άβατον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

άβατον <αρχαία ελληνική<ἄβατος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

άβατον ουδέτερο

  1. (για τόπο ή χώρο) που δεν μπορούμε να τον διαβούμε.
  2. (εκκλησία) για ιερό χώρο όπου απαγορεύεται η είσοδος ατόμων που θα μπορούσαν να τον βεβηλώσουν.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]