αιφνιδιάσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αιφνιδιάσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αιφνιδιάζω
  2. θα αιφνιδιάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αιφνιδιάζω
  3. να αιφνιδιάσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αιφνιδιάζω