αδρανήσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αδρανήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αδρανώ
  2. θα αδρανήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αδρανώ
  3. να αδρανήσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αδρανώ