αθροίσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αθροίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αθροίζω
  2. θα αθροίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αθροίζω
  3. να αθροίσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αθροίζω