αγορεύσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αγορεύσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αγορεύω
  2. θα αγορεύσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αγορεύω
  3. να αγορεύσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αγορεύω