αγοράσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αγοράσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αγοράζω
  2. θα αγοράσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αγοράζω
  3. να αγοράσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αγοράζω