αγιοποιήσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αγιοποιήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αγιοποιώ
  2. θα αγιοποιήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αγιοποιώ
  3. να αγιοποιήσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αγιοποιώ