έτερος Καππαδόκης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- έτερος Καππαδόκης < αρχαία ελληνική ἕτερος Καππαδόκης (φράση του Μ. Βασιλείου)
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
έτερος Καππαδόκης
- (ειρωνικό) κάποιος που σιγοντάρει ένα ομοϊδεάτη ή συμπατριώτη του
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- συνήθως με τη μορφή "να (ιδού, ήρθε κλπ) και ο έτερος Καππαδόκης"
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
έτερος Καππαδόκης
|