αισχροκερδήσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
αισχροκερδήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αισχροκερδώ
- θα αισχροκερδήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αισχροκερδώ
- να αισχροκερδήσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αισχροκερδώ