδῶ νὰ λέγω διὰ ἐκεῖνον,
τὸν μισὶρ Γγὶ ντὲ λὰ Ρότζε, τὸν Μέγαν Κύρη ἐκεῖνον,
καὶ θέλω νὰ σὲ ἀφηγηθῶ διὰ τὸν μισὲρ Νικόλαον,
τὸ ἐπίκλην τοῦ ντὲ Σαὶντ Ὀμέρ, τὸ πῶς γὰρ εὐλογήθη
κι ἀπῆρεν εἰς γυναῖκαν του τὴν πριγκίπισσαν Μορέως,
ἐκείνη ὅπου ἦτον σύμβια τοῦ πρίγκιπα Γυλιάμου.
[§]Ἀφότου γὰρ ἀπέθανεν ὁ πρίγκιπα Γυλιάμος,
ἀπόμεινε ἡ πριγκίπισσα, ἐκείνη ἡ γυνή του,
(ἐνῷ ἦτον αὐταδέλφισσα ἐκεινοῦ τοῦ Δεσπότου,
κὺρ Νικηφόρου ἐκεινοῦ, τοῦ ἀφέντη γὰρ τῆς Ἄρτας),
χήρα, καὶ ἦτον στὸν Μορέαν κ’ εἶχεν χωρία πλεῖστα,
ἐνῷ ἐκράτει καὶ ἐνομεύετον στὸν κάμπον τοῦ Μορέως·
ὡσαύτως στὸ καστελλανίον, ἐκεῖνο τῆς Καλαμάτας,
εἶχεν ὅπου ἀφέντευεν χώραν τὸ Μανιατοχῶριν,
τὸν Πλάτανον καὶ τὸ Γλυκὺ κι ἄλλα χωρία μετ’ αὖτα.
[§]Ἐνταῦτα ὁ μισὶρ Νικόλαος ντὲ Σαίντ Ὀμὲρ ὁ γέρος,
ὡς ἦτον μέγας κ’ εὐγενὴς κ’ εἶχε πολὺ λογάριν,
καὶ ἦτον ἀποθάνοντα ἡ πρώτη του γυναῖκα,
(ὅπου ἦτον γὰρ πριγκίπισσα τῆς πόλεως Ἀντιοχείας,
ἀπὸ τὴν ὅποιαν ἔλαβεν πλοῦτος, λογάρι εἰς δόξαν),
ὡς εὐγενὴς καὶ φρόνιμος ἰσιάστηκεν κι ἀπῆρεν
ἐκείνην τὴν πριγκίπισσαν, ὅπου ἦτον τοῦ Μορέως,
γυναῖκαν του εὐλογητικὴν, οὕτως τὴν εὐλογήθη,
καὶ δι’ αὐτὸ ἦλθεν στὸν Μορέαν καὶ ἦτον μετ’ ἐκείνην.
Ἀπὸ τοῦ πλούτου τοῦ πολλοῦ, τὴν ἀφεντίαν ὅπου εἶχεν,
τὸ κάστρον τοῦ Σαὶντ Ὀμερίου, ὅπου ἦτον εἰς τὴν Θήβαν,
ἐποίησεν, κ’ ἔχτισεν αὐτὸ κάστρο ἀφιρὸν εἰς σφόδρα·
οἰκήματα ἔποικε εἰς αὐτὸ διὰ ἕναν βασιλέαν.
Ἔποικεν γὰρ κ’ ἐχτίσεν το κ’ ἐκαταϊστόρησέν το
τὸ πῶς ἐκουγκεστήσασιν οἱ Φράγκοι τὴν Συρίαν.
Τὸ ὅποιον ἐχαλάσασιν μετὰ ταῦτα ἡ Κουμπάνια
διὰ φόβον ὅπου εἴχασιν ἀπὸ τὸν Μέγαν Κύρην,
τὸν δοῦκαν γὰρ τῶν Ἀθηνῶν, τὸν λέγουσιν Γατιέρην·
πολλάκις μὴ τὸ ἔπιασεν κ’ ἐσέβηκεν εἰς αὖτο
καὶ μετὰ ἐκεῖνο ἐκέρδισε τὸ Μεγαλοκυρᾶτο.
Ἔδε ἁμαρτίαν ὅπου ἔποικαν οἱ δόλοι Κατελάνοι
κ’ ἐτέτοιον κάστρο ἐχάλασαν κ’ ἐτέτοιον δυναμάριν!
Ὡσαύτως καὶ ἐποίησεν μισὶρ Νικόλαος ἐκεῖνος
στὴν χώραν τοῦ Μανιατοχωρίου, ἕναν μικρὸν καστέλλιν
διὰ φύλαξιν τοῦ τόπου του κατὰ τῶν Βενετίκων.
Καὶ μετὰ ταῦτα ἔχτισεν τὸ κάστρον τοῦ Ἀβαρίνου
εἰς λογισμὸν καὶ εἰς σκοπὸν νὰ ποιήσῃ πρὸς τὸν ρῆγαν,
νὰ τὸ ἔχῃ δώσει εἰς κληρονομίαν ἐκεινοῦ καὶ τοῦ ἀνεψίου του,
τοῦ μεγάλου πρωτοστράτορος, μισὶρ Νικόλας ἄκω.
[§]Ἐνταῦτα ἔδραμε ὁ καιρὸς κι ἀπόθανε ὁ Μέγας Κύρης,
ὅπου ἦτον μπάϊλος στὸν Μορέαν καὶ μετ’ ἐκείνου ἐτέθη
μπάϊλος βικάριος ντζενερὰλς ὁ μισὶρ Γγὶς ἐκεῖνος,
τὸν ἔλεγαν γὰρ Τρεμουλᾶν, ἀφέντην τῆς Χαλαντρίτσας.
[§]Κι ἀφότου γὰρ ἀπόθανεν ὁ Τρεμουλᾶς ἐκεῖνος
ἀπόστειλεν προστάγματα ἀπὸ τὴν Πούλια ὁ ρῆγας
τοῦ μισὶρ Νικολάου ντὲ Σαὶντ Ὀμέρ, νὰ ἔνι ἐκεῖνος μπάϊλος.
Κ’ ἐνταῦτα ἐπαράλαβεν τὸ ὀφφίκιον τοῦ μπαλιάτου
κ’ ἔπραττε κ’ ἐδιόρθωνε τὸν τόπον εἰς εἰρήνην,
ὡς εὐγενὴς καὶ φρόνιμος ποῦ ἦτον ἀπάνω εἰς ὅλους.
[§]Εἰς τὸν καιρὸν τῆς ἐξουσίας τοῦ γέρο μισὶρ Νικολάου,
ἐκείνου γὰρ ντὲ Σαὶντ Ὀμέρ, ὁ τῆς Θηβοῦ ἀφέντης,
ὅπου ἦτον μπάΐλος στὸν Μορέαν ἐκεῖνες τὲς ἡμέρες,
ὁκάποιος Φράγκος εὐγενής, ποῦ ἦτον ἐκ τὴν Τσαμπάνιαν,
μισὶρ Ντζεφρὲ τὸν ἔλεγαν, τὸ ἐπίκλην ντὲ Μπριέρες,
ἐξάδελφος ἦτο ἐκεινοῦ τοῦ ἀφέντη τῆς Καρυταίνου.
Κι ὡς ἤκουσεν καὶ ἔμαθεν ὅτι ἐμεταστάθη
ὁ ἀφέντης τῆς Καρύταινας, ὅπου ἦτο ἐξάδελφός του,
κι οὐδὲν ἐνέμεινε ἀπ’ αὐτοῦ παιδί του κληρονόμος,
ἦλθεν του ὄρεξις καλὴ κ’ εἰς λογισμὸν ἐβάλθη
νὰ ἀπέλθῃ γὰρ εἰς τὸν Μορέαν, ὡς προγγενὴς ὅπου ἦτον
τοῦ ἀφέντη τῆς Καρύταινας, νὰ ἔχῃ τὸ ἰγονικόν του.
Τὸν τόπον του ἐσημάδηψεν κ’ ὑπέρπυρα ἐδανείστη,
σιργέντες ὀχτὼ ἐρρόγεψεν ὅπου ἦλθαν μετ’ ἐκεῖνον.
Ἀπὸ ἀρχιερεῖς, καβαλλαρίους ἀπῆρεν μαρτυρίες
ἐγράφως μὲ τὲς βοῦλλες τους, τὸ πῶς ἐμαρτυροῦσαν,
ὅτι ἦτον γὰρ ἐξάδελφος ἐγνήσιος, κατὰ σάρκα,
τοῦ ἀφέντη τῆς Καρύταινας, τοῦ μισὶρ Ντζεφρὲ ντὲ Μπριέρες.
Οἰκονομήθη εὐγενικά, ἀπῆρε ὀχτὼ σιργέντες,
ἐξέβη ἀπὸ τὸν τόπον του κ’ ἐβάλθη νὰ ὁδεύῃ.
[§]Καὶ ἦλθεν στὴν Ἀνάπολιν κ’ ηὗρεν τὸν ρῆγαν Κάρλον
τὲς μαρτυρίες τοῦ ἔδειξεν ἐκεῖνες ὅπου ἐβάστα
τὸ πῶς ἦτον ἐξάδελφος τοῦ ἀφέντη τῆς Καρυταίνου
καὶ ἦλθεν πρὸς τὸ σύνηθες ὅπου ἔχουσιν οἱ Φράγκοι,
ὡς γονικάρχος, συγγενὴς νὰ ἔχῃ τὸ ἰγονικόν του.
Τὸ ὁμάτζιον του ἐπρεζάντισε, ὡς ἔνι τὸ συνήθειον.
[§]Κι ὁ ρῆγας, ὡς τὸ ἤκουσεν κ’ εἶδεν τὲς μαρτυρίες του,
ὥρισεν καὶ ἐγράψασιν στὸν μπάϊλον τοῦ Μορέως,
ἐκείνου γὰρ ντὲ Σαὶντ Ὀμὲρ τοῦ γέρο μισὶρ Νικολάου,
νὰ ποιήσῃ νὰ ἐλθοῦν οἱ ἅπαντες λίζιοι τοῦ Μορέως,
οἱ ἀρχιερεῖς κ’ οἱ φρόνικοι ὅλου τοῦ πριγκιπάτου,
νὰ ποιήσῃ κούρτην δυνατὴν, νὰ ἰδοῦν τὲς μαρτυρίες του,
ὅπου ἤφερεν ἐκ τὴν Φραγκίαν μισὶρ Ντζεφρὲς ἐκεῖνος·
κ’ εἰ μὲν εὑροῦν ὅτι ζητεῖ μὲ τρόπον δικαιοσύνης
τὸ κάστρον τῆς Καρύταινας μετὰ τῆς περιοχῆς της,
νὰ τοῦ τὴν δώσῃ τὴν νομὴν καὶ νὰ τὴν ρεβεστίσῃ.
[§]Εἴδασι γὰρ τὸν ὁρισμὸν, ὅπου ἔστελνεν ὁ ρῆγας,
ἡ κούρτη, ὅπου ἤσασιν ἐκεῖσε εἰς τὴν Κλαρέντσαν,
κι ἀνέγνωσαν τὲς μαρτυρίες ὅπου ἤφερεν μετ’ αὖτον.
Κι ἀφότου ἐσύντυχαν πολλά, κ’ εἶπαν καὶ ἀναφέραν,
ἦλθαν καὶ ἀναφέρασιν τὴν πρᾶξιν ὅπου ἐποῖκεν
ὁ ἀφέντης τῆς Καρύταινας εἰς τὸν καιρὸν ἐκεῖνον,
ὅταν ἐρροβόλεψεν κ’ ἐδιάβη εἰς τὴν Θήβαν,
καὶ ἦλθεν κ’ ἐπολέμησεν μετὰ τὸν Μέγαν Κύρην,
ἀρματωμένος εἰς φαρίν, τὸν πρίγκιπα Γυλιάμον,
ὅπου ἦτο ἀφέντης φυσικὸς, κ’ ἐκράτει ἀπὸ ἐκεῖνον
τὸ κάστρον τῆς Καρύταινας καὶ ὅλον του τὸν τόπον.
Ἀπίστησε τὸν ἀφέντην του κ’ ἐγίνη δημηγέρτης,
κ’ ἐνταῦτα ἀκληρήθηκεν ἐκεῖνος κ’ ἡ γενεά του·
καὶ μετὰ ταῦτα οἱ ἅπαντες ὅλου τοῦ πριγκιπάτου
τὸν πρίγκιπα ἐδεήθησαν κ’ ἐπαρακάλεσάν τον,
καὶ ἔστρεψεν τὸν τόπον του μὲ συμφωνίαν καὶ τρόπον,
ὡς δόμα νέον τοῦ τὸ ἔδωκεν νὰ τὸ κληρονομήσουν
ἂν ποιήσῃ τέκνα ἀπ’ αὐτοῦ, νὰ ἔνι ἀπὸ τὸ κορμί του.
[§]Ἐνταῦτα ἐλαλήσασιν κ’ ἦλθεν ὁ καβαλλάρης
ἐκεῖνος ὁ μισὶρ Ντζεφρὲς ἐκεῖσε εἰς τὴν κούρτην.
Ὁ ἐπίσκοπος τῆς Ὤλενας ἐβάσταξε τὸν λόγον
καὶ εἶπεν του λεπτομερῶς τὴν τήρησιν τῆς κούρτης,
τὴν πρᾶξιν ὅπου ἔποικεν ὁ ἀφέντης τῆς Καρυταίνου,
καὶ πῶς ἀκλήρησαν αὐτὸν κι ὅλην του τὴν γενέαν
πρὸς τὰ συνήθεια ὅπου ἔχουσιν εἰς ὅλα τὰ ρηγᾶτα·
ὅποιον εὑροῦσιν ἄπιστον, νὰ ἔνι δημηγέρτης,
πρῶτα ἀκληρᾶται ὁλοστινὸς κι ἀπαύτου ἡ γενεά του
ἀπὸ ὅσον τόπον κι ἀφεντίαν ἔχει καὶ ἀφεντεύει.
«Ἐνταῦτα, φίλε μας καλέ, λέγομεν τὴν ἀλήθειαν,
ἐσὲν δίκαιον οὐδὲν ἔρχεται ἐκ τοῦτο ὅπου ἀνακράζεις».
[§]Ἀκούσων ταῦτα ὁ μισὶρ Τζεφρὲς ἐκεῖνος ντὲ Μπριέρες,
τὸ πῶς ἀπῆρε ἀπόφασιν ἐκ τὸν σκοπὸν ὅπου εἶχεν,
ἐδιέβη εἰς τὴν κατούνα του κ’ ἐκάτσε κατὰ μόνας·
ἔκλαψεν καὶ ἐθρήνησεν ὥσπερ νὰ εἶχεν χάσει
τὸ ρηγᾶτον τὸ τῆς Φραγκίας, ἐὰν ἦτον ἐδικόν του.
[§]Διαβόντα γάρ ἡμέρες δύο, ἐβάλθη νὰ σκοπίζῃ
καὶ νὰ ἀνεβάζῃ λογισμοὺς πῶς ἠμπορεῖ νὰ πράξῃ·
ὅτι ἂν στραφῇ εἰς τὴν Φραγκίαν, ἂν οὐδὲν ποιήσῃ ἔργον,
νὰ μείνῃ εἰς τὴν Ρωμανίαν, νὰ εὕρῃ οἰκονομίαν του,
ὅλοι τὸν θέλουσι γελᾷ μέμφεσται κι ὀνειδίζει,
διότι ἐστράφη ἄνεργος, τὴν ἔξοδόν του ἐχάσε.
Ἐν τούτῳ εἶπε πρὸς αὐτὸν· κάλλιον τοῦ νὰ ἀποθάνῃ
περὶ νὰ μείνῃ ἄνεργος τοῦ νὰ μὴ διαφορήσῃ.
Ὁκάποιον ηὗρεν τοπικὸν ἄνθρωπον κ’ ἐφιλεύτη·
ἐρώτησέ τον ἀκριβῶς νὰ τὸν πληροφορέσῃ,
τὰ κάστρη ὅπου εἶναι εἰς τὰ Σκορτά, τὸ Ἀράκλοβο, πῶς στέκει,
ὡσαύτως κ’ ἡ Καρύταινα, πῶς ἔνι καμωμένη,
καὶ ποῖον ἔν’ δυναμώτερον καὶ τί λαὸν νὰ ἐπάρῃ.
Κ’ ἐκεῖνος, ὅπου ἔξευρεν τῶν δύο καστρῶν τὴν στρῶσιν,
λεπτῶς τοῦ τὰ ἐδιερμήνεψεν κ’ ἐκαθοδήγησέ τον,
τὸν τόπον ὅπου ἵστονται καὶ τί λαὸν νὰ ἐπάρουν.
Κι ἀφότου ταῦτα ἤκουσεν ἐπῆρεν τὸν σκοπόν του,
ἐμίσσεψε ἀπὸ τὸν Μορέαν κ’ ἦλθεν στὸ Ξενοχῶριν·
κι ὅσον ἀπέσωσεν ἐκεῖ, εἶπεν ὅτι ἐξαλίστη,
τὸ κοιλιακὸν τὸν ἔπιασεν, ἔλεγε τῶν ἀνθρώπων,
κ’ ἐρώτησε τὸ ποῦ νὰ εὐρῇ νερὸν ἀπὸ γιστέρνα,
διατὶ ἔνι στητικὸν νερὸν καὶ σταίνει τὴν κοιλίαν.
Κι ὁκάποιος ὅπου ἦτον ἐκεῖ, ὅπου ἦτον ἐκ τὸν τόπον,
τὸν εἶπεν εἰς τὸ Ἀράκλοβον εἶναι καλὲς γιστέρνες,
κι ἂς στείλῃ νὰ τοῦ δώσουσιν ἐκ τὸ νερὸν ἐκεῖνο
κ’ ἐνταῦτα ἤθελε ὠφεληθῆ ἀπὸ τὴν ζάλην ποῦ εἶχεν.
