αιχμαλωτίσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

αιχμαλωτίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αιχμαλωτίζω
  2. θα αιχμαλωτίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αιχμαλωτίζω
  3. να αιχμαλωτίσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αιχμαλωτίζω