έλμινθα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

έλμινθα < αρχαία ελληνική ἕλμινς

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

έλμινθα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]