[§]Ἐνταῦτα κράζει ἕναν του σιργέντην ὅπου ἠγάπα
κι ὅπου εἶχεν στὸ μυστήριον του πολλὰ ἀποθαρρεμένον,
καὶ λέγει του· «Ἔπαρε φλασκί, καὶ ἄμε εἰς τὸ κάστρον
αὐτοῦ σιμὰ στὸ Ἀράκλοβον κ’ εἰπὲς τὸν καστελλᾶνον,
τὸ πῶς γὰρ τὸν παρακαλῶ νὰ ὁρίσῃ, νὰ σὲ δώσουν
ἐκ τῆς γιστέρνας τὸ νερόν, χρήζω το διὰ ἰατρείαν του,
διατὶ μὲ τὸ ὥρισε ὁ ἰατρὸς κ’ εἶπεν ὅτι ὠφελεῖ με.
Καὶ πρόσεξε, ὡς φρόνιμος, νὰ σέβῃς εἰς τὸ κάστρον,
πῶς στήκει, καὶ τὰ ἔμπατα, τὸ πόσοι τὰ φυλάγουν,
νὰ μὲ τὸ εἰπῇς στὸ στρέμμα σου, νὰ μὲ τὸ διερμηνέψῃς,
καὶ μὴ τολμήσῃς νὰ τὸ εἰπῇς ἀνθρώπου γεννημένου».
Ἐνταῦτα ὁ σιργέντης του ἀπῆλθεν εἰς τὸ κάστρον·
τὸν καστελλάνον ηὕρηκεν, γλυκέα τὸν χαιρετίζει,
ἐκ μέρους γὰρ τοῦ ἀφέντου του ἐπαρακάλεσέ τον
νὰ ὁρίσῃ νὰ τὸν δώσουσι νερὸν ἐκ τὴν γιστέρναν.
Κι ὁ καστελλᾶνος παρευτὺς ὥρισε, ἐδώκανέ τον·
ἐσέβη ἀτός του εἰς τὸν γουλᾶν κ’ ἐκατεστόχαξέ το,
ἐστράφη εἰς τὸν μισὶρ Ντζεφρὲ κ’ εἶπεν του ὅσον εἶδε.
Κἄν δέκα ἡμέρες ἔποικε κ’ ἔλεγεν, ζάλην ἔχει·
κι ἀενάως ὁ σιργέντης του ὑπῆγεν εἰς τὸ κάστρον,
καὶ ἤφερνέν του τὸ νερὸν ἀενάως νὰ τὸ πίνῃ.
Καὶ μετὰ ταῦτα ἐμήνυσεν τοῦ καστελλάνου νὰ ἔλθῃ,
παρακαλῶντα, ἀξιώνοντα διὰ νὰ τοῦ ἔχῃ συντύχει.
Κι ὁ καστελλᾶνος παρευτὺς ἦλθε στὸν καβαλλάρην.
Τὸ ἰδεῖ τον ὁ μισὶρ Ντζεφρές, γλυκέα τὸν ἀποδέχτη,
εἶπε του τὴν ἀστένειον του κ’ ἐπαρακάλεσέ τον,
νὰ τὸν δεχτῇ εἰς τὸ κάστρον του μὲ ἕναν τσαμπρελιᾶνον,
νὰ τοῦ ἔχῃ δώσει τσάμπραν μίαν νὰ κοίτεται εἰς αὔτην,
ὡς διὰ νὰ πίνῃ τὸ νερὸν ἔγκαιρον τῆς γιστέρνας·
κ’ ἡ φαμελία του ἡ ἕτερη νὰ εἶναι εἰς τὸν μποῦρκον.
Κι ὁ καστελλᾶνος παρευτύς, οὐ μὴ σκοπῶντα δόλον,
εἶπεν καὶ ὑποσχήθη του νὰ τὸν δεχτῇ εἰς τὸ κάστρον·
καὶ μετὰ ταῦτα ὁ μισὶρ Ντζεφρές, τὴν δεύτερην ἡμέραν,
ἐπῆρε τὴν κατούνα του κι ἀπῆλθεν εἰς τὸ κάστρον.
[§]Ἐσέβη ἀπέσω εἰς τὸν γουλᾶν, ἐδῶκαν του τὴν τσάμπραν,
ἐποίησαν τὸ κρεββάτι του κ’ ἐκοίτετον ἐκεῖσε.
Ἕναν σιργέντην μοναξὸν εἶχεν ἐκεῖ μετ’ αὖτον,
κ’ ἡ ἕτερή του φαμελία ἦτον ἐκεῖ εἰς τὸν μποῦρκον.
Ὥρισε καὶ ἠφέρασιν τὰ ροῦχα του εἰς τὸ κάστρον
κι ἀπέσω εἰς τὰ ροῦχα του ἦσαν καὶ τ’ ἄρματά τους.
Ἐκεῖνος γὰρ ἀδιάλειπα εἰς τὸ κρεββάτι ἐκοῖτον·
τὸν κασνελλᾶνον ἔκραζε καὶ ἤσθιε μετ’ αὖτον·
τόσην τιμὴν κι ἀναδοχὴν ἔδειχνε πρὸς ἐκεῖνον
διὰ νὰ θαρρέσῃ εἰς αὐτόν, νὰ τὸν ἔχῃ ἀπεργώσει.
[§]Κι ὅσον τὸν ἀποθάρρεσεν καὶ εἶδε τὸν καιρόν του,
κράζει τοὺς σιργέντες του ὅπου εἶχεν ἐδικούς του,
εἶπεν, ὅτι διάταξιν θέλει διὰ νὰ ποιήσῃ
φοβούμενος τὸν θάνατον διὰ τὴν ἀστένειον ποῦ εἶχεν·
ἔβαλεν καὶ ὠμόσαν του κρυφῶς εἰς τὸ κελλίν του
νὰ κρύψουν τὸ τοὺς θέλει εἰπεῖ καὶ νὰ τοῦ συνεργήσουν
ἂν ποιήσῃ ἐκεῖνο τὸ σκοπᾷ καὶ βούλεται πληρῶσαι.
Κι ἀφότου ὑπωμόσασιν, ἄρξετον νὰ τοὺς λέγῃ·
[§]«Συντρόφοι, φίλοι κι ἀδελφοί, ὅπου ἤλθετε μετ’ ἔμου
ἐδῶ εἰς τὰ μέρη Ρωμανίας, ἐξεύρετε τὸν τρόπον,
τὸ πῶς ἐβιάστην κ’ ἔβαλα τὸν τόπον μου σημάδιν
διὰ νὰ ἔλθω τιμητικὰ εἰς θάρρος καὶ ἐλπίδα
νὰ ἐπάρω τὴν Καρύταιναν μετὰ τὴν περιοχὴν της,
τὴν ὅποια ἐχτίσαν κ’ ἔποικαν ἐκεῖνοι οἱ συγγενεῖς μου,
τὸν ὅποιον τόπο ἐκέρδισαν μὲ τὸ σπαθὶ οἱ ἐδικοί μου.
[§]Καὶ εἴδετε κι ἀκούσετε τοὺς δήμιους Μοραΐτες,
τὸ πῶς μὲ ἀκληρήσασιν κ’ ἐβγάλασίν με ἀπ’ αὖτο.
[§]Καὶ θλίβομαι κ’ ἐντρέπομαι, πικρίαν μεγάλην ἔχω.
Ἐν τούτῳ ἐγὼ ἐσκόπησα στὸ ἐδικόν σας θάρρος,
μόνι νὰ βοηθήσετε, ὡς ἔχω τὰς ἐλπίδας,
νὰ ποιήσω πρᾶγμα φοβερόν, τὸ θέλομεν ἀκούσει.
Τοῦτο τὸ κάστρο ἐβλέπετε, τὴν δύναμιν ὅπου ἔχει·
ὀλίγοι ἄνθρωποι ἠμποροῦν νὰ τὸ ἔχουσι φυλάττει,
ἀφῶν ἔχει σωτάρχισιν κ’ ἔνι ἀφιρωμένον·
μέσα στὸν τόπον τῶν Σκορτῶν κοίτεται κι ἀφεντεύει.
Ἂς τὸ κρατήσωμεν διὰ ἐμᾶς νὰ τὸ ἔχωμε ἀφεντέψει,
νὰ εἰποῦμεν ὅτι θέλομεν νὰ τὸ ἔχωμεν πουλήσει
τῆς κεφαλῆς τοῦ βασιλέως ἐκείνων τῶν Ρωμαίων.
Λογίζομαι, τὸ ἀκούσει το ὁ μπάϊλος τοῦ Μορέως,
νὰ ἔνι πολλὰ χαιράμενος νὰ ἰσιαστῇ μετ’ ἔμας,
τὸ κάστρον τῆς Καρύταινας μὲ τῶν Σκορτῶν τὸν δρόγγον
νὰ μὲ τὸ δώσῃ καὶ κρατῶ ἐγὼ κάλλιο ἐκ τὸν ρῆγαν,
περὶ νὰ δώσω τῶν Ρωμαίων τὸ κάστρον τοῦ Ἐρεοκλόβου.
Ἐπεὶ ἂν εἶχαν οἱ Ρωμαῖοι ἐτοῦτο τὸ καστέλλιν,
ἐκέρδαιναν καὶ τὰ Σκορτὰ κι ὅλον τὸ πριγκιπᾶτο».
[§]Τὸ ἀκούσει αὐτὸ οἱ σιργέντες του, ἰσιάστησαν ἀλλήλως
κ’ ἐδιάκριναν πῶς νὰ γενῇ καὶ πῶς νὰ τὸ πληρώσουν.
[§]Κ’ εἰς τοῦτο ὁ μισὶρ Ντζεφρὲς ἐδιόρθωσεν τὸ πρᾶγμα
λέγει τους· «Ἐγὼ ἤκουσα, αὐτοῦ ἔξω ἔνι ταβέρνα
ὅπου πουλιέται τὸ κρασὶ κ’ ἐβγαίνει ὁ καστελλᾶνος
καὶ κάθηται πολλὲς φορὲς καὶ πίνει μὲ τοὺς ἄλλους.
Λοιπὸν ἐμέναν φαίνεται νὰ πράξωμεν ὡς σᾶς λέγω·
ἀφότου ἔχομεν ἐδῶ ψωμὶν καὶ παξιμάδιν,
κρασίν, νερὸν καὶ ἄρματα ὅσον μᾶς κάμνει χρεία,
ἐβγᾶτε εἰς παραδιαβασμὸν αὐτοῦ ἔξω εἰς τὴν ταβέρναν,
θέλετε δύο, θέλετε τρεῖς, οἱ ἐπιδεξιώτεροί σας·
τὸν καστελλᾶνον κράξετε, ὁμοίως τὸν κοντοσταῦλον,
καὶ τοὺς σιργέντες μετ’ αὐτούς, ὅλους τοὺς πρωτοτέρους.
Δηνέρια ἔχετε πολλά, δότε τοῦ ταβερνάρη,
ἐπάρετε πολὺν κρασὶν καὶ πίνετε μετ’ αὔτους,
καὶ τόσα τοὺς ποτίσετε τοῦ νὰ ἔχουσιν μεθύσει.
Ἐσεῖς δὲ νὰ προσέξετε μὴ πιάσῃ καὶ πιέτε
τοσὸν κρασὶν μετ’ ἐκεινοὺς τοῦ νὰ σᾶς σκανταλίσῃ
καὶ χάσωμεν τὰ ἐλπίζομεν νὰ ἔχωμεν ὀρθώσει.
Κι ἀφότου ἐγνωρίσετε ὅτι εἶναι μεθυσμένοι,
ἕνας, ὁ πρῶτος ἀπὸ ἐσᾶς, ἂς ἔβγῃ εὐθέως ἐκεῖθεν,
ἐδῶ εἰς τὸ κάστρον ἂς ἐλθῇ κ’ ἐνταῦτα ἂς ἔλθῃ κι ἄλλος.
[§]Καὶ τὸν πορτάριν πιάσετε καὶ ρίξετέ τον ἔξω,
καὶ τὰ κλειδία του ἐπάρετε καὶ κλείσετε τὴν πόρταν.
Κ’ εὐθέως ἀπάνω εἰς τὰ τειχέα τῆς πόρτας ἀνεβᾶτε,
τὴν πόρταν νὰ φυλάξατε μὴ βάλουσιν ἱστίαν
καὶ κάψουσιν καὶ σέβουσιν ἐδῶ καὶ πιάσουνέ μας,
καὶ χάσωμεν τὰ ἐλπίζομεν καὶ λέγομεν ποιήσει».
[§]Ὡς τὸ ὥρισε ὁ μισὶρ Ντζεφρὲς κι ὡσὰν τὸ ἐδιερμηνέψεν,
οὕτως γὰρ καὶ τὸ ἔποικαν οἱ Φράγκοι ἡ φαμελία του·
οἱ Φράγκοι ἐρροβόλεψαν κ’ ἐπιάσασιν τὸ κάστρον.
[§]Ἐνταῦτα ἐποίησεν ὁ μισὶρ Ντζεφρὲς, τὲς φυλακὲς ἐβγάλαν·
δώδεκα ἤσασιν ἐκεῖ χωριάτες καὶ Ρωμαῖοι.
Ἔκραξε δύο ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους καὶ γράφει τους πιττάκια
ὁ ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς τὸ ἔγραψεν ὅπου ἔξευρεν νὰ γράφῃ·
στοῦ βασιλέως τὴν κεφαλὴν τὸ ἀπέστειλεν μὲ ἐκείνους,
γράφων, παραδηλώνοντα νὰ ἔλθῃ σπουδαίως ἐκεῖσε
στὸ κάστρον ὅπου ἔπιασε, Ὀρεόκλοβον τὸ λέγουν,
νὰ τὸ πουλήσῃ εἰς ὑπέρπυρα νὰ τοῦ τὸ παραδώσῃ.
Κ’ ἐκεῖνος, ὡς τὸ ἤκουσεν, ἐχάρηκεν μεγάλως·
γοργὸν σπουδαίως ἐσώρεψεν ὅλα του τὰ φουσσᾶτα
κ’ ἐκίνησεν καὶ ἔρχετον σπουδαίως ὅσα ἠμπόρει,
ἀπῆλθεν κ’ ἐκατάλαβεν στὸ πέραμα τοῦ Ἀλφέως,
στὸ παραπόταμον τοῦ Ἀλφέως, εἰς τὸν Ὀμπλὸν τὸ λέγουν·
ἐκεῖ τὲς τέντες του ἔστησεν κ’ ἔπεσεν τὸ φουσσᾶτο.
[§]Ἀφότου γὰρ ἐγένετον τὸ πιάσμα τοῦ Ὀρεοκλόβου,
ὁ καστελλᾶνος παρευτύς, Φιλόκαλος τὸ ὄνομά του,
στὸν κιβιτᾶνον ἔστειλεν μαντατοφόρους δύο,
μισὶρ Σιμοῦν τὸν ἔλεγαν, τὸ ἐπίκλην ντὲ Βιδόνη·
ἐκεῖσε εἰς τὴν Ἀράχοβαν, τὴν λέγουσιν μεγάλην,
ἦτον μὲ τὸν λαὸν τῶν Σκορτῶν στὴν γαρνιζοῦν ἐτότε.
Τὸ πρᾶγμα τοῦ ἀφηγήθησαν καὶ τὴν δημηγερσίαν
ὅπου ἔποικε ὁ μισὶρ Ντζεφρές, ἐκεῖνος ντὲ Μπριέρες,
ἐπιάσε γὰρ τὸ Ὀρεόκλοβον, θέλει νὰ τὸ πουλήσῃ
τῆς κεφαλῆς τοῦ βασιλέως, ἐμήνυσέ του νὰ ἔλθῃ
νὰ τοῦ δώσῃ τὰ ὑπέρπυρα, τὸ κάστρον νὰ ἔχῃ ἐπάρει.
[§]Τὸ ἀκούσει το ὁ μισὶρ Σιμοῦς, εὐθέως καβαλλικεύει
μὲ ὅσον λαὸν εὑρέθηκεν ἐτότε ἐκεῖ μετ’ αὖτον.
Καταπαντοῦθε ἐμήνυσεν νὰ ἔρχεται ὁ λαός του·
σπουδαίως ἐκατέλαβεν στὸ κάστρον τοῦ Ὀρεοκλόβου.
Τὸν γῦρον τὸ ἐτριγύρισεν μὲ τὸν λαὸν ὅπου εἶχεν,
τὰ διάβατα ὅλα ἔπιασεν, τὲς στράτες καὶ κλεισοῦρες,
ὅπως μὴ σέβῃ ἢ ἐξεβῇ ἄνθρωπος εἰς τὸ κάστρον
νὰ φέρῃ ἢ ἐπάρῃ τίποτε μαντᾶτο ἐκ τοὺς Ρωμαίους,
ἐνταῦτα γὰρ ὅπου ἔσωσεν μισὶρ Σιμοῦς ἐκεῖνος,
ἐκεῖσε εἰς τὸ Ὀρεόκλοβον μὲ τὸν λαὸν ὅπου εἶχεν.
Μαντατοφόρους ἔστειλεν σπουδαίως εἰς τὸν μπάϊλον
στὸν μισίρ Νικόλα ντὲ Σαὶντ Ὀμὲρ ὅπου ἦτον στὴν Κλαρέντσα·
τὴν πρᾶξιν τοῦ ἐμήνυσεν κ’ ἐπληροφόρεσέ τον,
τὸ πῶς τὸ κάστρον ἔπιασεν ἐκεῖνο τοῦ Ὀρεοκλόβου
ἐκεῖνος ὁ μισὶρ Ντζεφρές, τὸ ἐπίκλην ντὲ Μπριέρες,
κ’ ἐμήνυσεν τῆς κεφαλῆς τοῦ βασιλέως Ρωμαίων
νὰ τοῦ φέρῃ ὑπέρπυρα, τὸ κάστρον νὰ τοῦ δώσῃ,
καὶ νὰ ἔρχεται σπουδακτικὰ μὲ τὰ φουσσᾶτα του ὅλα
νὰ συμμαχήσῃ παρευτὺς μὴ χάσουσιν τὸ κάστρον,
μὴ προῦ ἐλθοῦσιν οἱ Ρωμαῖοι καὶ σέβουσιν ἀπέσω.
