αιχμαλωτίσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
αιχμαλωτίσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αιχμαλωτίζω
- θα αιχμαλωτίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αιχμαλωτίζω
- να αιχμαλωτίσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αιχμαλωτίζω