αδυνατίσετε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αδυνατίσετε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αδυνατίζω
  2. θα αδυνατίσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αδυνατίζω