[§]Ὁ μπάϊλος γὰρ τὸ ἀκούσει το, ἐκίνησεν εὐθέως
μὲ ὅσα φουσσᾶτα εὑρέθησαν ἔχων ἐκεῖ μετ’ αὖτον,
κ’ ἐμήνυσεν καταπαντοῦ νὰ ἔρχωνται τὰ φουσσᾶτα.
Κι ὡς ἦλθεν στὸ Ὀρεόκλοβον κ’ ηὗρεν τὸν κιβιτᾶνον,
ἐκεῖνον τὸν μισὶρ Σιμοῦ, μὲ τὰ φουσσᾶτα ὅπου εἶχε,
(τὸ κάστρο ἐπαρακάθετον, τὲς στράτες εἶχεν πιάσει,
πολλάκις μὴ ἔλθῃ πώποθεν κανεὶς ἐκ τοὺς Ρωμαίους,
καὶ σέβειν στὸ Ὀρεόκλοβον καὶ φέρειν του μαντᾶτα)·
πολλὰ τὸν εὐχαρίστησεν τὸν κιβιτᾶνο ὁ μπάϊλος.
[§]Καταπαντοῦθε ἐρχόντησαν τὰ φράγκικα φουσσᾶτα·
τὸν δρόγγον ὅλον τῶν Σκορτῶν ἐπιάσαν κ’ ἐφυλάγαν.
Μαντᾶτα ἠφέραν ἀληθινὰ ἐτότε γὰρ τοῦ μπάϊλου,
τὸ πῶς ἐκαταλάβασιν τὰ τῶν Ρωμαίων φουσσᾶτα
στὸ παρεπόταμον τοῦ Ἀλφέως, εἰς τὸν Ὀμπλὸν τὸ λέγουν.
Ἐνταῦτα ὁρίζει κ’ ἔκραξαν μισὶρ Σιμοῦν ἐκεῖνον,
τὸν κιβιτᾶνον τῶν Σκορτῶν, κι ὁρίζει του νὰ ἐπάρῃ
τὸν ἐδικόν του γὰρ λαὸν καὶ τῶν Σκορτῶν τοῦ δρόγγου,
τῆς Καλομάτας τὸν λαὸν καὶ τοῦ Περιγαρδίου,
τῆς Χαλαντρίτσας ἀλλαδὴ κ’ ἐκεῖνον τῆς Βοστίτσας,
νὰ ἀπέλθῃ εἰς τὴν Ἴσοβαν, στὸ πέραμα τῆς Πτέρης,
στὸ παραπόταμον τοῦ Ἀλφέως νὰ στήκῃ καὶ φυλλάτῃ,
νὰ μὴ περάσουν οἱ Ρωμαῖοι εἰς τῶν Σκορτῶν τὸν δρόγγον.
Ἐνταῦτα ὁ μισὶρ Σιμοῦς, ὡς τὸ ὥρισεν ὁ μπάϊλος,
ἐπῆρεν τὰ φουσσᾶτα του κι ἀπῆλθεν γὰρ ἐκεῖσε,
κ’ ἔστηκεν καταπρόσωπα ἐκείνων τῶν Ρωμαίων.
[§]Ὁ μπάϊλος γάρ, ὡς φρόνιμος, μὲ τὴν βουλὴν ὅπου εἶχεν,
ἔκραξε δύο καβαλλαρίους κι ὁρίζει τους νὰ ἀπέλθουν
ἐκεῖσε εἰς τὸ Ὀρεόκλοβον, τὸ κάστρον νὰ ζητήσουν
ἐκείνου τοῦ μισὶρ Ντζεφρὲ διὰ νὰ τὸ ἔχῃ στρέψει
στὴν ἀφεντίαν τοῦ ρηγός, καθὼς τὸ ηὗρε ὅτι ἦτον·
κ’ εἰς τοῦτο ὅπου ἔποικεν συμπάθειον νὰ τοῦ ποιήσουν.
«Εἰ δὲ λογίσῃ τίποτε τὸ κάστρον νὰ κρατήσῃ,
νὰ τὸ κρατῇ διὰ ὁ λόγου του ἢ ἄλλου νὰ τὸ δώσῃ,
εἰπέτε του εἰς πληροφορίαν ἂς τὸ κρατῇ εἰς ἀλήθειον·
πρῶτα νὰ λάβω θάνατον κ’ ἐσεῖς ὅλοι μετ’ ἔμου,
παρὰ νὰ διάβω ἀπ’ ἐδῶ μὲ τὰ φουσσᾶτα ὅπου ἔχω,
ἕως οὗ χαλάσω τὰ τειχέα τοῦ κάστρου τοῦ Ὀρεοκλόβου,
νὰ τὸν πετρώσω ἀπέσω ἐκεῖ καὶ νὰ τὸν θανατώσω».
Ἐνταῦτα ἀπήλθασιν ἐκεῖ ἐκεῖνοι οἱ καβαλλάροι,
στὸ κάστρον ἐπλησίασαν καὶ τρέβαν ἐζητῆσαν·
ἐλάλησαν ἀπὸ μακρέα μὴ σύρουσιν εἰς αὔτους,
ὁ μπάϊλος γὰρ τοὺς ἔστελνεν ἐκεῖ μαντατοφόρους
ὁμοῦ μὲ τὸν μισὶρ Ντζεφρὲ νὰ ἔχουσιν συντύχει
δι’ ἀνάπαψίν του καὶ τιμὴν ἂν θέλῃ νὰ τὸ ποιήσῃ.
Τὸ ἀκούσει το ὁ μισὶρ Ντζεφρές, περίχαρος ἐγίνη,
ἐστάθη ἀπάνω στὰ τειχέα κ’ ἐρώτησε, τί θέλουν;
[§]Λέγουν του· «Ὁ μπάϊλος σὲ μηνᾷ, ὡς φίλον χαιρετᾷ σε,
θαυμάζεται εἰς τὴν εὐγενίαν καὶ φρόνεσιν ὅπου ἔχεις,
εἰς τὴν τιμὴν ὅπου ηὕρηκες εἰς τοῦ ρηγὸς τὸ κάστρον,
τὸ πῶς ἔπιασες καὶ κρατεῖς, θέλεις νὰ τὸ πουλήσῃς
τῆς κεφαλῆς γὰρ τῶν Ρωμαίων, ὡς τὸ ἐπληροφορέθην.
Ἐν τούτῳ σὲ παρακαλεῖ κ’ ἡμεῖς ὅλοι μετ’ αὖτον·
μὴ σὲ πλανέσῃ ὁ λογισμός, τοῦ κόσμου γὰρ ἡ δόξα.
[§]Ἐτοῦτο γὰρ ὅπου ἔποικες, οἱ πάντες τὸ ἐθαυμάσαν·
οὐκ ἔπρεπέ σε, ὡς εὐγενὴς, τρόπον δημηγερσίας
ποτέ σου νὰ τὸ θυμηθῇς, εἰς ἔργον νὰ τὸ βάλῃς·
ἐπεὶ τὸ γένος τῶν Φραγκῶν ὅπου εἴμεθεν ἐνταῦτα,
δίκαιον ἐσὲν τὸ ἐντράπημαν καὶ εἴμεθεν θλιμμένοι.
Ὅμως ἡμεῖς τὸ ἐξεύρομεν, ἀπὸ πικρίας τὸ ἐποῖκες,
διατὸ ἐθάρρεις κ’ ἤλπιζες νὰ ἔχῃς τὴν μπαρουνίαν
τῆς Καρυταίνου τῶν Σκορτῶν κ’ εὑρέθης λανθασμένος·
τὸ ἔποικες γὰρ ἐξεύρομεν ὅτι ἐμετανόησες.
Διὰ τοῦτο λέγομεν πρὸς σὲ καὶ συμβουλεύομέ σε·
μὲ τὸ καλὸν καὶ προθυμίας στρέψε τὸ κάστρον ὀπίσω
καὶ θέλεις ἔχει εὐεργεσίαν, τιμὴν μετὰ συμπάθειον.
Εἰ δὲ λογίσῃς τίποτε μὲ τρόπον σκιβουρίας,
πρόσεχε, ὅτι οὐ δύνεσαι νὰ ἀντισταθῇς εἰς τόσον·
ἐπεὶ ὁ μπάϊλος ἔστειλεν νὰ ἐλθοῦν οἱ πελεκᾶνοι,
τεχνῖτες γὰρ Βενέτικοι τὰ ποιήσουν τριπουτσέτα·
αὐτὰ τὰ ἐβλέπεις τὰ τειχία ὅλα χαλάσει θέλουν
νὰ σᾶς πετρώσουν ὅλους σας καὶ νὰ σᾶς θανατώσουν».
Ἐνταῦτα ὁ μισὶρ Ντζεφρὲς ἄρξετον νὰ τοὺς λέγῃ·
[§]«Ἄρχοντες, ἀδικεῖτε με, κρατεῖτε τὸ ἰγονικόν μου
μὲ πρόφασες καὶ ἀφορμὲς ἐσεῖς οἱ Μοραΐτες·
κ’ ἐγὼ ἀπὸ παραπόνεσιν καὶ θλῖψιν, ὅπου ἔχω,
ἐποίησα ἐτοῦτο, τὸ εἴδετε, ἀπὸ πικρίας ὅπου ἔχω·
κ’ ἐξεύρω κ’ ἐγνωρίζω το, εἰς ἀτιμίαν μου τὸ ἔχω.
Ὅμως, ἀφῶν τὸ λέγετε καὶ συμβουλεύετέ με,
ἐγὼ τὸ κάστρον στρέφω το μὲ συμφωνίαν καὶ τρόπον,
νὰ βάλωμε τὴν κρίσιν μου εἰς τοῦ ρηγὸς τὴν κούρτην,
κι ὡς τὸ διακρίνει, δέχομαι νὰ τὸ ἔχω προσκυνήσει.
Ἐγὼ γὰρ ὡς ἦλθα ἐδῶ στὸν τόπον τοῦ Μορέως,
ἀγάπησα κι ὀρέγομαι νὰ εἶμαι ἐδῶ μετ’ ἔσας·
δότε με τόπον νὰ κρατῶ, νὰ ἔχω τὴν ζωήν μου,
διατὶ ἔχω αἰσχύνην κ’ ἐντροπὴν νὰ ὑπάγω εἰς τὴν Φραγκίαν,
νὰ μὲ γελοῦν οἱ συγγενεῖς, οἱ φίλοι κ’ οἱ γειτόνοι,
ὅτι ἦλθα εἰς τὴν Ρωμανίαν κ’ ἔπραξα ὡσὰν κοπέλι».
Λοιπόν, τὰ εἴπασιν ἐκεῖ ἐκεῖνοι οἱ καβαλλάροι,
τότε μὲ τὸν μισὲρ Τζεφρὲ κ’ ἐκεῖνος μετ’ ἐκείνους,
ἐὰν ἤθελα νὰ ἔγραφα, καὶ ποῖος νὰ ἀναγνώσῃ;
Ἀλλὰ ἐν κοντῷ σᾶς τὸ δηλῶ, γράφω καὶ ἀφηγοῦμαι·
ἰσιάστην ὁ μισὶρ Ντζεφρὲς καὶ ἔδωκεν τὸ κάστρον,
κ’ ἐδῶκαν του εἰς γονικαρχίαν τῆς Μόραινας τὸ φίε,
- εἰς τὰ Σκορτὰ εὑρίσκεται μὲ ἕτερα χωρία -
γυναῖκαν εὐλογητικὴν τὴν ντάμα Μαργαρίταν,
ὅπου ἦτον ἐξαδέλφισσα τοῦ ἀφέντη τῆς Ἀκόβου
καὶ εἶχεν εἰς γονικαρχίαν τὸ φίε τῆς Λισσαρέας.
[§]Κι ἀφότου ὑπαντρεύτησαν κ’ ἐσμίξασιν οἱ δύο,
ὁ Θεὸς τοὺς ἔδωκεν παιδὶν ὅπου ἦτον θυγατέρα·
Ἑλένην τὴν ὠνόμασαν κ’ ὕστερα ὑπαντρεύτη
μὲ τὸν μισὶρ Βιλάϊ ντὲ Ἀνῶε τῆς Ἀρκαδίας ἀφέντην.
Κ’ ἐκεῖνοι πάλε ἐποίκασιν υἱὸν καὶ θυγατέρα·
Ἀράρδος ἄκουε ὁ υἱός, Ἀνέζα ἡ θυγάτηρ,
τὴν ὁποίαν εὐλογήθηκεν διὰ ὁμόζυγον γυναῖκαν
ὁ μισὶρ Στένης τὸ ὄνομα καὶ Μαῦρος τὸ ἐπίκλην.
Κ’ ἐκείνη πάλε ἐγέννησεν υἱοὺς καὶ θυγατέρες·
κι ἀπ’ ὅλους τους ἐνέμεινεν ἕνας ὁ κληρονόμος,
Ἀράρδον τὸν ὠνόμασαν, ὁ ἀφέντης Ἀρκαδίας.
Ἐπλούτηναν τὰ ὀρφανά, ἐχάρησαν οἱ χῆρες,
οἱ πένητες καὶ οἱ φτωχοὶ πολὺ λογάρι ἐποῖκαν
εἰς τὸν καιρὸν ὅπου λαλῶ τοῦ ἀφέντου Ἀρκαδίας.
Ὅλοι τὸν μνημονεύετε, καλὸς ἀφέντης ἦτον.
[§]Ἐν τούτῳ παύομαι ἀπ’ ἐδῶ νὰ λέγω κι ἀφηγοῦμαι
δι’ ἐκεῖνον τὸν μισὶρ Ντζεφρὲ καὶ τὴν κληρονομίαν του,
καὶ θέλω νὰ σὲ ἀφηγηθῶ, νὰ γράψω καὶ νὰ λέγω
διὰ τὴν μακάριαν Ζαμπέαν (ὅπου ἦτον θυγατέρα
ἐκείνου τοῦ μακαριστοῦ τοῦ πρίγκιπα Γυλιάμου,
ὅπερ τὴν ἐλέγασιν ἐκεῖνες τὲς ἡμέρες
κ’ ἐκράζαν κι ὠνομάζασιν ἡ Κυρὰ τοῦ Μορέως),
τὸ πῶς τὴν ἤφερεν ὁ Θεὸς κ’ ἐστράφη στὸ ἰγονικόν της
κ’ ἐγένετον πριγκίπισσα ὅλης τῆς Ἀχαΐας.
[§]Ἐτότε ἐκεῖνον τὸν καιρὸν ὅπου σᾶς ἀφηγοῦμαι,
ἦτον ἡ πριγκίπισσα ἐκείνη ἡ Ζαμπέα
ἐκεῖσε εἰς τὴν Ἀνάπολιν μετὰ τὸν ρῆγα Κάρλον.
Κι ὁ ρῆγας γὰρ ἀφέντευεν ἐτότε τὸν Μορέαν
εἰς τρόπον γὰν κ’ εἰς ἀφορμήν, στὲς συμφωνίες ἐκεῖνες
ὅπου ἔποικεν ὁ πρίγκιπας ἐκεῖνος ὁ Γυλιάμος
μετὰ τὸν ρῆγαν Κάρουλον τὸν γέρο, τὸν πατήρ του,
ὁμοίως καὶ διὰ τὸν πρίγκιπα, τὸν ἀδελφόν του ἐκεῖνον,
τὸ ὄνομα μισὶρ Λοΐς, τὸν ἄντρα τῆς Ζαμπέας.
Λοιπὸν καθὼς ἀφέντευεν ὁ ρῆγας τὸν Μορέαν,
ἦσαν ἐτότε εἰς τὸν Μορέαν εἰς τὸν καιρὸν ἐκεῖνον
ὁκάποιοι δύο καβαλλάριοι, ἐνῷ ἦσαν φλαμουριάροι.
Ὁ ἕνας ἄκουεν Τζαντεροῦς, κοντόσταυλος ὁ μέγας
Η ΚΥΡΑ ΤΟΥ ΜΟΡΕΩΣ ΙΣΑΒΕΛΛΑ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΗ
τοῦ πριγκιπάτου τοῦ Μορέως ἦτον ἐτότε ἐκεῖνος·
κι ὁ ἄλλος ὁ μισὶρ Ντζεφρὲς ντὲ Τουρνᾶ τὸ ἐπίκλην.
Ὁ ρῆγας τοὺς ἀγάπησεν, εἰς σφόδρα τοὺς ἐτίμα·
τὸν μέγαν γὰρ κοντόσταυλον, τὸν Τζαντεροῦν ἐκεῖνον,
μέγαν ἀμιράλην τὸν ἔποικεν ὅλου του τοῦ ρηγάτου.
[§]Κι ὡσὰν ὑπηγαινοέρχονταν οἱ καβαλλάροι ἐκεῖνοι
ἐκεῖσε εἰς τὴν Ἀνάπολιν εἰς τοῦ ρηγὸς τὴν κούρτην,
ἦτον τοῦ κόντου ντὲ Ἀϊνὰτ ὁ ἀδελφὸς ἐκεῖσε,
μισὶρ Φλορὰν τὸν ἔλεγαν, ντὲ Ἀϊνὰτ τὸ ἐπίκλην.
Ἦταν μέγας κοντόσταυλος ’ς ὅλον τὸ πριγκιπᾶτο.
