αισθητοποιήσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αισθητοποιήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αισθητοποιώ
  2. θα αισθητοποιήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αισθητοποιώ
  3. να αισθητοποιήσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αισθητοποιώ