αερίσετε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
αερίσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αερίζω
- θα αερίσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αερίζω