[§]Κι ὡς τὸ ἔχει γὰρ τὸ κοσμικὸν στὸ γένος τῶν ἀνθρώπων
κι ἀλλήλως συμβιβάζονται καὶ κάμνουσι φιλίαν,
ὠρέχτη κ’ ἐφιλεύτηκε μισὶρ Φλορᾶς ἐκεῖνος
μὲ ἐκείνους τοὺς καβαλλαρίους τοὺς δύο Μοραΐτες,
τὸν μισὶρ Ντζᾶ ντὲ Τζαντεροῦ καὶ τὸν μισὶρ Ντζεφρόη.
Καὶ μέσα εἰς τούτην τὴν φιλίαν ὅπου εἴχασιν ἀλλήλως,
ὁ μισὶρ Φλορᾶς, ὡς φρόνιμος, λέγει ἐκεινῶν τῶν δύο·
«Ἄρχοντες, φίλοι κι ἀδελφοί, ἂν θέλετε ἐσεῖς οἱ δύο
νὰ μ’ ἔχετε ἐκεῖσε εἰς τὸν Μορέαν φίλον καὶ σύντροφόν σας
ὅρκον νὰ ποιήσω πρὸς ἐσᾶς νὰ μὴ ἀπεχωριστοῦμε,
νὰ εἴμεθεν ὡς ἀδελφοί, νὰ ζήσωμεν ἀλλήλως.
ἐγὼ θεωρῶ ὀφθαλμοφανῶς, ὁ ρῆγας ἀγαπᾷ σας,
ΥΠΑΝΔΡΕΥΕΤΑΙ ΤΟΝ ΦΛΩΡΕΝΤΙΟΝ ΑΝΑΓΛΑΥΪΚΟΝ
κ’ ἔχει σας εἰς προσορώτησιν κ’ εἰς τὴν βουλήν του πρώτους.
Λοιπόν, ἂν ἔχετε εἰς ἐμὲν ἀγάπην, ὡς παντέχω,
συντύχετέ του ὡς διὰ ἐμὲν νὰ ἐπάρω τὴν κυράν σας,
αὐτούνην τὴν ντάμα Ζαμπέαν ’ς ὁμόζυγον γυναῖκαν,
καὶ δείξετέ του ἀφορμὲς καὶ τρόπους ἀληθείας,
τὸ πῶς ὁ τόπος τοῦ Μορέως εὑρίσκεται εἰς τὴν μάχην,
καὶ κιντυνεύει, χάνεται μὲ τοὺς ὀφφικιαλίους του·
τοὺς μπάϊλους ὅπου στέλνει ἐκεῖ, αὐτοὶ εἶναι ρογατόροι
καὶ βιάζονται τὸ διάφορον τὸ ἐδικόν τους πάντα,
κι ὁ τόπος πάντα ἀπορεῖ χάνεται, κιντυνεύει,
κι ὁ ρῆγας ἔχει τὴν ἔξοδον καὶ ἄλλοι διαφορίζουν.
Καὶ ἔνι γὰρ καὶ ἁμαρτία νὰ ἔχῃ τὸν κληρονόμον
ἐδῶ - ὡς περνᾷ ἦτον φυλακή, ὁ κόσμος τὸ θαυμάζει.
Κ’ ἤθελεν ποιήσει ψυχικὸν καὶ ἔπαινόν του μέγαν,
νὰ ὑπάντρεψε τὴν ντάμα Ζαμπέα μὲ ἕναν καβαλλάρην,
μὲ ἄνθρωπον εὐγενικόν, νὰ ἦτον τῆς τιμῆς της,
νὰ ἐπόθησε κ’ ἐφύλαξε τὸν τόπον τοῦ Μορέως,
μὴ προῦ ἀπορήσῃ παντελῶς, καὶ χάσουν τον οἱ Φράγκοι.
Καὶ τί νὰ λέγω τὰ πολλὰ καὶ νὰ σᾶς διερμηνεύω;
τόσα βιαστῆτε, ὡς φρόνιμοι, κ’ εἰπέτε τον τὸν ρῆγαν
ὅπως νὰ τὸν διακλίνενε, νὰ ἔλθῃ εἰς θέλημά σας·
ἐπεὶ μὲ λέγει ὁ λογισμὸς κι ὁ νοῦς μου μὲ τὸ δίδει,
ὅτι ἐὰν τὸ ποθὴσετε, ὡς φρόνιμοι ὅπου εἶστε,
τὸ πρᾶγμα θέλει πληρωθῆ καὶ θέλετε κερδίσει
τὸ πργκιπᾶτον ὡς διὰ ἐσᾶς κ’ ἐγὼ νὰ εἶμαι ἐδικός σας·
ἐμὲν νὰ λέγουν πρίγκιπα, κ’ ἐσεῖς νὰ εἶστε ἀφέντες».
Ἀκούσων ταῦτα ὁ Τζαδροῦς κι ὁ μισὶρ Ντζεφρὲς ἐκεῖνος,
πολλὰ τὸ ἀγαπήσασιν, ὑπόσχεσιν τοῦ ἐποῖκαν
ὅτι νὰ βάλουσιν βουλήν, τὸ πρᾶγμα νὰ ποιήσουν,
κ’ εἶχαν ἐλπίδα στὸν Θεὸν νὰ τὸ κατευοδώσουν,
Ἐνταῦτα ἐκύτταξαν καιρὸν νὰ εὕρουσιν τὸν ρῆγαν
εἰς ὥραν γὰρ καλοψυχίας νὰ τοῦ ἔχουσιν συντύχει.
Κι ὅταν τὸν ηὗραν τὸν καιρὸν τοῦ ἐσύντυχαν οἱ δύο·
καλόψυχα τὸν ηὕρασιν στὴν τσάμπραν του ἀπέσω·
πολλοὺς τρόπους τοῦ εἴπασιν καὶ ἀφορμὴν τοῦ ἐδεῖξαν·
τὸ πῶς ὁ τόπος τοῦ Μορέως τὸ πριγκιπᾶτο Ἀχαΐας
ἀπόρει κ’ ἐκιντύνευεν, καὶ ἦτον εἰς ἀπώλειαν,
διατὸ ἔλειπεν ὁ πρίγκιπας ὅπου ἦτον πάντα εἰς αὖτον.
«Ἐσὺ ἀποστέλνεις στὸν Μορέαν, μπάϊλον καὶ ρογατόρους
καὶ τυραννίζουν τοὺς φτωχούς, τοὺς πλούστους ἀδικοῦσιν
τὸ διάφορόν τους πολεμοῦν, κι ὁ τόπος ἀπορεῖται.
Ἐὰν οὐ μὴ βάλῃς ἄνθρωπον νὰ ἔνι κληρονόμος,
νὰ στήκεναι καθολικῶς, νὰ κυβερνῇ τοὺς πάντας,
νὰ ἔχῃ ἔννοιαν καὶ σκοπὸν τὸν τόπον νὰ προκόβῃ,
ἔχε το εἰς πληροφορίαν, χάνεις τὸ πριγκιπᾶτο.
Λοιπόν, ἀφέντη βασιλέα, ἐσὺ ἔχεις τὸν κληρονόμον,
αὐτείνην τὴν ντάμα Ζαμπέαν, τοῦ πρίγκιπος θυγάτηρ,
καὶ δός της ἄντρα, ἄνθρωπον εὐγενικὸν καὶ μέγαν,
τὸ πριγκιπᾶτο νὰ κρατῇ ἀπὸ τὴν βασιλείαν σου,
καὶ θέλεις ποιήσει ψυχικὸν καὶ διάφορόν σου μέγα,
κι ὅσοι τὸ ἀκούσουν πάντοτε σὲ θέλουν ἐπαινέσει».
Τί νὰ σᾶς λέγω τὰ πολλὰ καὶ τί νὰ σᾶς τὰ γράφω;
τόσα τοῦ εἶπαν τοῦ ρηγὸς ἐκεῖνοι οἱ καβαλλάροι,
τόσα ἐσυντύχαν τοῦ ρηγός, τόσα τὸν ἀναγκάσαν,
ὅτι ἔστερξεν τοῦ νὰ γενῇ ἐκείν’ ἡ ὑπαντρεία,
νὰ ἐπάρῃ ὁ μισὶρ Φλορᾶς τὴν ντάμα τὴν Ζαμπέαν
εἰς γυναῖκα εὐλογητικὴν, νὰ ἔχῃ τὸ πριγκιπᾶτο
ὡς ἴδιον γονικὸν αὐτοῦ, νὰ τὸ κληρονομήσῃ.
[§]Τὲς συμφωνίες ἐγράψασιν λεπτῶς καὶ τὰ κεφάλαια,
τὸ τί ἐχρεώστει ὁ πρίγκιπας νὰ κάμνῃ πρὸς τὸν ρῆγαν,
κι ὁ ρῆγας πρὸς τὸν πρίγκιπα, ὁ εἷς γὰρ πρὸς τὸν ἄλλον.
Ἕναν κεφάλαιο ἐγράψασιν στὸ προβελέντζι ἐκεῖνο,
ἐνῷ ἦτον τρόπος ἁμαρτίας καὶ ἄδικον μεγάλον·
ὅτι πολλάκις ἐὰν συμβῇ κ’ ἔλθῃ τὸ πριγκιπᾶτο
εἰς κληρονόμον θηλυκόν, εἰς γυναῖκα νὰ ἀφεντέψῃ,
νὰ μὴ τολμήσῃ ὑπαντρευτῇ εἰς ἄνθρωπον τοῦ κόσμου
ἄνευ εἰδήσεως κι ὁρισμοῦ, ὅποιος κι ἂν ἔνι ρῆγας·
εἰ δὲ εὐρεθῇ καὶ ποιήσῃ το, νὰ ἔνι ἀκληρημένη
ἀπ’ τοῦ Μορέως τὴν ἀφεντίαν κι ὅλον τὸ πριγκιπᾶτο.
Ἔδε ἁμαρτία ποῦ ἐγίνετον δι’ ἐτοῦτο τὸ κεφάλαιον·
μετὰ ταῦτα ἀκληρήσασιν τὴν πριγκίπισσα Ζαμπέαν,
διατὶ γὰρ εὐλογήθηκε τὸν Φίλιππο ντὲ Σαβόη,
ὅταν ἀπῆλθεν στὸ παρτοῦν ἐτότε γὰρ τῆς Ρώμης.
[§]Ἀφότου γὰρ ἐγράψασιν τὲς συμφωνίες ἐκεῖνες,
ὥρισε ὁ ρῆγας παρευτὺς κ’ ἐποιήσασιν τὸν γάμον·
κ’ ἐνταῦτα εὐλογήθηκεν μισὶρ Φλορὰνς ἐκεῖνος
ἐκείνην τὴν ντάμα Ζαμπέαν, τοῦ πρίγκιπος θυγάτηρ,
ἐκείνου τοῦ μακαριτοῦ τοῦ πρίγκιπος Γυλιάμου.
[§]Ὁ γάμος γὰρ ἐγένετον μὲ παρρησίαν μεγάλην,
μὲ χαρμοσύνην καὶ χαρές, καὶ μὲ ἔξοδες μεγάλες.
Κ’ ἐκεῖ ὅπου ἦσαν στὸν ναόν, στὴν ἐκκλησίαν ἀπέσω,
ὅπερ τοὺς εὐλόγησεν ἀτός του ὁ μητροπολίτης,
ἐκεῖνος τῆς Νεάπολης· κ’ ἐρρεβέστισεν ὁ ρῆγας
Ο ΦΛΩΡΕΝΤΙΟΣ ΚΑΙ Η ΙΣΑΒΕΛΛΑ ΠΡΙΓΚΙΠΕΣ
ἐκείνην τὴν ντάμα Ζαμπέα ἀπὸ τὸ πριγκιπᾶτο
ὡς κληρονόμος φυσικός· κ’ ἐνταῦτα πάλε ἀπὸ αὗτο
κράζει τὸν μισὶρ Φλορᾶν καὶ ἐρρεβέστισέ τον
ὡς ἀβουέρην, τὸν ἔποικεν ὁμοίως καὶ κληρονόμον·
πρίγκιπα τὸν ἐθρόνιασε νὰ λέγεται Ἀχαΐας.
Κι ἀφότου ἐπλήρωσε ἡ χαρά, τοῦ πρίγκιπος ὁ γάμος,
ἐδιόρθωσε τὸ μίσσεμα νὰ ἐξέβῃ ἀπὸ τὴν Πούλιαν,
τιμητικά, μὲ παρρησίαν νὰ ἔλθῃ εἰς τὸν Μορέαν.
Τὸν ρῆγαν ἐπροσκύνησεν, ἀπηλογίαν ἐπῆρεν,
τοὺς κόντους καὶ καβαλλαρίους ἀπεχαιρέτησέν τους,
τὴν φαμελίαν του αὔξησεν, ἐρρόγεψεν καὶ ἄλλους·
εἶχεν ἀπάνω εἰς τὰ ἄλογα καβαλλαρίους, σιργέντες,
ἀπάνω γὰρ τῶν ἑκατόν, τριακοσίους τζαγραόρους.
[§]Εἰς τὸ Βροντῆσι ἀπέσωσεν, ηὗρεν τὰ πλευτικά του,
ἐσέβη ἀπέσω εἰς αὐτὰ κ’ ἦλθεν εἰς τὴν Κλαρέντσα.
Ὁ μπάϊλος τότε τοῦ Μορέως, ὁ γέρο μισὶρ Νικόλαος,
στὴν Ἀνδραβίδα εὑρίσκετον· τὸ μάθει τὸ μαντᾶτο,
εὐθέως ἐκαβαλλίκεψεν κ’ ἦλθεν εἰς τὴν Κλαρέντσα·
τὸν πρίγκπα ἐπροσκύνησεν κι ὅσοι ἦσαν μετ’ αὖτον,
κι ὁ πρίγκιπας τὸν ἔποικεν ἀναδοχὴν μεγάλην.
Κι ὅσον ἐκατεστόλιασεν ὁ πρίγκιπας τὸν λαόν του
ἐκεῖσε εἰς τὴν ἐκκλησίαν ὅπου εἶναι οἱ Φρεμενοῦροι,
ὥρισεν κ’ ἐσωρεύτησαν μικροί τε καὶ μεγάλοι.
[§]Ἔδειξεν τὰ προστάγματα καὶ τὰ χαρτία ποῦ ἐβάστα,
τοῦ μπάϊλου ἐπροσκόμισεν τὸν ὁρισμὸν τοῦ ρήγα·
τὸ πῶς ὁ ρῆγας τὸν ὥριζεν, ἐγράφως τοῦ τὸ ἐμήνα,
τὸ πριγκιπᾶτον τοῦ Μορέως νὰ τοῦ τὸ παραδώσῃ,
τὰ κάστρη καὶ τὴν ἀφεντίαν ὅλου τοῦ πριγκιπάτου.
[§]Ἀπ’ αὔτου ἐβγάνει πρόσταγμα τὸ πῶς ἐμήνα ὁ ρῆγας
ΕΓΚΑΘΙΣΤΑΝΤΑΙ ΕΙΣ ΤΟΝ ΜΟΡΕΑΝ
δηλώνοντα διὰ γραφῆς ὁλῶν τῶν Μοραΐτων,
τῶν ἀρχιερέων, φλαμουριαρίων, καβαλλαρίων, σιργέντων,
τῶν βουργησέων καὶ ἁπαντῶν, μικρῶν τε καὶ μεγάλων,
νὰ δέξωνται τὸν μισὶρ Φλορᾶν διὰ πρίγκιπα κι ἀφέντην·
τὸ ὁμάτζιον γὰρ καὶ τὴν λιζίαν, ὅπου χρεωστεῖ ὁ καθένας,
διὰ τὲς προνοῖες κ’ ἰγονικὰ ὅπου κρατοῦσι ἀπ’ αὖτον,
νὰ ποιήσουν πρὸς τὸν πρίγκιπα, σωζομένου τοῦ ὅρκου,
τὴν πίστην γὰρ καὶ τὴν λιζίαν ὅπου χρεωστοῦν τοῦ ρήγα.
Ἐνταῦτα ὡρίσαν κ’ ἤφεραν τὸ ἅγιον εὐαγγέλιον
καὶ λέγουσιν τοῦ πρίγκιπος· «Ὅμοσε ἐσὺ ἐμᾶς πρῶτα
νὰ μᾶς κρατῇς δικαιολογᾷς στοῦ τόπου τὰ συνήθεια,
κ’ εἰς τὴν φραγκίαν ὅπου ἔχομεν νὰ μὴ μᾶς σκανταλίσῃς·
καὶ μετὰ ταῦτα πάλε ἡμεῖς νὰ ποιήσωμεν τὸ ὁμάτζιο
ἐπεὶ ἐτέτοιον ἔχομεν συνήθειον ’κ τῶν γονέων μας».
Καὶ ὥμοσεν ὁ πρίγκιπας στὸ ἅγιον εὐαγγέλιον
τοῦ νὰ κρατεῖ τοὺς ἅπαντας ἀνθρώπους τοῦ Μορέως
εἰς τὰ συνήθεια ὅπου ἔχουσιν, ὁμοίως κ’ εἰς τὲς φραγκίδες.
Καὶ μετὰ ταῦτα ἐποίκασιν οἱ φλαμουριάροι πρῶτον,
οἱ καβαλλάριοι κ’ οἱ ἕτεροι τὸ ὁμάτζιον καὶ λιζίαν,
ὅπου ἐχρεώστει ὁ κατὰ εἷς διὰ τὴν προνοίαν ποῦ ἐκράτει,
σωζομένου γὰρ τοῦ δικαίου καὶ τοῦ ρηγὸς τοῦ ὅρκου.
[§]Ἐνταῦτα τοῦ ἐπαράδωκεν τὸ πριγκιπᾶτο ὁ μπάϊλος,
τὰ κάστρη καὶ τὴν ἀφεντίαν νὰ τὰ κρατῇ ἐκ τὸν ρῆγαν.
