ακολουθήσει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]ακολουθήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ακολουθώ
- θα ακολουθήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ακολουθώ
- να ακολουθήσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ακολουθώ