ακονιστούμε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

ακονιστούμε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ακονίζομαι
  2. θα ακονιστούμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ακονίζομαι