Κι ἀφότου ἐπαράλαβεν ὁ πρίγκιπας τὰ ὁμάτζια,
τὰ ὀφφίκια ὅλα ἄλλαξεν, πρῶτα τοὺς καστελλάνους
καὶ τοὺς σιργέντες τῶν καστρῶν κ’ ἔβαλεν ἐδικούς του.
Πρωτοβιστιάρην ἔβαλεν ὁμοίως καὶ τριζουριέρην,
καὶ προβουέρην τῶν καστρῶν κι ὅλες τὲς ἐξουσίες.
Ἄρξετον γὰρ μὲ τὴν βουλὴν τοῦ γέρο μισὶρ Νικόλα,
τοῦ μισὶρ Ντζᾶ ντὲ Τζαντεροῦ τοῦ μεγάλου κοντοοταυλου,
ὡσαύτως τοῦ μισὶρ Ντζεφρὲ ἐκείνου ντὲ Τουρνάη
καὶ τῶν ἑτέρων γὰρ λιζίων, μικρῶν τε καὶ μεγάλων,
τὲς πρᾶξες καὶ ὑπόθεσες νὰ ὀρθώνῃ γὰρ τοῦ τόπου.
Ηὗρεν γὰρ ὁ πρίγκιπας τὸν δεμοσιακὸν τόπον
ἐξηλειμμένον παντελῶς ἀπὸ τοὺς ρογατόρους
καὶ τοῦ ρηγὸς τὲς ἐξουσίες ὅπου τὸν ἐρημῶσαν.
[§]Βουλὴν ἐζήτησεν ὁλῶν τὸ πῶς νὰ ἔχῃ πράξει,
καὶ ὅλοι οἱ φρονιμώτεροι εἶπαν κ’ ἐσυμβουλέψαν,
ὅτι ἂν θέλῃ νὰ κρατῇ μάχην μὲ τοὺς Ρωμαίους,
ἀκόμη καὶ χειρότερα θέλει ἀπορήσει ὁ τόπος·
ἀλλὰ ἂν θέλῃ βούλεται τὸν τόπον ἀναστήσει,
ἀγάπη ἂς ποιήσῃ μετ’ αὐτοὺς εἰρηνικήν, στερέαν,
νὰ ὀμόσῃ μὲ τὸν βασιλέα νὰ στήκῃ πάντα ἡ ἀγάπη.
[§]Ἐν τούτῳ ἐδόθη ἡ βουλὴ κ’ ἐστέρξανέ το ὅλοι,
κι ἀπέστειλεν ὁ πρίγκιπας μαντατοφόρους δύο
στὴν περιεχοῦσαν κεφαλὴν ὅπου ἦτον στὸν Μορέαν
ἐτότε γὰρ τοῦ βασιλέως ἐκεῖνες τὲς ἡμέρες,
παραδηλῶντα, λέγοντα τὸ πῶς ἦλθεν ἐνταῦτα
ὁ ἀφέντης πρίγκιπας Μορέως, ’ς ὅσον κρατοῦν οἱ Φράγκοι,
κ’ ηὗρεν τὸν τόπον ἔρημον, τελείως ἐξηλειμμένον.
Κ’ ἐρώτησε καὶ εἶπαν του ὅτι ἐκ τῆς μάχης ἦτον,
ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΦΛΩΡΕΝΤΙΟΥ ΕΙΣ ΜΟΡΕΑΝ
ὅπου εἶχεν γὰρ ὁ βασιλέας μετὰ τὸ πριγκιπᾶτο·
ἐπεὶ τῆς μάχης τὰ ἔργατα ἐτοῦτα προξενοῦσιν·
τοὺς τόπους τοὺς καλλιώτερους ὅπου εἶναι ἀπὸ τὸν κόσμον,
ἡ μάχη γὰρ τοὺς καταλεῖ, τελείως τοὺς ἐρημάζει.
Δοιπὸν, ἂν θέλῃ, ὀρέγεται νὰ ποιήσουσιν ἀγάπην,
νὰ τοῦ μηνύσῃ ἀπόκρισιν, νὰ μάθῃ τὴν βουλήν του.
[§]Τὸ ἀκούσει το ἡ κεφαλή, ὀνόστιμον τοῦ ἐφάνη,
ἐπαίνεσε τὸν πρίγκιπα διὰ φρόνιμον ἀφέντην.
Ἐν τούτῳ γάρ, ὡς εὐγενὴς καὶ φρόνιμος ὅπου ἦτον,
ἀπόστειλεν ἀπόκρισιν τοῦ πρίγκιπος ἐτέτοιαν,
τὸ πῶς ἦτον τὸ τέρμενον κοντὸν νὰ τὸν ἀλλάξουν,
νὰ ἔλθῃ ἄλλη κεφαλὴ κ’ ἐκεῖνος νὰ ὑπαγαίνῃ,
καθὼς ἔνι τὸ σύνηθες καὶ κάμνει ὁ βασιλέας
καὶ πᾶσα χρόνον κεφαλὴν ἀλλάσσει στὸν Μορέαν.
Ἀλλὰ ἀφότου ὀρέγεται ὁ πρίγκιπας νὰ ποιήσουσιν ἀγάπην,
νὰ ἔνι στερέα κι ἀδόλιευτος, εἰς χρόνους ὅσους χρήζει,
ἐκεῖνος διὰ τὴν ἀγάπην του κι ἀνάπαψιν τοῦ τόπου,
τοῦ ἀφέντη του τοῦ βασιλέως, νὰ τὸ παραδηλώσῃ,
ἐπεὶ ἔχει ἐλπίδα εἰς τὸν Θεὸν πολλὰ νὰ τὸ ἀγαπήσῃ.
[§]Ἐν τούτῳ γὰρ ἡ κεφαλὴ ἀποκρισάρην στέλνει
εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν ἐκεῖ εἰς τὸν βασιλέαν.
Λεπτομερῶς τοῦ ἐμήνυσεν ἐκ στόματος κ’ ἐγράφως,
τὸ πῶς ὁ πρίγκιπας Φλορὰνς ὅπου ἦλθε εἰς τὸν Μορέαν,
ἀγάπην, τρέβα ἐξεζητεῖ νὰ ποιήσῃ μετ’ ἐκεῖνον
διὰ νὰ ἔχουσι οἱ ἀνθρῶποι τους, Φράγκοι τε καὶ Ρωμαῖοι,
ἀνάπαψιν εἰρηνικὴν, νὰ ζοῦσιν μετ’ εἰρήνης.
[§]Κι ὁ βασιλέας τὸ ἀκούσει το, μεγάλως τὸ ἀποδέχτη·
τῆς κεφαλῆς ὅπου ἔστειλεν ἐτότε εἰς τὸν Μορέαν
(ὁκάποιον μέγαν ἄνθρωπον ἐκεῖ τοῦ παλατίου,
Φιλανθρωπινὸν τὸν ἔλεγαν, ’κ τοὺς δώδεκα οἴκους ἦτον),
ἐκείνου γὰρ τὸ ὥρισεν ἀπόκρισιν νὰ ποιήσῃ
μισὶρ Φλορὰντ τοῦ πρίγκιπος, τοῦ ἀφέντη τοῦ Μορέως.
Καὶ ὅταν ἦλθε εἰς τὸν Μορέαν Φιλανθρωπινὸς ἐκεῖνος,
ἀπέστειλεν τὸν πρίγκιπα ἀποκρισάρην ἕναν.
Ἀπόκρισιν τοῦ ἀπέστειλεν ἀπὸ τὸν βασιλέαν,
τὸ πῶς ἦλθεν διὰ κεφαλὴ ἐτότε τοῦ Μορέως
κ’ ἔνι ὡρισμένος νὰ ἑνωθῇ μετ’ αὐτόν, νὰ συντύχῃ
διὰ τὴν ἀγάπην ποῦ ζητεῖ ὁ πρίγκιπας νὰ ποιήσῃ.
[§]Κι ὁ πρίγκιπας τοῦ ἀπέστειλεν μὲ δύο καβαλλαρίους
ἐγράφως διὰ ὁρκωμοτικοῦ, νὰ ἐλθῇ εἰς τὴν Ἀνδραβίδα.
Ἐνταῦτα γὰρ ἡ κεφαλὴ ἀπῆρεν μετ’ ἐκεῖνον
ἀπὸ τοὺς φρονιμώτερους ἄρχοντες ὅπου εἶχεν·
μὲ συντροφίαν τιμητικὰ ἦλθε εἰς τὴν Ἀνδραβίδα,
ἐκεῖ ὅπου ἦτον ὁ πρίγκιπας μετὰ τοὺς κεφαλᾶδες
ποῦ ἦσαν ἐτότε εἰς τὸν Μορέαν, οἱ φρονιμώτεροί τους.
Ἀφότου γὰρ ἑνώθησαν ὁ πρίγκιπας κ’ ἐκεῖνος,
ἐσύντυχαν κ’ ἐποιήσασιν ἀγάπην οἵαν ἠθέλαν·
ἐγράφως γὰρ ἐβάλασιν τῆς τρέβας τὰ κεφάλαια
κι ἀπάνω εἰς αὖτα ὠμόσασιν, ὁ πρίγκιπας γὰρ πρῶτα,
καὶ μετὰ ταῦτα ἡ κεφαλὴ τοῦ βασιλέως ἐκείνη.
[§]Ἐν τούτῳ λέγει ὁ πρίγκιπας τῆς κεφαλῆς ἐκείνης·
«Παρακαλῶ σε, φίλε μου, μὴ τὸ δεχτῇς εἰς βάρος·
ἐν τούτῳ θέλω νὰ σὲ εἰπῶ καὶ νὰ σὲ φανερώσω·
ἐσὺ θεωρεῖς κ’ ἐβλέπεις το, τὸ πῶς εἶμαι ἀφέντης
καὶ πρίγκιπας εἰς τὸν Μορέαν, νὰ ποιήσω ὅσον θέλω,
νὰ ἔνι στερκτὸν κι ἀσάλευτον, κανεῖν οὐκ ἔχω ἀνάγκην,
κ’ εἰς ὅσους χρόνους καὶ καιροὺς θέλω νὰ τὸ κρατήσω.
Ἡ δὲ εὐγενεία σου, ἀδελφέ, εἰς τέρμενον ἐξουσιάζεις
κι οὐκ ἠμπορεῖς, οὐ δύνεσαι τοῦ νὰ ποιήσῃς πρᾶγμα
νὰ στήκεται εἰς πλειότερον, μόνι κ’ εἰς τὸν καιρόν σου.
Λοιπόν, ὡς ὤμοσα ἐγὼ ἀτός μου ποῦ εἶμαι ἀφέντης
καὶ κύριος εἰς τὸν τόπον μου, θέλει κι ὁ βασιλέας
νὰ ὀμόσῃ γὰρ σωματικῶς χρυσόβουλλον νὰ ποιήσῃ·
νὰ τὰ φυλάττω καὶ κρατῶ ’ς ἀσφάλειαν τῆς ἀγάπης,
καθὼς ἔχεις τὸ γράμμα μου καὶ ἔνι βουλλωμένον».
Ἐνταῦτα λέγει ἡ κεφαλή, τοῦ πρίγκιπος ἀπεκρίθη·
«Ἀλήθεια», λέγει, «κύρης μου, ἡ μεγάλη εὐγενεία σου,
ὁμολογῶ το, μαρτυρῶ, τὸ εἶπες, τέτοιον ἔνι.
ΣΥΝΘΗΚΟΛΟΓΗΣΙΣ ΜΕΤΑ ΤΩΝ ΡΩΜΑΙΩΝ
Λοιπόν, ἂν θέλῃς νὰ γενῇ ἐτέτοιον οἷον τὸ ὁρίζεις,
διόρθωσε δύο καβαλλαρίους νὰ ἐλθοῦσι μετ’ ἐμένα,
νὰ βάλω δύο ἀρχοντόπουλα νὰ ὑπάγουν μετὰ ἐκείνους,
νὰ γράψω εἰς τὸν βασιλέαν, στὸν ἅγιον μου ἀφέντην,
τὸν τρόπον, τὴν ὑπόθεσιν, ὡς τὸ λαλεῖ ἡ εὐγενεία σου,
νὰ ὁρίσῃ καὶ νὰ γράψουσιν τὲς συμφωνίες τῆς τρέβας,
νὰ τὲς βουλλώσουσιν ἐκεῖ μὲ τὸ χρυσόβουλλόν του,
κι ἀπάνω εἰς τὸ ὁρκωμοτικὸν νὰ ὀμόσῃ ὁ βασιλέας
ἐνώπιον τῶν καβαλλαρίων, τῶν ἀποκρισαρίων σου».
[§]Τὸ ἀκούσει το ὁ πρίγκιπας, πολλὰ καλὸν τοῦ ἐφάνη.
ἐδιόρθωσε τὸν Τζαδεροῦν τὸν μέγαν κοντοσταῦλον
καὶ τὸν μισὶρ Ντζεφρὲ ντὲ Ἀνόε, τῆς Ἀρκαδίας ὁ ἀφέντης,
νὰ ἀπελθοῦσι ἀμφότεροι οἱ δύο στὸν βασιλέα,
ἐκεῖσε εἰς τὴν Βυζαντίαν, στὴν Κωνσταντίνου πόλιν·
εἶθ’ οὕτως κι ὁ Φιλανθρωπινὸς ἐδιέβη μετ’ ἐκείνους.
Τὸ ἰδεῖ τους γὰρ ὁ βασιλέας, καλὰ τοὺς ἀποδέχτη,
πολλὰ τοῦ ἐφάνη ὀρεχτικὴ ἡ τρέβα κ’ ἡ ἀγάπη
νὰ ἔχῃ μὲ τὸν πρίγκιπα, ἐκεῖνον τοῦ Μορέως,
διὰ τὴν πολλὴν τὴν ἔξοδον ὅπου εἶχε εἰς τὰ φουσσᾶτα,
ὅπου ἔστελνεν εἰς τὸν Μορέαν κ’ ἐμάχετον τοὺς Φράγκους.
ὥρισε εὐθέως κ’ ἐγράψασιν τὲς συμφωνίες τῆς τρέβας
κ’ ἐποίησεν ὁρκωμοτικὸν κ’ ἐχρυσοβούλλωσέ το
Ἀπάνω εἴς αὖτο ὤμοσεν ἀτός του ὁ βασιλέας
ἐνώπιον τῶν καβαλλαρίων κι ἀπέκει τοὺς τὸ ἐδῶκεν·
ἀπῆραν τὸ ὁρκωμοτικὸν κ’ ἦλθεν εἰς τὸν Μορέαν,
τοῦ πρίγκιπος τὸ ἠφέρασιν κ’ ἐπροσκομίσανέ το·
ὀ πρίγκιπας τὸ ἐδέξετον, πολλὰ καλὸν τὸν ἐφάνη.
[§]Κι ἀφότου ἐστερεώθηκεν ἡ ἀγάπη καὶ ἡ τρέβα
ἀνάμεσον τοῦ βασιλέως καὶ τοῦ πρίγκιπα Μορέως,
ἄρξετον ὁ πρίγκιπας, ὡς φρόνιμος ὅπου ἦτον,
νὰ κυβερνᾷ τὸν τόπον του, νὰ αὐξαίνῃ τὲς δουλεῖες του·
μὲ τὸν λαὸν τοῦ βασιλέως εἰρηνικὰ ἐδιάγε·
ἐπλούτηναν οἱ ἅπαντες, Φράγκοι τε καὶ Ρωμαῖοι.
[§]Κ’ ἰδὼν ἐτοῦτο ὁ βασιλέας κι ὡς τὸ ἐπληροφορέθη,
ὅτι μὲ τὸν πρίγκιπα ἔχει καλὴν ἀγάπην,
ἠθέλησε κι ὠρέχτηκε νὰ ἀρχάσῃ γὰρ τὴν μάχην
μὲ τὸν Δεσπότην Ἄρτας τε, μὲ τὸν κὺρ Νικηφόρον.
ΦΛΩΡΕΝΤΙΟΣ ΚΑΙ ΙΣΑΒΕΛΛΑ ΠΡΙΓΚΙΠΕΣ ΜΟΡΕΩΣ
Κάτεργα ἑξῆντα ἐρρόγεψεν, τὰ ἦσαν τῶν Γενουβίσων,
κ’ ἐδιόρθωσε νὰ πλέψουσιν, νὰ ἐλθοῦσιν τῆς θαλάσσης,
ἐκ τὰ νερὰ γὰρ τοῦ Μορέως νὰ σέβουν εἰς τὸν κόρφον
ἀπέσω εἰς τὸ Ξερόμερον, ἐκεῖ πλησίον τῆς Ἄρτας
νὰ τρέχουν καὶ κουρσεύουσιν τὰ μέρη ἐκεῖνα ὅλα.
Ὡσαύτως γὰρ ἐδιόρθωσεν φουσσᾶτα ἐκ τὴν στερέαν
χιλιάδες δεκαττέσσαρες ἀπάνω εἰς τὰ ἄλογά τους,
καὶ τριάκοντα τὰ πεζικά, τόσους τοὺς ἐγνωμιάσαν.
Καὶ ἤλθασιν τῆς Ρωμανίας κι ἀπέκει ἐκ τὴν Βλαχίαν
κ’ ἐσῶσαν εἰς τὰ Γιάννινα, εἰς τὸ λαμπρὸν τὸ κάστρον·
ἐκεῖσε ἐκατουνέψασιν εἰς παρακαθισμόν του.
Τὸ κάστρον ἔνι ἀφιρόν, ἀπέσω εἰς λίμνην στέκει,
ἐνῷ ἔνι Μέγας ὁ Ὀζερὸς τὸ γύρωθεν τοῦ κάστρου.
Μὲ τὸ γιοφύρι ἐμπαίνουσιν οἱ ἐκεῖσε κατοικῶντες·
μὲ τὰ σαντάλια ἐμπάζασιν τοῦ κάστρου τὴν σωτάρχειον.
