άβατον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άβατον <αρχαία ελληνική<ἄβατος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
άβατον ουδέτερο
- (για τόπο ή χώρο) που δεν μπορούμε να τον διαβούμε.
- (εκκλησία) για ιερό χώρο όπου απαγορεύεται η είσοδος ατόμων που θα μπορούσαν να τον βεβηλώσουν.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
άβατον
|