αγοράσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
αγοράσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αγοράζω
- θα αγοράσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αγοράζω
- να αγοράσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αγοράζω