Τὸν κόσμον ὅλον οὐ ψηφᾷ τὸ κάστρον τῶν Γιαννίνων
νὰ τὸ βλάψουν μὲ πόλεμον, μόνι νὰ ἔχῃ σωτάρχειον.
[§]Ἐνταῦτα παύομαι ἐδῶ περὶ τοῦ βασιλέως
καὶ θέλω νὰ σᾶς ἀφηγηθῶ τὴν πρᾶξιν τοῦ Δεσπότου.
[§]Ὡς ἤκουσεν καὶ ἔμαθεν τῆς Ἄρτας ὁ Δεσπότης,
τὸ πῶς οἰκονομήσετον ὁ βασιλεὺς ἐκεῖνος
ὁ Παλαιολόγος σὲ λαλῶ, μὲ τὰ φουσσᾶτα ὅπου εἶχεν,
νὰ ἐλθοῦσιν καταπάνω του τῆς γῆς καὶ τῆς θαλάσσης,
κράζει τοὺς κεφαλᾶδες του κι ἀπῆρεν τὴν βουλήν του·
ἐρώτησέ τους ἀκριβῶς τοῦ νὰ τὸν συμβουλέψουν
μὲ τί τρόπον καὶ ἀφορμὴν τὸν τόπον του φυλάξει.
Ἐνταῦτα οἱ φρονιμώτεροι οὕτως τὸν συμβουλεύουν·
νὰ ποιήσουν γὰρ συμβίβασιν μὲ συμφωνίες καὶ τρόπον,
μετὰ τὸν πρίγκιπα Μορέως, μὲ τὸν Φλορᾶν ἐκεῖνον,
νὰ ἔλθῃ μέ τὰ φουσσᾶτα του διὰ νὰ τὸν συμμαχήσῃ.
ΚΑΙ ΤΟ ΔΕΣΠΟΤΑΤΟΝ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ
[§]Ἐν τούτῳ ἐδόθη ἡ συμβουλή, μαντατοφόρους στέλνει
ἄρχοντας δύο φρόνιμους τοὺς πρώτους τῆς βουλῆς του
ἐποίησε τους προστάγματα, ἐγράφως τοὺς ἐδῶκεν
τὴν δύναμίν του, κ’ ἐξουσίαν τοὺς ἔδωκεν νὰ ποιήσουν
ὅσο ἠμπορέσουν, δυνηθοῦν μὲ τὸν Φλορᾶν ἐκεῖνον,
τὸν πρίγκιπαν γὰρ τοῦ Μορέως, ποῦ εἶχεν τὴν ἀνεψίαν του
’ς ὁμόζυγον αὐτοῦ γυνήν, τῆς ἀδελφῆς του ἦτον θυγάτηρ,
ποῦ τὴν ἐλέγαν ἡ Ζαμπέα, οὕτως τὴν ὠνόμαζαν,
[§]Οἱ ἀποκρισάροι ἐξέβησαν ἐνταῦτα ἀπὸ τὴν Ἄρταν,
ἐπέρασαν εἰς τὸν Μορέαν, ἦλθαν στὴν Ἀνδραβίδα,
καὶ ηὕρηκαν τὸν πρίγκιπα ὅπου εἶχεν τὴν βουλήν του,
μετὰ τοὺς κεφαλᾶδες του διὰ ὑπόθεσες ὅπου εἶχεν.
Τὰ ἔγραφα ὅπου εἴχασιν ἐπροσκομίσανέ τα·
τοῦ πρίγκιπος τὰ ἐδώκασιν, ἐχαιρετήσανέ τον
ἐκ μέρους γὰρ τοῦ ἀφέντη τους, ἐκείνου τοῦ Δεσπότου.
Λεπτομερῶς τοῦ ἐσύντυχαν, ἐκ στόματος τὸν εἶπαν
τὸν τρόπον καὶ τὴν ἀφορμήν, διατὶ ἤλθασιν ἐκεῖσε.
[§]Λοιπόν, ν’ ἀφήσω τὰ πολλά, νὰ ἐλθοῦμε εἰς τὸ τέλος·
οὕτως ἐσυμβιβάστησαν νὰ δώσῃ ὁ Δεσπότης
τοῦ πρίγκιπος, διὰ νὰ κρατῇ διὰ ὄψιδαν καὶ μόνον,
τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν κὺρ Θωμᾶν, ἕως οὗ νὰ ποιήσῃ στρέμμα
ὁ πρίγκιπας καὶ νὰ στραφῇ στὸν τόπον τοῦ Μορέως
ΦΛΩΡΕΝΤΙΟΣ ΚΑΙ ΙΣΑΒΕΛΛΑ ΠΡΙΓΚΙΠΕΣ ΜΟΡΕΩΣ
οὕτως μὲ τὰ φουσσᾶτα του, ἄνευ τρόπου καὶ δόλου·
νὰ ἔχῃ γὰρ ὁ πρίγκιπας τὴν ρόγαν τοῦ Δεσπότου
μὲ ὅσα φουσσᾶτα δυνηθῇ ἐπάρει μετ’  ἐκεῖνον.
[§]Κι ἀφότου ἐκατορθώσασιν τὲς συμφωνίες τους ὅλες,
οἱ ἀποκρισάροι ἐστράφησαν ἐκεῖσε εἰς τὸν Δεσπότην
καὶ εἶπαν κι ἀφηγήθησαν, τὸ πῶς ἐκατορθῶσαν
νὰ ἔλθῃ ὁ πρίγκιπας Φλορᾶς μετὰ πεντακοσίους·
τοὺς πρώτους καὶ καλλιώτερους ὅλου τοῦ πριγκιπάτου.
εἰς συμμαχίαν, βοὴθειαν τοῦ θείου του τοῦ Δεσπότου.
[§]Ἐνταῦτα οἰκονομήσασιν τὸν κὺρ Θωμᾶν ἐκεῖνον
τοῦ Δεσπότου τὸν υἱὸν μετὰ τιμῆς μεγάλης,
κι ἀπόστειλάν τον στὸν Μορέαν ἐκεῖ εἰς τὴν Ἀνδραβίδα·
τοῦ πρίγκιπα τὸν ἔδωκαν νὰ ποιήσῃ ὅσον κελεύει.
Κι ὁ πρίγκιπας τὸν ἔστειλεν στὸ κάστρον Χλουμουτσίου
νὰ στὴκεται μετὰ τιμῆς ὄψιδα ἐκεῖ εἰς τὸ κάστρον,
ἕως οὗ νὰ ποιήσῃ ὁ πρίγκιπας στρέμμαν εἰς τὸν Μορέαν.
Ἠφέραν γὰρ τοῦ πρίγκιπος τὴν ρόγαν τοῦ λαοῦ του,
διὰ τριῶν μηνῶν τὴν πλήρωσιν τοὺς ἐπληρῶσαν μόνον.
[§]Τοὺς χρόνους ἐκείνους καὶ καιροὺς κ’  ἐκεῖνες τὲς ἡμέρες,
ὅπου ἄρχισεν ὁ βασιλέας, ὁ μέγας Παλαιολόγος,
τὴν μάχη ἐκείνην τὴν ζεστὴν μὲ τὸν Δεσπότην Ἄρτας,
καὶ τῆς θαλάσσης καὶ τῆς γῆς ἐβάλθη νὰ τὸν βλάψῃ.
Ἐνταῦτα πάλιν, ὡς τὸ ἤκουσεν ἐκεῖνος ὁ Δεσπότης,
ἐσκόπησεν κ’ ἐβιάστηκεν μετὰ βουλῆς μεγάλης,
μὲ πᾶσα τρόπον κι ἀφορμὴν νὰ φυλαχτῇ ἀπ’ ἐκεῖνον.
[§]Λοιπόν, ὡσὰν ἐσυμβιβάστηκεν μὲ τὸν Φλορᾶν ἐκεῖνον,
ΣΥΜΜΑΧΙΑ ΦΛΩΡΕΝΤΙΟΥ ΚΑΙ ΔΕΣΠΟΤΟΥ ΗΠΕΙΡΟΥ
τὸν πρίγκιπαν γὰρ τοῦ Μορέως, ποῦ εἶχεν τὴν ἀνεψίαν του,
οὕτως τὸ ἔποικεν ὁμοίως μὲ τὸν κόντον Ριτσάρδον,
ὅπου ἦτον ἐτότε τῆς Κεφαλωνίας ἀφέντης γὰρ καὶ κόντος,
καὶ ἔδωκέν του διὰ ὄψιδα τὴν πρώτην θυγατέρα,
νὰ τὴν κρατῇ εἰς ἀφίρωσιν κ’ ἐκεῖνος νὰ ἀπεράσῃ
ἀτός του γὰρ σωματικῶς μὲ ὅλον τὸ φουσσᾶτο,
ἐκεῖ εἰς τὸ Δεσποτᾶτον του διὰ νὰ τοῦ ἔχῃ βοηθήσει
στὴν μάχην ὅπου ἄρχασεν ὁ βασιλέας μετ’ αὖτον·
νὰ ἔχῃ καὶ τὴν ρόγαν του, αὐτὸς καὶ ὁ λαός του
εἰς τὸν καιρὸν ποῦ θέλει ἐκεῖ ποιήσει εἰς τὴν μάχην.
Κι ἀφότου ἐσυμβιβάστηκαν, ἀπέρασεν ὁ κόντος
μετὰ ἑκατὸν εἰς τὰ ἄλογα ἀνθρώπους γὰρ στρατιῶτες.
ἀνθρώπους ὅλους ἐκλεχτούς, στρατιῶτες τῶν ἀρμάτων.
[§]Εἶθ’ οὕτως γὰρ ἐπέρασεν κι ὁ πρίγκιπας Μορέως
ἀπὸ τὴν Πάτραν, σὲ λαλῶ, κ’ ἐδιέβη εἰς τὴν Ἄρταν.
[§]Κι ὡς τὸ ἔμαθεν καὶ ἤκουσεν ἐτότε ὁ Δεσπότης
ὅτι ἔρχετον ὁ πρίγκιπας, ἐξέβη εἰς ἀπαντὴν του·
στὰ Λεσιανὰ ἀπαντήθησαν, χαρὰν μεγάλη ἐποῖκαν·
«Καλῶς ἦλθες, ὁ πρίγκιπας, καλῶς ὁ ἀνεψιός μου,
ἀρτίως θεωρῶ κ’ ἐγνώρισα τῶν συγγενῶν τὸ σπλάχνος».
Κι ὅσον ἐκατεχόρτασαν φιλήματα ρωμαίϊκα,
ἐκίνησαν κ’ ἐδιάβησαν ὁλόρθα εἰς τὴν Ἄρταν·
κι ὁ κόντος τῆς Κεφαλλωνίας ἦλθε ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος.
[§]Τίς νὰ σᾶς ἔγραψεν λεπτῶς τὸ τί χαρὰν ἐποῖκεν;
τὸ ἰδεῖ τοὺς Φράγκους ποῦ ἤλθασιν ἐτότε ὁ Δεσπότης,
ἐφάνη του ὅτι ἐκέρδισεν ὅλην τὴν Ρωμανίαν.
ΦΛΩΡΕΝΤΙΟΣ ΚΑΙ ΙΣΑΒΕΛΛΑ ΠΡΙΓΚΙΠΕΣ ΜΟΡΕΩΣ
Ἀππλίκεψεν ὁ πρίγκιπας στὰ ὁσπίτια τοῦ Δεσπότου,
κ’ ἐκεῖνος γὰρ ἐσέβηκεν ἀπέσω εἰς τὸ κάστρον.
Ἐνταῦτα ἀππλικέψασιν οἱ κεφαλᾶδες πρῶτα,
τιμητικά, ὡς ἔπρεπεν τοῦ καθενὸς ἑκάστου,
κι ἀπέκει οἱ καβαλλαροὶ κ’ οἱ εὐγενικοὶ σιργέντες.
[§]Κι ἀφότου ἀναπαύτησαν ἐκείνην τὴν ἡμέραν,
ἐπὶ τῆς αὐρίου τὸ πρωΐ ἦλθεν καὶ ὁ Δεσπότης
μετὰ τοὺς κεφαλᾶδες του κι ὅλον τὸ ἀρχοντολόγι,
ὁλόρθα ἐκεῖ εἰς τὸν πρίγκιπα ὅπου ἦτο ἀππλικεμένος·
καὶ ηὗρε τον κ’ ἐκάθετον μὲ τὸν κόντον Ριτσάρδον
καὶ μὲ τὸν πρωτοστράτορα ντὲ Σαὶντ Ὀμὲρ ἐκεῖνον,
ὁμοίως μὲ τοὺς φλαμουριαρίους κ’ οἱ καβαλλάροι ὅλοι.
Κ’ ἐσυντυχαίνασιν ὁμοῦ κ’ ἐπαῖρναν τὴν βουλὴν τους,
τὴν πρᾶξιν ὅπου ἠθέλασιν ποιὴσει διὰ τὴν μάχην,
ὅπου ἦλθαν νὰ βοηθήσουσιν ἐτότε τοῦ Δεσπότου.
Κι ὡς εἶδαν ὅτι ἦλθε ἐκεῖ ἀτός του ὁ Δεσπότης,
εὐθέως τοῦ ἐπροσηκώθησαν κ’ ἐκάθισαν ἀλλήλως.
Πολλὰ τοῦ ἐφάνηκε καλὸν ἐτότε τοῦ Δεσπότου,
ὅταν ηὗρε τὸν πρίγκιπα ὁμοῦ μὲ τὴν βουλήν του.
[§]Κ’ ἐκαθεζόντησαν εἰς βουλὴν, τὸ πῶς ἠθέλαν πράξει
στὴν μάχην ὅπου ἤλθασιν νὰ τοῦ ἔχουν βοηθήσει.
Ἀφότου γὰρ ἐκάθισαν ἀλλήλως, ὡς τὸ ἀκῶτε,
ἄρξετον τοῦ νὰ λαλῇ ἀτός του ὁ Δεσπότης
καὶ λέγει πρὸς τὸν πρίγκιπα κι ἀπέκει γὰρ τοῦ κόντου,
ὁμοίως τοῦ πρωτοστράτορος ἐκείνου τοῦ Μορέως,
κι ἀπέκει τῶν φλαμουριαρίων, τῶν καβαλλαρίων
εἶθ’ οὕτως.
τὸ πῶς τοὺς εὐχαρίσετον, ὡς φίλους κι ἀδελφούς του,
στὸ σπλάχνος ὅπου ἔδειξαν κ’ εἰλικρινῆν ἀγάπην,
καὶ ἤλθασιν μὲ προθυμίαν νὰ τοῦ ἔχουσιν βοηθήσει
στὴν μάχην ὅπου ἄρχισεν κατ’ αὔτου ὁ βασιλέας.
ΣΥΜΜΑΧΙΑ ΦΛΩΡΕΝΤΙΟΥ ΚΑΙ ΔΕΣΠΟΤΟΥ ΗΠΕΙΡΟΥ
Ἐνταῦτα τοὺς παρακαλεῖ, ἀξιώνει, ὡς στρατιῶτες,
ὡς εὐγενεῖς καὶ φρόνιμους, τοῦ νὰ τὸν συμβουλέψουν,
νὰ ποιήσουν πρᾶξιν φρόνιμα, νὰ πράξουν ὡς στρατιῶτες,
νὰ ἐπάρουσιν τὸ ἔπαινος ὡς ἔχουσιν τὴν δόξαν.
«Ἐπεὶ ἂν προστάξῃ ὁ Θεὸς κ’ ἐπάρωμεν τὸ νῖκος,
μηδὲν λογίσεται κανείς, μηδὲ νὰ τὸ σκοπήσῃ,
ἐμὲν νὰ δώσουν ἔπαινος, Φράγκος γὰρ ἢ Ρωμαῖος,
διὰ τὸ ἔχω ἐγὼ τὴν ἀφορμήν, τοῦ βασιλέως τὴν μάχην·
ἀλλὰ ἡ τιμὴ καὶ τὸ ἔπαινος ἐσᾶς τὸ θέλουν δώσει,
διατὸ ἐγνωρίζουν ἅπαντες, ’ς ὅλην τὴν Ρωμανίαν,
οὐδὲν εἶναι καλλιώτεροι εἰς ἅπασα στρατείαν
παρὰ τοὺς Φράγκους τοῦ Μορέως, ὅπου τὸ ἐξεύρει ὁ κόσμος,
ἐπεὶ ἔχετε τὴν φρόνεσιν καὶ τὴν στρατείαν εἰς ἄκρον».
[§]Ἀφότου γὰρ ἐπλήρωσεν, τὸ εἶπεν ὁ Δεσπότης,
ἄρξετον ὁ πρίγκιπας νὰ τοῦ ἀποκρένεται οὕτως·
«Κύρης μου καὶ Δεσπότη μου καὶ ἠγαπημένε θεῖε,
εὐχαριστῶ τὰ λόγια σου τὸ ἔπαινος, τὸ εἶπες
διὰ ἐτούτους τοὺς εὐγενικοὺς στρατιῶτες, ὅπου εἶναι
ἀρτίως μετὰ μὲ σήμερον ἐδῶ εἰς τὴν συντροφίαν μου.
Τοῦτο πληροφορέσου το καὶ κράτει το ’ς ἀλήθειαν,
ὅτι διὰ τὴν ἀγάπην σου κ’ εἰς τὴν ἀνάκραξίν σου
ἦλθαν ἐτοῦτοι μετ’ ἐμὲ ἐδῶ διὰ τὴν τιμήν τους.
Καὶ μὴ λογίσῃς τίποτε ὅτι διὰ χρείαν τῆς ρόγας,
ὅπου τοὺς ἀπόστειλες ἐκεῖσε εἰς τὸν Μορέαν,
ὡς ρογατόροι ἤλθασιν νὰ σὲ ἔχουσιν δουλέψει·
ἐπεὶ ἡ ρόγα ποῦ ἔλαβαν οὐδὲν τοὺς σώζει μόνη
τοῦ νὰ πληρώσουν τ’ ἄρματα καὶ τ’ ἄλογα ποῦ ἀγοράσαν
διὰ νὰ ἔλθουσιν τιμητικὰ ἐδῶ στὴν χρείαν ὅπου ἔχεις.
Ἐπεὶ ἐγὼ λέγω διὰ ἐμέν, καὶ κράτει το εἰς ἀλήθειαν,
ΦΛΩΡΕΝΤΙΟΣ ΚΑΙ ΙΣΑΒΕΛΛΑ ΠΡΙΓΚΙΠΕΣ ΜΟΡΕΩΣ
ὅτι διὰ τὴν ἀγάπην σου καὶ συγγενότητά μας
διατὸ εἴμεθεν καὶ γείτονες κι ἁρμόζει νὰ βοηθοῦμεν
ὁ εἷς τὸν ἄλλον γείτονα ὅτι τοῦ κάμνει χρεία·
καὶ πάλε διὰ τὸ σύνηθες ὅπου ἔχουσιν οἱ Φράγκοι
καὶ τρέχουν πάντα εἰς τὰ ἄρματα ἔνθα ἀκούσουν ὅτι ἔνι
ἢ χρεία ἢ μάχη ἢ πόλεμοι, διατὸ εἶναι γὰρ στρατιῶτες,
νὰ δείχνωνται, νὰ φαίνωνται ὅτι στρατιῶτες εἶναι.
Καὶ κάλλιον ἔχουν τὴν τιμήν, τὸ ἔπαινος τοῦ κὸσμου
περὶ τὰ κούρση, ἢ χρὴματα, ἢ ρὸγα νὰ τοὺς δίδουν-
κ’  εἰς τοῦτον γὰρ τὸν λογισμὸν ἤλθαμε ἐδῶ εἰς ἐσέναν.
[§]Καὶ κράτει το, καλέ μου, θεῖε, ἀλήθειαν σὲ τὸ λέγω·
ὅτι ἂν εἶχαν τὴν δύναμιν οἱ πλειότεροι ἀπὸ ἐτούτους,
ὅπου θεωρεῖς ὅτι εἶναι ἐδῶ, εὐγενικοὶ στρατιῶτες,
ἀπὸ ἐδικοῦ τους νὰ ἔποικαν τὴν ἔξοδόν τους ὅλην,
κι οὐ μὴ νὰ ἐπῆραν ἀπὸ σοῦ ἕναν μικρὸν βελόνι·
ἀλλὰ ἤλθασιν ὡς φίλοι σου κι ὡς εὐγενεῖς στρατιῶται,
νὰ σὲ δουλέψουν εἰς τὴν χρείαν ὅπου θεωροῦν ὅτι ἔχεις.
Ἐν τούτῳ σὲ ὑποσχιόμεθεν αὐτοὶ κ’ ἐγὼ μετ’ αὔτους·
οὐ μὴ μισσέψωμε ἀπ’ ἐδῶ, ἀπὸ τὸ δεσποτᾶτο,
ἕως οὗ νὰ πολεμήσωμεν μὲ τὰ φουσσᾶτα ὅπου ἦλθαν
καὶ στήκονται εἰς τὸν τόπον σου, αὐτοὶ τοῦ βασιλέως·
ἢ νὰ γευτοῦμεν θάνατον, ἢ ν’ ἀποθάνουν ἐκεῖνοι».
[§]Ἐνταῦτα ἀποκρίσετον τοῦ πρίγκιπα, ὁ δεσπότης
εὐχαριστῶντα τον πολλὰ ἐκεῖνος κ’ οἱ ἄρχοντές του
εἰς ὅσον γὰρ ἐλάλησεν, ὡς εὐγενὴς ὅπου ἦτον·
Ἐνταῦτα ἀπήρασιν βουλὴν τὸ πῶς ἠθέλαν πράξει·
τὰ λόγια ἤσασιν πολλά, τὰ εἶπαν κ’ ἐλαλῆσαν
τὸ γὰρ τὸ τέλος εἴπασιν νὰ ὀρθώσουν τὰ φουσσᾶτα,
αὔριον πρωΐ ἀπο ταχέα νὰ ἐξέβουν ἐκ τὴν Ἄρταν
p.361ΠΟΛΕΜΙΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΕΙΣ ΗΠΕΙΡΟΝ
ὁλόρθα εἰς τὰ Γιάννινα νὰ ἀπέλθουσιν ἐκεῖσε·
Ἐπεὶ ἐκεῖ ἐμάθασιν ὅτι ἦσαν τὰ φουσσᾶτα·Codex:H
8980κι ἂν ἀναμείνουν οἱ Ρωμαῖοι, αὐτοὶ τοῦ βασιλέως,
νὰ πολεμήσουν μετ’ αὐτούς, καὶ ὡς τὸ δώσῃ ὁ Θέος.
[fr§628]Ὥρισε ὁ πρωτοστράτορας ἐκεῖνος τοῦ Μορέως·
(7640)εὐθέως ἐδιαλαλήσασιν ἐκ μέρους τοῦ Δεσπότου,
τοῦ πρίγκιπος γὰρ ἀπ’ αὐτοῦ, τοῦ πρωτοστράτορὸς του,
8985νὰ εἶναι τὰ ἀλλάγια ἕτοιμα Φράγκοι τε καὶ Ρωμαῖοι,
νὰ ἀκολουθοῦν τὰ φλάμουρα ντὲ Σαὶντ Ὀμὲρ ἐκείνου,
τοῦ πρωτοστράτορος Μορέως, ἔνθα κι ἂν ὑπαγαίνῃ.
Ἐν τούτῳ αὔριον τὸ πρωὶ ἐκίνησαν κ’ ὑπαγαίνουν
ὁλόρθα εἰς τὰ Γιάννινα τὰ ἀλλάγια τοῦ φουσσάτου.
8990 [fr§629]Ὁ Μέγας γὰρ Δεμέστικος ποῦ ἦτον τοῦ βασιλέως
ἀπάνω εἰς τὰ φουσσᾶτα του ἡ κεφαλὴ ἡ μεγάλη,
ἤλθασιν καὶ εἶπαν του κ’ ἐπληροφορησάν τον,
τὸ πῶς ἤλθεν ὁ πρίγκιπας ἐκεῖνος τοῦ Μορέως
κι ὁ κόντος τῆς Κεφαλλωνίας μὲ ὅλα τους τὰ φουσσᾶτα·
8995στὴν Ἄρταν ἀπεσώσασιν στὴν ρόγαν τοῦ Δεσπότου
κ’ ἔρχονται ὁλόρθα εἰς αὐτὸν διὰ νὰ τὸν πολεμήσουν.
Κράζει τοὺς κεφαλᾶδες του τοὺς πρώτους τῆς βουλῆς του·
βουλὴν ἀπήρασιν ὁμοῦ τὸ πῶς θέλουσιν πράξει.
Τὰ λόγια ἤσασιν πολλά, τὰ εἴπασιν ἀλλήλως·
9000στὸ τέλος γὰρ ἀφίρωσαν, εἴπασιν κ’ ἐστερεῶσαν,
ὅτι ἐὰν ἐμισσέψασιν ἀπὸ τὸ κάστρο ἐκεῖνο
ὅπου τὸ ἀπαρακάθονταν, διὰ λόγια καὶ μαντᾶτα,
(7660)μεγάλην τους κατηγορίαν ἠθέλαν γὰρ ποιὴσει·
ἀλλὰ νὰ στήκουσιν ἐκεῖ νὰ μάθουσιν ἀλήθειαν.
[§]Μετὰ ταῦτα τοὺς ἤφεραν ἀληθινὰ μαντᾶτα,
p.362ΦΛΩΡΕΝΤΙΟΣ ΚΑΙ ΙΣΑΒΕΛΛΑ ΠΡΙΓΚΙΠΕΣ ΜΟΡΕΩΣ
τὸ πῶς οἱ Φράγκοι ἐσώσασιν ἐκεῖσε εἰς τὴν Ἄρταν,
κ’ ἐκίνησαν καὶ ἔρχονται στὰ Γιάννινα ὁλόρθα.
Τὸ ἀκούσει το ὁ Δεμέστικος κι ὅλα του τὰ φουσσᾶτα,
τὸ πῶς οἱ Φράγκοι ἔσωσαν καὶ ἔνι εἰς τὴν Ἄρταν,
οὐδὲν ἀνάμειναν ποσῶς βουλὴν νὰ ἔχουν ἐπάρει·
κ’ εἶπαν οἱ φρονιμώτεροι, οἱ πρῶτοι τοῦ φουσσάτου,
ὅτι ἀτός του ὁ βασιλέας, ἂν ἦτο ἐκεῖ μετ’ αὔτους,
οὐδὲν ἐτόλμα νὰ σταθῇ, τοὺς Φράγκους νὰ ἀπαντήσῃ,
καὶ ἦτον τιμιώτερον πρότερα νὰ μισσέψουν,
παρὰ νὰ τοὺς εὕρουσιν ἐκεῖ, νὰ τοὺς ἔχουσιν φονέψει.
Ὅμως τὸ ἀκούσει ὅτι ἤλθασιν οἱ Φράγκοι εἰς τὴν Ἄρταν,
οὐδὲν ἀνάμειναν ποσῶς βουλὴν καμμίαν ἐπάρει·
εὐθέως ἐξετεντώσασιν κ’ ἐρρίξαν τὲς κατοῦνες·
ἀφνίδιως, ὡς εὑρέθησαν, ἐκίνησαν κ’ ὑπάγουν,
οὔτε φλάμουρα ἐσήκωσαν, οὔτε ἀλλάγια ἐποῖκαν,
ἀλλ’ ὡσὰν νὰ τοὺς ἐδιώχνασιν μὲ τὰ κοντάρια οἱ Φράγκοι,
οὕτως καὶ ἀσχημότερα ἐβάλθησαν κ’ ἐφεῦγαν
τὴν στράταν ὅπου ἤλθασιν ἀπέκει ἐκ τὴν Βλαχίαν.
[§]Τὸ ἰδεῖ τους ἐκ τὰ Γιάννινα ἐκεῖνοι ἀπὸ τὸ κάστρο,
ἐγνώρισαν κι ἀπείκασαν φεύγουσιν οἱ Ρωμαῖοι.
Μαντατοφόρους ἔστειλαν εὐθέως εἰς τὸν Δεσπότην·
«Νὰ μάθῃς ἀφέντη, Δέσποτα, ἐφύγαν οἱ Ρωμαῖοι».
Ὡς τὸ ἤκουσεν καὶ ἔμαθεν ἐτότε ὁ Δεσπότης
ὅτι ἐμισσέψαν οἱ Ρωμαῖοι ’κ τὸ κάστρον τῶν Γιαννίνων,
περίχαρος ἐγίνετου, δρομαίως ἀπῆλθε ἀτός του
ἐκεῖ ὅπου ἦτον ὁ πρίγκιπας, λέγει του τὰ μαντᾶτα.
Τὸ ἀκούσει το ὁ πρίγκιπας, λέγει του· «Τί ἀναμένεις; »
κράζει τὸν πρωτοστράτοραν ντὲ Σαὶντ Ὀμὲρ ἐκεῖνον,
ὥρισε. «Νὰ λαλήσουσιν ὅλα μας τὰ σαλπίγγια
τὰ ἀλλάγια ἂς χωρίσουσιν, σπουδαίως τὰ ὑπαγαίνουν
ΠΟΛΕΜΙΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΕΙΣ ΗΠΕΙΡΟΝ
ὁλόρθα εἰς τὰ Γιάννινα νὰ σώσωμεν τοὺς Ρωμαίους,
μὴ προῦ μακρύνουν ἀπὸ ἐμᾶς καὶ κολαστοῦμεν πλέον».
Ἐκίνησαν, ὑπαγαίνουσιν, ἐσῶσαν τὴν ἑσπέραν
ἐκεῖσε εἰς τὰ Γιάννινα ὅπου ἦσαν οἱ κατοῦνες
ἐκεινῶν ὅπου ἐμίσσεψαν, τοῦ βασιλέως φουσσᾶτα.
Ὁ πρωτοστράτορας Μορέως ὥρισεν κ’ ἠμοιράσαν·
εἰς τὲς κατοῦνες τῶν Ρωμαίων ἀππλίκεψαν οἱ Φράγκοι
Στὴν τένταν γὰρ τοῦ πρίγκιπος ἀπῆλθεν ὁ Δεσπότης
ὡσαύτως οἱ φλαμουριαροί, οἱ πρῶτοι τοῦ φουσσάτου
βουλὴν ἀπήρασιν ὁμοῦ τὸ πῶς θέλουσιν διάξει.
Εἰς τέλος γὰρ ἰσιάστησαν νὰ ἀπέλθουν ἀπὸ ὀπίσω
ἐκείνων ὅπου ἐφεύγασιν, πολλάκις μὴ τοὺς σώσουν
καὶ πολεμήσουν μετ’ αὐτοὺς κ’ ἐπάρουσιν τὸ νῖκος.
Εἴτε κι οὐδὲν τοὺς σώσουσιν, θέλουσιν τοὺς κουρσεύει
τοὺς τόπους γὰρ τοῦ βασιλέως ἐκεῖ εἰς τὴν Ρωμανίαν.
[§]Ἐπὶ τῆς αὐρίου γὰρ τὸ πρωὶ ἐκίνησαν κ’ ὑπάγουν
τῶν ἀντιδίκων τὴν ὁδὸν ὁλόρθα ὁδηγεύγουν.
Ὁ πρίγκιπας ἐλάλησεν καὶ ἦλθεν ὁ Δεσπότης
καὶ λέγει οὕτως πρὸς αὐτόν· νὰ ὀρθώσῃ ἐκ τὸν λαόν του
τινὲς μὲ ἄλογα ἐλαφρὰ νὰ σώσουν τοὺς Ρωμαίους,
νὰ εἰποῦσιν τοῦ Δεμέστικου, τὸν πρῶτον τοῦ φουσσάτου
εἰς μέρους γὰρ τοῦ πρίγκιπος ὁμοίως κ’ ἐκ τὸν Δεσπότην,
τὸ πῶς τοὺς ἀνακράζουσιν τοῦ νὰ τοὺς άναμείνουν,
τοῦ νὰ παραδιαβάσουσιν ἀλλήλως εἰς τὸν κάμπον·
ἐπεὶ οὐκ ἦτον χρήσιμον εἰς τέτοιον στρατιώτην
νὰ ἔλθῃ γυρεύοντα στρατείας, τρόπον νὰ πολεμήσῃ,
κι ἀφότου ηὗρεν τὸν πόλεμον ἕτοιμον, νὰ μισσέψῃ.
Ἐκεῖνοι ὅπου ὡρίστησαν νὰ ἀπέλθουν στοὺς Ρωμαίους,
γοργὸν πολλὰ ἐσπουδάξασιν, σύντομα τοὺς ἐφτάσαν
ΦΛΩΡΕΝΤΙΟΣ ΚΑΙ ΙΣΑΒΕΛΛΑ ΠΡΙΓΚΙΠΕΣ ΜΟΡΕΩΣ
ἐκεῖσε ὅπου ὑπαγαίνασιν, ἐκ τῆς Βλαχίας τὰ μέρη.
Ἀπὸ μακρόθεν τοὺς λαλοῦν, μαντατοφόροι εἶναι,
καὶ νά τοὺς δέξωνται νὰ εἰποῦν, τὰ εἶναι ὡρισμένοι.
Ὥρισεν ὁ Δεμέστικος κι ἀφροντισίαν τοὺς κάμνουν,
καὶ ἦλθαν κ’ ἐπλησιάσαν τον καὶ λέγουν πρὸς ἐκεῖνον·
«Κύρης μου, ὁ πρίγκιπας Μορέως εἶθ’ οὕτως κι ὁ Δεσπότης
τὴν εὐγένειάν σου χαιρετοῦν, ὡς φίλον κι ἀδελφόν τους.
Ἐσὺ ἦλθες ἐκ τὸν βασιλέα μὲ τὰ φουσσᾶτα ὅπου ἔχεις
γυρεύοντα νὰ μαχηστῇς, μετὰ ἄλλους νὰ μαδήσῃς·
κι ἀφῶν ηὗρες τὸ ἤθελες, κ’ ἐκεῖνο ποῦ γρεύεις,
παρακαλοῦν σε, ἀνάμεινε εἰς τόπον ἐπιδέξιον,
νὰ ἔλθουν μὲ τὰ φουσσᾶτα τους, νὰ ἔχετε πολεμήσει.
Κι ὡς φρόνιμος κ’ εὐγενικὸς ποίησον τὴν τιμήν σου,
μὴ σὲ ἀναγκάσουσιν τινὲς κι ἀφήκῃς τὴν τιμὴν σου
καὶ πέσῃς εἰς κατηγορίαν κι ὁ βασιλέας χολιάσῃ».
Ἐκεῖνος ἀποκρίθηκεν καὶ λέγει πρὸς ἐκείνους·
«Ἐγὼ τὸν πρίγκιπα Μορέως, ὁμοίως καὶ τὸν Δεσπότην,
ὡς ἀδελφοὺς καὶ φίλους μου, πολλὰ τοὺς χαιρετίζω·
κ’ εἰπέτε των πληροφορίαν ἐκ μέρους ἐδικοῦ μου·
ὅτι, ἐὰν ἦτον ὁ λαὸς τοῦ βασιλέως, ὅπου ἔχω,
εἰς ἐδικόν μου θέλημα, νὰ ἔποικα τὸ κελεύουν.
Ἀλλὰ ἐδῶ εὑρίσκονται Τοῦρκοι γὰρ καὶ Κουμᾶνοι,
ὅπου ἔχουν κεφαλᾶδες τους κ’ ἐμέναν οὐ φροντίζουν».
[§]Τό ἀκούσει τὴν ἀπόκρισιν, ἐστράφησαν ὁπίσω·
στρεφόμενοι γὰρ ηὕρασιν πλεῖστους τινὲς ἀνθρώπους,
ὅπου εἶχαν ἄλογα ἔρημα, τὰ ἦσαν ἀποσταθόντα,
κι ἀλλῶν πολλῶν τὰ ἄρματα ὁμοίως καὶ τὲς κατοῦνες,
τὰ ἐρρίχταν τότε φεύγοντα ἐκεῖνα τὰ φουσσᾶτα.
Κι ἀπήρασιν τὰ ἠμπόρεσαν κ’ ἦλθαν εἰς τὸ φουσσᾶτο,
καὶ εἶπαν τὴν ἀπόκρισιν τοῦ μεγάλου Δεμεστίκου.
Κι ὡς τὸ ἤκουσεν ὁ πρίγκιπας εἶθ’ οὕτως κι ὁ Δεσπότης,
ΠΟΛΕΜΙΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΕΙΣ ΗΠΕΙΡΟΝ
ὅτι ὑπαγαίνουν φεύγοντα τὸ πλεῖον ὅπου ἠμποροῦσιν,
ὡρίσαν τὰ φουσσᾶτα τους κ’ ἐβάλθησαν στὸ κοῦρσος,
ἐξήλειφαν κ’ ἐρήμωναν τοῦ βασιλέως τοὺς τόπους,
πολὺν κοῦρσον ἐκέρδισαν, πολλοὺς ἀνθρώπους ἐπιάσαν.
Ὁ τρόπος ἦτον ἄφοβος, οἱ ἄνθρωποι ἀποθαρροῦσαν
διὰ τὰ φουσσᾶτα ὅπου ἔστηκαν στὸ κάστρον τῶν Γιαννίνων·
ἀφνίδια τοὺς ὑπόπεσαν, ζημίαν μεγάλην ἐποῖκαν.
[§]Ἐκείνη γὰρ ἡ ὑποδρομή, τὸ κοῦρσο ποῦ σᾶς λέγω,
οὐδὲν ἐδιήρκησεν πολλά, ἄνευ κ’ ἡμέρες δύο,
ἐπεὶ μαντᾶτα ἠφέρασιν ἐτότε τοῦ Δεσπότου,
τὸ πῶς ἐκαταλάβασιν εἰς τὸν κορφὸν τῆς Ἄρτας,
κάτεργα ἑξῆντα ἤλθασιν κ’ εἶναι τῶν Γενουβίσων·
ἐπέζεψαν στὴν Πρέβεσαν, κουρσεύγουν τὰ χωρία,
ὡρμήσασιν νὰ ἔρχωνται ὁλόρθα εἰς τὴν Ἄρταν.
[§]Τὸ ἀκούσει γὰρ καὶ μάθει το ἐτότε ὁ Δεσπότης,
μεγάλως τὸ ἐφοβήθηκεν, εἰς σφόδρα τὸ ἐλυπήθη,
διατὸ ἐλογίσετον εὐθέως ὅτι τὰ κάτεργα εἶναι,
τὰ ἐρρόγεψεν ὁ βασιλέας, ἐκεῖνα τῶν Γενουβίσων,
νὰ ἐλθοῦσιν καταπάνω του, νὰ τὸν ἔχουν ζημιώσει,
Ἐνταῦτα ἐρώτησεν εὐθέως. «Ὁ πρίγκιπας ποῦ ἔνι;»
ἐμίσσεψε ἐκ τὸ ἀλλάγι του κ’ ἐδιάβη πρὸς ἐκεῖνον,
εἶπεν καὶ ἀφηγήθη του ἐκεῖνα τὰ μαντᾶτα,
τὸ πῶς ἦλθαν τὰ κάτεργα, ἐκεῖνα τῶν Γενουβίσων
ἐπέζεψαν στὴν Πρέβεζαν, κουρσεύουν τὰ χωρία
ὡρμήσασιν κ’ ἐρχόντησαν ὁλόρθα εἰς τὴν Ἄρταν,
«κ’ ἔχω φόβον ἀμέτρητον μὴ πιάσουσιν τὴν χώραν».
Ἐν τούτῳ τοῦ ἀποκρίθηκεν ὁ πρίγκιπας καὶ εἶπεν.
[§]«Γίνωσκε, θεῖε, Δεσπότη μου, μὲ ἀλήθειαν σὲ τὸ λὲγω
ΦΛΩΡΕΝΤΙΟΣ ΚΑΙ ΙΣΑΒΕΛΛΑ ΠΡΙΓΚΙΠΕΣ ΜΟΡΕΩΣ
ἐγὼ διὰ τοῦτο ἦλθα ἐδῶ κι ἄφηκα τὸν Μορέαν,
διὰ νὰ εἶμαι εἰς τὴν βοήθειαν σου στὴν μάχην ὅπου ἔχεις.
Λοιπόν, ἕως ὅτου εὑρίσκομαι ἐδῶ εἰς τὸ Δεσποτᾶτο,
ὅριζε, τί με χρειάζεσαι κ’ ἐγὼ νὰ τὸ πληρώνω».
[§]Ἐνταῦτα τὸν εὐχαριστᾷ μεγάλως ὁ Δεσπότης·
εὐθέως ὁρίζει ὁ πρίγκιπας τὸν πρωτοστράτορά του
καὶ τὸ σαλπίγγι ἐλάλησεν νὰ ποιήσουν στρέμμα ὀπίσω.
Τὸ ἀκούσει το, τὰ ἀλλάγια τους ὀπίσω στρέμμα ἐποῖκαν,
ἐκεῖ ὅπου ἐκατουνέψασιν ἀλλάγια τρία ἐχωρίσαν,
χιλίους ἀπάνω εἰς τὰ ἄλογα κι ὡρίσαν τους νὰ ἀπέλθουν
σπουδαχτικὰ νὰ σώσουσιν στῆς Ἄρτας τὴν βοήθειαν·
«μὴ προῦ ἀποσώσουσιν ἐκεῖ ὁ στόλος τῶν κατέργων,
ἐπεὶ κ’ ἡμεῖς ἐρχόμεθεν ὁλόρθα ἀποπίσω».
[§]Ἐνταῦτα ἐκινήσασιν καὶ πάντα ὑπαγαίνουν.
Ὁ δὲ λαὸς τοῦ βασιλέως, ὅπου ἦσαν εἰς τὰ ξύλα
ἐκεῖσε εἰς τὰ κάτεργα μετὰ τοὺς Γενουβίσους,
καὶ εἰς τὴν γῆν ἐξέβησαν, ἐπιάσασιν ἀνθρώπους,
κ’ ἐρώτησαν νὰ τοὺς εἰποῦν τὸ ποῦ ἔνι ὁ Δεσπότης,
κι ἂν ἔχῃ δύναμιν καμμίαν, ξένον λαὸν μετ’ αὖτον.
Κ’ ἐκεῖνοι γὰρ τοὺς εἴπασιν κ’ ἐπληροφόρησάν τους,
τὸ πῶς ἦλθεν ὁ πρίγκιπας, ἐκεῖνος τοῦ Μορέως,
κι ὁ κόντος τῆς Κεφαλλωνίας μὲ ὅλα τους τὰ φουσσᾶτα.
Κι εὐθέως τὸ σώσει ἐκεῖνοι ἐδῶ κι ἀκοῦσαν τὰ μαντᾶτα,
ὅτι ὁ Μέγας Δεμέστικος μὲ τὰ φουσσᾶτα ὅπου εἶχεν
ἦλθε κ’ ἐπαρακάθετον τὸ κάστρον τῶν Γιαννίνων,
ὥρμησαν κ’ ὑπαγαίνασιν ὁλόρθα ἐκεῖ εἰς αὔτους.
Κ’ ἐκεῖνος γὰρ τὸ μάθει το, ἐμίσσεψεν κ’ ἐφύγεν,
κ’ ἐκεῖνοι ὑπάγουν διώχνοντα διὰ νὰ τοὺς ἔχουν σώσει·
κι ἀρτίως μᾶς εἴπασιν τινές, ὅλους ἐκατεκόψαν,
καὶ στρέφονται χαιράμενοι, τώρα καταλαμβάνουν».
[§]Τὸ ἀκούσει το οἱ ἄρχοντες ἐκεῖνοι τῶν κατέργων,
τὰ τριπουτσέτα ὅπου εἴχασιν ἐβγάλει καὶ τὲς σκάλες,
νὰ ὑπάουν νὰ πολεμήσουσιν τῆς Ἄρτας γὰρ τὸ κάστρον,
σπουδαίως πάλε τὰ ἐστρέψασιν ἀπέσω εἰς τὲς ταρίτες.
ΠΟΛΕΜΙΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΕΙΣ ΗΠΕΙΡΟΝ
[§]Ἐνταῦτα τοὺς ἠφέρασιν κ’ ἐτοῦτα τὰ μαντᾶτα·
ὅτι ἐκαταλάβασιν τὰ φράγκικα φουσσᾶτα.
Ἀπόστειλαν διὰ τὸν λαὸν ὅπου εἶχαν εἰς τὸ κοῦρσο
ἐνῷ εἶχαν δράμει τὰ χωρία καὶ κάψει καὶ τοὺς τόπους,
τὰ μέρη τῆς Βαγενετίας, τὰ ἦσαν πρὸς τῆς θαλάσσης
ὅλα τὰ ἐκουρσέψασιν καὶ αἰχμαλωτίσανέ τα.
Ἐνταῦτα γὰρ ἐσώσασιν κ’ ἐκεῖνοι τοῦ Δεσπότου,
χίλιοι ἀπάνω εἰς τὰ ἄλογα, ὅπου τοὺς ἀποστεῖλαν,
κι ὅσους ἀπόφτασαν στὴν γῆν, Ρωμαίους καὶ Γενουβίσους,
ὅλους τοὺς ἐκατέκοψαν, κι ἄλλους τινὲς ἐπιάσαν.
Ἐνταῦτα ἀπήρασι βουλὴν ἐκεῖνοι τῶν κατέργων,
τὸ πῶς νὰ ποιήσουν τίποτε νὰ βλάψουν τὸν Δεσπότην·
κ’ εἶπαν οἱ φρονιμώτεροι ὅπου ἦσαν παιδεμένοι·
«Ἐσεῖς ἐξεύρετε, καλά, πρέπει νὰ τὸ ἐνθυμᾶστε
τοῦ βασιλἐως τὸν ὁρισμόν, τὸ πῶς ἐκατορθῶσε
νὰ ἔλθῃ ὁ Μέγας Δεμέστικος μὲ τὰ φουσσᾶτα ὅπου εἶχεν,
στὸ Δεσποτᾶτο νὰ σεβῇ ἐκεῖνος ’κ τὴν στερέαν,
κ’ ἡμεῖς ἀπὸ τὸ πέλαγος νὰ ἐλθοῦμεν τῆς θαλάσσης,
μᾶς βοηθοῦν, κ’ ἡμεῖς αὐτῶν, ὡς μᾶς βολήσῃ ὁ τόπος.
Λοιπὸν ἀφότου ἔφυγεν δίχα νὰ πολεμήσῃ
κι ἀπῆρεν τὰ φουσσᾶτα του ὅπου εἴχαμεν τὸ θάρρος-
κ’ ἐβλέπετε ὅτι ὁ πρίγκιπας κι ὁ κόντος μετ’ ἐκεῖνον
ἦλθαν μὲ τὰ φουσσᾶτα τους κ’ εἶναι μὲ τὸν δεσπότην
πῶς ἠμποροῦμε ἡμεῖς πεζοὶ νὰ βλάψωμεν τὸν τόπον;
ἴδετε πῶς ἐχάσαμεν τὰ πεζικὰ ὅπου ηὗραν
τοῦ δεσπότου ὁ λαός, ὅπου ἦσαν καβαλλάροι
Ὅμως ἂς ἀναμείνωμεν ἕως οὗ νὰ ἐλθῇ ὁ δεσπότης,
νὰ ἰδοῦμεν καὶ τὸν πρίγκιπα, τὸ τί φουσσᾶτα ἔχει,
νὰ ἐπάρωμεν πληροφορίαν στὸν ἅγιον βασιλέαν».
[§]Λέγοντα ἐτούτην τὴν βουλὴν ἔσωσεν κι ὁ Δεσπότης,
εἶθ’ οὕτως γὰρ καὶ ὁ πρίγκιπας μὲ τὰ φουσσᾶτα ὅπου εἶχαν.
Κι ὡς τὸ ἤκουσαν καὶ ἔμαθαν ὅτι εἰς τὸ κάστρον Ἄρτας
οὐδὲν ἐδιάβησαν ποσῶς ἐκεῖνοι οἱ Γενουβίσοι,
πολλὰ τὸ ἐδέξετον καλὸν ἀτὸς του ὁ Δεσπότης
κι οὐδὲν ἐψήφησεν ποσῶς τὰ κούρση τῶν χωρίων,
τὸ μάθει ὅτι τὰ κάτεργα στὴκουν εἰς τὸν λιμιῶνα.
Ἀκούσων ταῦτα ὁ πρίγκιπας λέγει πρὸς τὸν δεσπότην.
«Ἀφῶν στὴκουν τὰ κάτεργα ἀκόμη εἰς τὸν λιμιῶναν,
μηδὲν πεζέψωμε ἀλλαχοῦ εἰ μὴ ἐκεῖ ἂς ὑπᾶμε
ΠΟΛΕΜΙΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΕΙΣ ΗΠΕΙΡΟΝ
μὲ τὰ φουσσᾶτα μας ὁμοῦ, πεζοὶ καὶ καβαλλάροι·
ἐκεῖσε ἂς τεντώσωμεν ἐνάντιον τῶν κατέργων,
τὸν τόπον νὰ φυλάξωμεν μὴ πιάσῃ καὶ πεζέψουν
καὶ ποιήσουν τίποτε ζημίαν κ’ ἔνι κατηγορία μας».
Ὡς τὸ ὥρισεν ὁ πρίγκιπας οὕτως καὶ ἐγενέτον·
ἐδῶκαν τὰ σαλπίγγια τους, ἐκίνησεν τὸ φουσσᾶτο,
ὁλόρθα ἐκεῖ ἀπήλθασιν ὅπου ἦτον ὁ λιμιῶνας,
ὅπου ἔστεκαν τὰ κάτεργα, ἐκεῖνα τῶν Γενουβίσων.
Ἐκεῖσε ἐτεντώσασιν κ’ ἐπιάσαν τὲς κατοῦνες·
[§]ἰδὼν τοῦτο τὰ κάτεργα ἐσέβησαν παρέσω
κ’ ἐσύρασιν τὰ σίδερα κ’ ἐστῆκαν εἰς τὸ βάθος.
Τοῦ πρίγκιπος ἐζήτησεν βουλὴν γὰρ ὁ δεσπότης
τὸ τί του φαίνει νὰ γενῇ καὶ πῶς νὰ ἔχουσιν πράξει.
Κι ὁ πρίγκιπας, ὡς φρόνιμος, λέγει πρὸς τὸν δεσπότην·
«Μὲ φαίνεται, καλέ μου θεῖε, νὰ στήκωμεν ἐνταῦτα,
ἐδῶ ὅπου ἀππλικέψαμεν, μὴ πιάσουν καὶ πεζέψουν,
μήτε νερὸν νὰ ἐπάρουσιν, μήτε ζημίαν ποιήσουν.
Καὶ στεῖλε εἰς τὰ ἐξώμερα φουσσᾶτα νὰ φυλάξουν
τὸν τόπο ἐκεῖνον γὰρ ὁμοίως, μὴ ποιήσουν ζημίαν».
Ὡς τὸ ὥρισεν ὁ πρίγκιπας, τὸ ἔποικεν ὁ δεσπότης.
[§]Ἰδὼν ἐτοῦτο οἱ Ρωμαῖοι ὁμοίως κ’ οἱ Γενουβίσοι,
ὅπου ἦσαν εἰς τὰ κάτεργα τοῦ βασιλέως ἐκεῖνα,
μεγάλως ἐθαυμάστησαν τὸ ποῦ ηὗρεν ὁ Δεσπότης
τόσον λαὸν καὶ ἔμορφον καὶ τὰ φουσσᾶτα ὅπου εἶχεν.
καὶ πάλιν ἐπαινέσασιν τὸν πρίγκιπα εἰς σφόδρα,
καὶ εἶπαν ὅτι ἡ στρατεία κ’ ἡ τάξις τοῦ φουσσάτου,
ἐκεῖνος γὰρ τὰ ἐδιόρθωνε ὅπου ἦτον παιδεμένος
ἐκ τῶν Φραγκῶν τὴν παίδεψιν, τῆς Δύσεως τὴν στρατείαν.
[fr§647]Ἐνταῦτα ἀπήρασιν βουλὴν ἐκεῖνοι τῶν κατέργων,
ὅτι ἀπάρτε οὐκ ἠμποροῦν ἐκεῖ ζημίαν ποιήσουν
ὅπου στήκει ὁ πρίγκιπας ὁμοῦ μὲ τὸν δεσπότην.
«Ἀλλὰ ἂς γυρίσωμε ἀπ’ ἐδῶ κ’ ὑπᾶμε εἰς ἄλλον μέρος.
ἐκεῖσε εἰς τὰ Ξηρόμερα ὅπου ἔνι ἀφοβία·
εἰ ἂν λάχῃ νὰ κερδίσωμεν καὶ ποιήσει καὶ ζημίαν,
διατὸ ἤθελε εἶσται ἄσχημον νὰ ἐστράφημαν στὴν Πόλιν·
ἄνευ νὰ ἐποιήσαμεν ζημίαν στὸν τόπον τοῦ Δεσπότου».
Ὡσὰν τὸ ἀπήρασιν βουλήν, οὕτως καὶ τὸ ἐποιῆσαν·
ἐσήκωσαν τὰ σίδερα κ’ ἐπίασαν τὰ κουπία·
9235σύντομα ἀποσώσασιν στῆς Βόντιζας τὰ μέρη.